ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΑΠΑΔΗΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ

«ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ»

Κυρίες και κύριοι,

Η εξωστρέφεια είναι το μέλλον της οικονομίας μας εάν θέλουμε η οικονομία μας να έχει μέλλον. Αυτό είναι το μήνυμα που θέλω να σας μεταδώσω σήμερα. Και με ιδιαίτερη χαρά σας χαιρετίζω στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΠΣΕ), ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) και ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Κρήτης (ΣΕΚ), με θέμα την Εθνική Στρατηγική για τις Εξαγωγές.

Θέλω να συγχαρώ τους τρεις Συνδέσμους Εξαγωγέων για την πρωτοβουλία τους να συνδιοργανώσουν αυτή τη σημαντική και επίκαιρη ημερίδα. Γιατί η ενίσχυση της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, και γενικότερα της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, πρέπει να είναι κύριος μοχλός και κύρια κινητήρια δύναμη για την ανάκαμψη και τη βιώσιμη ανάπτυξή της.

Η ισορροπημένη και βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που λειτουργεί μέσα σε μια έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά, πρέπει να στηρίζεται σε δύο πυλώνες: σε μια υγιή άνοδο της εσωτερικής ζήτησης και σε μια δυναμική εξαγωγική δραστηριότητα.

Η οικονομική εξωστρέφεια παράγει θέσεις εργασίας, εισάγει και εξάγει γνώσεις και τεχνολογία, εμβολιάζει την εγχώρια οικονομία με ανταγωνισμό. Δημιουργεί, επομένως, σε συνδυασμό με μια εσωτερική υγιή ζήτηση, συνθήκες μεγαλύτερης οικονομικής σταθερότητας και ένα ισορροπημένο αναπτυξιακό πρότυπο.

Ιδιαίτερα για μια μικρή ανοιχτή οικονομία, όπως η ελληνική, η εξαγωγική δραστηριότητα είναι καθοριστικός παράγοντας οικονομικής ευημερίας. Και έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα εξάγει την πλειονότητα των αγαθών της και των υπηρεσιών της και καρπώνεται το εισόδημά της στο κοινό, σταθερό και αξιόπιστο νόμισμα, το ευρώ.

Τα πλεονεκτήματα του ενιαίου νομίσματος και της ενιαίας αγοράς μπορούν να μοχλευθούν μέσω της εξωστρέφειας της οικονομίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ενιαία Αγορά και το κοινό νόμισμα, παρά την κρίση των τελευταίων ετών, έχουν οδηγήσει, κατά την προηγούμενη δεκαετία, σε σημαντική βελτίωση του βιοτικού επίπεδου της Ελλάδας. Και συγκεκριμένα, τη δεκαετία 2000-2009, πριν εκδηλωθεί η κρίση, το κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 24%. Η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού γνωρίζει και αναγνωρίζει τα ουσιαστικά, πολύπλευρα και διαρκή οφέλη και τα πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του ευρώ για τη χώρα μας. Και πρέπει να τα υπερασπιστούμε με εγρήγορση, ιδίως απέναντι σε κραυγές ευρωσκεπτικισμού, ευρωφοβίας, και τάσεις περιθωριοποίησης. Και βεβαίως πρέπει να εφαρμόσουμε τις κατάλληλες πολιτικές που μεγιστοποιούν τα οφέλη, αξιοποιούν τις ευκαιρίες, αλλά είναι και συνεπείς με την ενιαία νομισματική πολιτική που διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών.

Όμως μετά την ένταξή μας στο ευρώ δεν κατορθώσαμε να αξιοποιήσουμε επαρκώς τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της ενιαίας αγοράς και του κοινού νομίσματος. Η συνεχής απώλεια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον είχε ως συνέπεια την αύξηση του ελλείμματος εξωτερικών συναλλαγών, αλλά συνέβαλε και στη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Και πράγματι, δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας εκδηλώθηκε όταν τα δύο αυτά ελλείμματα –το εξωτερικό και το δημοσιονομικό– διαμορφώθηκαν επί σειρά ετών σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση του δημόσιου χρέους σε υπερβολικό επίπεδο, το οποίο χρηματοδοτούνταν κατά τα 2/3 με εξωτερικό δανεισμό. Και ήλθε η ώρα που οι δανειστές δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την Ελλάδα, τουλάχιστον να χρηματοδοτούν με λογικούς όρους. Και το γεγονός αυτό προκάλεσε την επώδυνη και συνεχιζόμενη προσαρμογή της οικονομίας μας.

Η απολεσθείσα ανταγωνιστικότητα ανακτάται σιγά-σιγά κατά τα τελευταία δύο έτη, με την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος και τις θυσίες του ελληνικού λαού. Πράγματι, κατά την προηγούμενη διετία 2010-2011 ανακτήσαμε ήδη το ήμισυ της συνολικής απώλειας ανταγωνιστικότητας κόστους της περιόδου 2001-2009 έναντι των ευρωπαίων εταίρων μας. Έως το τέλος του 2012 εκτιμάται ότι θα έχουν ανακτηθεί τα 2/3, ίσως και τα 3/4 αυτής της απώλειας. Και εντός του 2013 η οικονομία μας θα έχει πιθανότατα υψηλότερη ανταγωνιστικότητα σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2000.

Η βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου αποτυπώνει σε σημαντικό βαθμό τη σταδιακή ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και την αυξανόμενη εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει μειωθεί κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες, από 14,9% του ΑΕΠ το 2008 σε 9,8% το 2011, ενώ το 2001 ήταν 7,2% του ΑΕΠ.

Αυτές οι εξελίξεις είναι ενθαρρυντικές. Απομένουν όμως πολλά να γίνουν για να αποδειχθούν διατηρήσιμες, εφόσον οφείλονται εν μέρει στη ραγδαία πτώση των εισαγωγών λόγω της εγχώριας οικονομικής ύφεσης. Πράγματι, ο εξαγωγικός τομέας της χώρας εξακολουθεί να είναι περιορισμένος σε σχέση με τις εισαγωγές. Η αξία των εξαγωγών (εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) παραμένει περίπου στα 4/5 της αξίας των εισαγωγών. Και μάλιστα, η αξία των εξαγωγών αγαθών που δεν περιλαμβάνει τις εξαγωγές των υπηρεσιών, είναι χαμηλότερη από το μισό της αξίας των εισαγωγών αγαθών.

Επίσης, η σχετική συμβολή των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στη συνολική οικονομική δραστηριότητα παραμένει χαμηλή, περίπου 23% του ΑΕΠ το 2011. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες κυμαίνονται στο 30%. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες απέφυγαν την ύφεση ή εξέρχονται από την ύφεση με κύριο μοχλό τις εξαγωγές, έχοντας επωφεληθεί από μια εξωστρεφή και ευέλικτη οικονομία για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη αύξηση των εξαγωγών δημιουργεί μια δυναμική που έχει συμβάλει στην στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και είναι απολύτως απαραίτητη για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η εσωτερική ζήτηση των τελευταίων ετών πριν από την κρίση είχε βασιστεί, όπως προανέφερα, στη μη βιώσιμη υπερχρέωση του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί και δεν πρέπει πια να ξανασυμβεί. Με εντατική και συστηματική προσπάθεια, ο εξαγωγικός κλάδος μπορεί και πρέπει να καταστεί κινητήρια δύναμη βιώσιμης ανάπτυξης στη χώρα μας.

Βέβαια, μεταξύ άλλων, προϋπόθεση για να αποδώσει μια εξωστρεφής στρατηγική ανάπτυξης είναι να ενισχυθεί η ενεργός ζήτηση στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία. Η αυξανόμενη έμφαση στην ανάπτυξη, που ήδη διαφαίνεται στην Ευρώπη, δημιουργεί ελπίδες και προσδοκίες ταχύτερης εξόδου από την κρίση. Όμως, για να καρπωθούμε τα οφέλη μιας ευρωπαϊκής στροφής προς την ανάπτυξη πρέπει οι ίδιοι να είμαστε έτοιμοι: πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια εξυγίανσης του κράτους, να διαμορφώσουμε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, και να αποκαταστήσουμε –και μετά να βελτιώσουμε περαιτέρω– την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

 

Κυρίες και κύριοι,

Η ελληνική οικονομία, όπως ξέρετε, έχει πολλαπλά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με πολλές χώρες. Τέτοια είναι η γεωγραφική της θέση, ο ορυκτός της πλούτος, το καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, ένα αναπτυσσόμενο δίκτυο υποδομών, η παράδοση στο εμπόριο και η εξωστρέφεια πολλών Ελλήνων σε συνδυασμό με την ελληνική διασπορά.

Η αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δραστηριότητας απαιτεί τη διαμόρφωση και την αποτελεσματική εφαρμογή συγκεκριμένης στρατηγικής, και ειδικότερα της Εθνικής Στρατηγικής για τις Εξαγωγές, δηλαδή ολοκληρωμένων και στοχευμένων μεταρρυθμίσεων και κατάλληλης οικονομικής πολιτικής.

Διότι η επιτυχία μιας εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές δεν εξαρτάται μόνο από το κόστος εργασίας και γενικότερα το κόστος παραγωγής – το οποίο πάντως παραμένει σημαντικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας για όλες τις χώρες. Εξαρτάται επίσης από το επιχειρηματικό περιβάλλον. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η εξαγωγική δραστηριότητα ξεκινάει από την επιχειρηματικότητα στην εγχώρια αγορά. Το επιχειρηματικό περιβάλλον της οικονομίας είναι επομένως καθοριστικό για τη δημιουργία όλων των κατάλληλων προϋποθέσεων για εξωστρεφή επιχειρηματική δραστηριότητα. Και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο και πολλές από τις δράσεις του Δεύτερου Οικονομικού Προγράμματος της Ελλάδας αποσκοπούν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, είτε έμμεσα με την προγραμματιζόμενη φορολογική μεταρρύθμιση και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας είτε άμεσα με συγκεκριμένες δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού πλαισίου.

Επομένως, για να εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας χρειάζεται να συνεχίσουμε και να ενισχύσουμε τις κατάλληλες διαρθρωτικές πολιτικές, δημιουργώντας το αναγκαίο επιχειρηματικό και οικονομικό πλαίσιο που θα προάγει την εξαγωγική δραστηριότητα, χωρίς παρεμβατισμό. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαία η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας και η άρση των άλλων επιχειρηματικών εμποδίων γενικότερα, και ειδικότερα όσον αφορά τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Διότι οι εξαγωγές ξεκινούν στην εγχώρια οικονομία η οποία πρέπει να καταστεί δυναμικότερη σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Γι’ αυτόν το σκοπό, ο πρόσφατος αναπτυξιακός νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή τον Απρίλιο του 2012 προβλέπει πιο ευέλικτες επιχειρησιακές μορφές και περιλαμβάνει νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση της γραφειοκρατίας, την περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου και την απλούστευση των διαδικασιών. Και η υλοποίηση αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων πρέπει να είναι προτεραιότητα της επόμενης ελληνικής κυβέρνησης.

 

Κυρίες και κύριοι,

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας στη σημερινή συγκυρία είναι η ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας και η αύξηση της χρηματοδότησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Όπως και για το σύνολο της οικονομίας, οι τράπεζες έχουν κομβικό ρόλο στη στήριξη της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας. Οφείλουν, επομένως, να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, να κινηθούν με ταχύτητα, να κινητοποιήσουν διαθέσιμους πόρους και να χρηματοδοτήσουν τον εξαγωγικό κλάδο.

Υπενθυμίζω ότι με τη νέα δανειακή συμφωνία έχουμε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας έως το 2014. Το Δεύτερο Οικονομικό Πρόγραμμα εμπεριέχει σημαντικά αναπτυξιακά στοιχεία, και αν μείνουμε σταθερά προσηλωμένοι στην επίτευξη των στόχων μας και υλοποιήσουμε αποτελεσματικά τις μεταρρυθμίσεις που έχουμε αποφασίσει, αναμένεται η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο δεύτερο ήμισυ του 2013.

Επιπλέον, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η ενίσχυση της ρευστότητάς τους στους επόμενους μήνες θα διαμορφώσουν καλύτερες συνθήκες για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ενώ το κράτος θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, όπως η επιστροφή του εξαγωγικού ΦΠΑ.

Και σ’ αυτό το πλαίσιο, με τη συμβολή των ευρωπαϊκών κονδυλίων και τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων έχουν ξεκινήσει από τις αρχές του έτους πολλαπλές προσπάθειες για την ενίσχυση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων για την πραγματική οικονομία και ειδικότερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών θα γίνουν αισθητά κατά τους επόμενους μήνες. Σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η συμφωνία της 21ης Μαρτίου 2012 για τη δημιουργία Ταμείου Εγγυοδοσίας με τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων μέσω της μόχλευσης 500 εκ. ευρώ από το ΕΣΠΑ.

Αυτή η πρωτοβουλία θα βοηθήσει και τον εξαγωγικό τομέα, στηρίζοντας εκτός των άλλων την προχρηματοδότηση και προετοιμασία των εξαγωγών μέσω της χρηματοδότησης των κεφαλαίων κίνησης των επιχειρήσεων. Παράλληλα, μελετάται η πιθανή μεταφορά αναπτυξιακών πόρων από το ΕΣΠΑ για την ενίσχυση των εξαγωγικών κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα.

Επίσης, θετική αναμένεται να είναι η συνέχιση μέχρι το τέλος του 2012 της εγγύησης χαμηλότοκων δανείων από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ) για την κάλυψη αγοράς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών, η οποία μπορεί να βοηθήσει την προσπάθεια να υπερβούμε την ανεπάρκεια των πιστώσεων για εισαγωγές πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται στις εξαγωγές.

Τέλος, θέλω να καλωσορίσω την πρόσφατη απόφαση για την υποστήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων μέσω αύξησης του ποσού χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις που ασφαλίζονται στο πρόγραμμα «ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ – ΟΑΕΠ».

Κυρίες και κύριοι,

Όπως είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε, είναι καθοριστικής σημασίας η συνδρομή των ίδιων των φορέων του εξαγωγικού κλάδου στην προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας. Σε συνδυασμό με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς πρέπει να αναπτυχθεί η τεχνογνωσία εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας στις μικρομεσαίες ειδικά επιχειρήσεις. Η οργάνωση των επιχειρήσεων στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, η εκπροσώπησή τους, όπως και η διείσδυση των ελληνικών προϊόντων σε παλιές αλλά και κυρίως νέες αγορές, πολλές από τις ταχέως αναδυόμενες χώρες όπως της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, απαιτεί συστηματική και λεπτομερή προσπάθεια. Προσπάθεια που πρέπει να στηθεί σε στέρεες και διαρκείς βάσεις και να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν περισσότερα σχήματα συνεργασίας προς όφελος των εξαγωγέων της χώρας μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι εξαγωγές έχουν σημειώσει αύξηση σημαντική τα τελευταία χρόνια, η προστιθέμενη αξία τους φαίνεται να παραμένει στο σύνολό της συγκριτικά χαμηλή λόγω του σχετικά περιορισμένου τεχνολογικού τους περιεχομένου, αλλά και της διαφοροποίησης και ποιότητας των προϊόντων. Χρειάζεται, επομένως, ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας των εξαγωγών μας, όπως στη μεταποίηση των πρωτογενών προϊόντων σε εξαγώγιμα προϊόντα πολλαπλάσιας προστιθέμενης αξίας. Με αυτό τον τρόπο μπορεί ο πρωτογενής τομέας των τροφίμων να αναπτυχθεί περαιτέρω, ενώ ο εγχώριος βιοτεχνικός και βιομηχανικός κλάδος να ενισχυθεί με επενδύσεις και θέσεις εργασίας.

Είναι ενθαρρυντικό ότι σε όλη αυτή την προσπάθεια έχουμε έναν σημαντικό σύμμαχο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπαρίσταται ουσιαστικά στην Ελλάδα και συμμερίζεται απόλυτα την άποψη ότι η διευκόλυνση και προώθηση των εξαγωγών θα συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Ομάδας Δράσης (Task Force) παρέχει ουσιαστική τεχνογνωσία που υποστηρίζει αποτελεσματικά την Εθνική Στρατηγική για τις Εξαγωγές.

Η διευκόλυνση των εξαγωγικών διαδικασιών αποτελεί προτεραιότητα που έχει δρομολογηθεί και προχωρά με τη συνεργασία των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, και του Υπουργείου Οικονομικών. Μάλιστα, έχει αναπτυχθεί η μεθοδολογία που θα μειώσει δραστικά τους χρόνους και τα κόστη στις εξαγωγές, μέσω της απλοποίησης των προ-τελωνειακών και τελωνειακών διαδικασιών με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και την υλοποίηση ενός ενιαίου ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος.

Αντίστοιχα, στον τομέα της προώθησης των εξαγωγών, η παροχή τεχνογνωσίας από ένα κράτος-μέλος με εξαιρετική εμπειρία και επιτυχημένη πορεία στον τομέα αυτό θα είναι πολύτιμη, ενώ και άλλες χώρες με σχετική παράδοση θα μπορούσαν επίσης να συνδράμουν. Αυτή η προσφορά τεχνογνωσίας και ανταλλαγής καλών πρακτικών δείχνει την έμπρακτη αλληλεγγύη των κρατών-μελών σε ζητήματα που αποτελούν προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης.

Συμπερασματικά, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι μέσα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από την ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας εάν θέλουμε να διασφαλίσουμε υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη.

Αυτό το αναπτυξιακό πρότυπο θα εδραιωθεί με τη συνέχιση της μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή αποτυπώνεται και στο Δεύτερο Οικονομικό Πρόγραμμα για την Ελλάδα. Χρειάζεται διαρκή προσπάθεια και επιμονή σε όλα τα μέτωπα τα οποία έχουν ήδη χαραχθεί. Και χρειάζεται συνέχεια της συντεταγμένης προσπάθειας που άρχισε πριν από δύο χρόνια, για την αποτελεσματική εφαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής για τις Εξαγωγές, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών.

Θέλω να κλείσω τονίζοντας ότι μια ευρύτερη στρατηγική εξωστρέφειας πρέπει να διατρέχει το σύνολο της οικονομίας. Να αφορά δηλαδή όχι μόνο τον εξαγωγικό κλάδο, αλλά ολόκληρη την οικονομία. Πρέπει να παράγουμε εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες που θα μπορούν να ανταγωνίζονται με επιτυχία και να μπορούν να εκτοπίζουν τα εισαγόμενα στις προτιμήσεις των ελλήνων καταναλωτών. Ακόμα και σε μη εμπορεύσιμους κλάδους, όπως είναι οι κατασκευές, πρέπει να παράγουμε λειτουργώντας με μια λογική εξωστρέφειας. Να φτιάχνουμε για παράδειγμα παραθεριστικές κατοικίες που θα απευθύνονται στον ξένο επενδυτή, στον βορειοευρωπαίο συνταξιούχο, αποφεύγοντας βεβαίως τις ακρότητες υπερανάπτυξης του στεγαστικού τομέα στις οποίες υπέπεσαν άλλες μεσογειακές χώρες. Πρέπει να λειτουργούμε στην εγχώρια αγορά λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις και τις εξελίξεις της διεθνούς αγοράς. Η εξωστρέφεια πρέπει να ενσωματωθεί στον τρόπο σκέψης μας, πρέπει να εμπεδωθεί ως κύριο και διαρκές χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.

Καταλήγω λοιπόν με τη φράση με την οποία ξεκίνησα: Η εξωστρέφεια είναι το μέλλον της οικονομίας μας εάν θέλουμε η οικονομία μας να έχει μέλλον.