Του Νικου Mαραντζιδη, Αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και το Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.

Το τέλος της μεταπολίτευσης έφτασε! Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χώρα τα δύο τελευταία χρόνια δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον πολιτικής συμπεριφοράς. Το πολιτικό σύστημα και η πολιτική κουλτούρα αυτής της κοινωνίας περνουν σε μια νέα εποχή.
Τα σημάδια αυτής της νέας περιόδου είχαν αρχίσει να διαφαίνονται νωρίτερα από το 2010, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η δανειακή σύμβαση της χώρας (το Μνημόνιο) λειτούργησε ως ο καταλύτης των εξελίξεων, χάραξε μια βαθιά διαίρεση στη χώρα, χωρίζοντας τα πολιτικά κόμματα και τους πολίτες σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς ή σε ρεαλιστές και λαϊκιστές, σύμφωνα με μια άλλη ορολογία.
Βέβαια, το θέμα του Μνημονίου δεν σβήνει διά μιας παλαιότερες διαιρέσεις που είχαν διαμορφωθεί υπό το βάρος των δραματικών ιστορικών γεγονότων του 20ού αιώνα και των μεγάλων πολιτικών ιδεολογιών αλλά, σίγουρα, επιτρέπει να διαμορφωθούν νέες δυναμικές. Η τομή του Μνημονίου επικάθεται σε ένα τοπίο όπου οι παλιές διαιρέσεις έχουν εξασθενήσει και δεν παράγουν τις εντάσεις και τις αντιπαραθέσεις του παρελθόντος. Επιπλέον, λόγω της προβλεπόμενης μεγάλης διάρκειας της οικονομικής κρίσης, το ζήτημα αυτό θα παραμείνει ψηλά στην πολιτική ατζέντα για αρκετά χρόνια ακόμη, παγιώνοντας αντιθέσεις αλλά και συμμαχίες.

Η νέα κατάσταση ευνοεί τον ανορθολογισμό, τη διαμαρτυρία, τις φυγόκεντρες δυνάμεις και εντέλει την πρωτόγονη πολιτικοποίηση και την άνοδο των ακραίων πολιτικών σχηματισμών. Ουσιαστικά, οι νέες συνθήκες επιτρέπουν να εκφραστεί στο Κοινοβούλιο όλο το ιδεολογικό φάσμα. Αν τελικά η Χρυσή Αυγή εισέλθει στη Βουλή, θα σηματοδοτεί τη θεσμική επικύρωση του φυλετικού μίσους και της αντικοινοβουλευτικής στάσης. Ως τώρα, ο δικομματισμός λειτουργούσε ως ένα φίλτρο, που περιόριζε την έκθεση της κοινωνίας και των θεσμών σε ακραίες αντικοινοβουλευτικές απόψεις και συμπεριφορές. Το φίλτρο αυτό τώρα δεν υπάρχει.

Η σημερινή συγκυρία απενοχοποιεί στη συνείδηση ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας τον δεξιό ολοκληρωτισμό. Η ρητορική περί νέας κατοχής συμβάλλει στο να έλθει στο προσκήνιο ένας δεξιός εξτρεμισμός, που αν και αποτελεί απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς, δεν δείχνει να τρομάζει ένα τμήμα των Ελλήνων.

Είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό και υποκριτικό, δυνάμεις που είτε από αφέλεια και επιπολαιότητα είτε από ιδεολογία, καλλιέργησαν συστηματικά τη βίαιη ρητορική και την εξεγερσιακή ανομική κουλτούρα έναντι της συνταγματικής νομιμότητας, να προσποιούνται σήμερα τους έκπληκτους και θυμωμένους για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Στην πραγματικότητα, συνέβαλαν όλο αυτό το διάστημα στην αποσύνθεση της δημοκρατικής νομιμότητας.

Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις είχαν, βέβαια, οι «Αγανακτισμένοι». Μέσα στις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων» του περασμένου καλοκαιριού, ο αντικοινοβουλευτισμός ως καθημερινή μικροπρακτική (μούντζες, επιθέσεις εναντίον βουλευτών κ.ά.) απέκτησε την αρχική νομιμοποίηση και προβολή που αναζητούσε. Μέσα από την όσμωση ακροδεξιών, λαϊκιστών και ακροαριστερών, διαμορφώθηκε μια νέα πολιτική ταυτότητα: του αγανακτισμένου νεοέλληνα. Πρόκειται για ένα «φαιοκόκκινο» αμάλγαμα αξιών και συμπεριφορών, συχνά αντιφατικών μεταξύ τους, που έχουν ένα κοινό γνώρισμα: την περιφρόνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Τα άκρα γίνονται επικίνδυνα επειδή μπορούν να αλληλοτροφοδοτούνται μέσω της έντασης και του λαϊκισμού. Καθώς η σπειροειδής ένταση κλιμακώνει την πόλωση και τις αντισυστημικές συμπεριφορές, οι μετριοπαθείς ιδεολογίες και πολιτικές συμπεριφορές δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να σταθούν όρθιες στη θύελλα.

Απαιτείται να βρουν μια βάση συνεννόησης τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, που παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, έχουν κοινό παρανομαστή ένα μίνιμουμ υπευθυνότητας και εμπεδωμένες φιλελεύθερες αξίες και συμπεριφορές, δηλαδή ορθολογισμό, σεβασμό στους νόμους και ανεκτικότητα. Μια τέτοια συνεννόηση δεν ξέρω αν θα σώσει την οικονομία της Ελλάδας, αλλά τουλάχιστον θα περιφρουρήσει τη δημοκρατία από περαιτέρω υποβάθμιση.

Κρίσιμο ρόλο ως προς αυτό θα παίξουν οι πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου. Η ικανότητά τους, η υπευθυνότητά τους και εντέλει ο πατριωτισμός τους θα δοκιμαστεί το επόμενο διάστημα. Είναι αυτονόητο πως αν δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ρόλο τους είναι καλό να αποχωρήσουν. Ας μην ξεχνάμε, πως εδώ και κάποιο διάστημα, η χώρα συνεχίζει να είναι σε αναζήτηση εθνικής ηγεσίας, μιας ηγεσίας που θα καταφέρει να συσπειρώνει αντί να κατακερματίζει.

Η αυριανή αβεβαιότητα, πάντως, έχει και τις θετικές πλευρές της. Η πολιτική χειραφέτηση της πλειοψηφίας της κοινωνίας από τα πελατειακά δίκτυα της μεταπολίτευσης, για λόγους που σχετίζονται με την αδυναμία των ίδιων των πατρώνων να ανταποκριθούν στα αιτήματα των πελατών τους, ίσως να βοηθήσει να οικοδομηθούν εκ νέου και σε υγιέστερες βάσεις μια κοινωνία πολιτών και μια οικονομία της αγοράς, που θα βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις και όχι στην προνομιακή πρόσβασή τους σε κρατικούς πόρους και πελατειακά δίκτυα.

Η ανάγκη απεξάρτησης από τον κρατισμό και τις νοοτροπίες που απορρέουν από αυτόν δεν αφορά μόνο την οικονομία, αφορά ολόκληρη την κοινωνία, πρωτίστως αυτή.