Επισημαίνοντας τις τεράστιες προσπάθειες που έχει κάνει η Ελλάδα για την δημοσιονομική προσαρμογή, ο επικεφαλής του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου, Charles Dallara –απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων- έκανε λόγο και για νέα «μέτρια» οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, στην συνέντευξη τύπου που παραχώρησε χθες στην έδρα του IIF στην Washington, με αφορμή την επιστολή που έστειλε ο διεθνής οικονομικός οργανισμός προς τους G20. Ο κ. Dallara, ευχόμενος ότι η Ευρώπη θα εξετάσει μια πρόσθετη οικονομική βοήθεια, για παράδειγμα 10 έως 20 δισεκατομμύρια δολάρια, τα επόμενα δύο χρόνια, τόνισε ότι αυτό θα διευκολύνει τις προσπάθειες της Ελλάδας, συνδράμοντας σε μια πιο ρεαλιστική πορεία προσαρμογής του προϋπολογισμού βραχυπρόθεσμα.

Αναφερόμενος στην νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές, ο επικεφαλής του IIF ανέφερε ότι «δίνουμε έμφαση στην ανάγκη η νέα κυβέρνηση να επιβεβαιώσει την δέσμευση της στους βασικούς στόχους του προγράμματος, καθώς αυτοί οι στόχοι ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, περιορισμού του δημόσιου τομέα, αποκρατικοποιήσεων και συλλογής φόρων, δεν επιβλήθηκαν αυθαίρετα από την τρόικα, αλλά προέκυψαν από την πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάγκη του ελληνικού λαού να έχει τις ευκαιρίες που του αξίζουν.  Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, να έχουν οι έλληνες αυτές τις ευκαιρίες είναι με μια πιο φιλελεύθερη και ανταγωνιστική οικονομία».
 
Ο κ. Νταλάρα τόνισε επίσης ότι υπάρχει «περιθώριο και ανάγκη αλλαγής». «Χρειάζεται όχι μόνο να ακολουθηθούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά να υπάρξει μια ρεαλιστική μείωση των δαπανών»,  σημείωσε ο κ. Νταλάρα και πρόσθεσε ότι κατά τη γνώμη του οι όροι που έχουν διατυπωθεί είναι υπερβολικοί για μια οικονομία, και μειώνουν την αποδοτικότητα, σε μια περίοδο που μειώνεται και η εμπιστοσύνη των επενδυτών. «Εάν η ελληνική κυβέρνηση επαναβεβαιώσει την δέσμευση της στους αντικειμενικούς στόχους, τότε ελπίζω πως οι ηγέτες της ευρωζώνης θα έχουν την διορατικότητα να αναγνωρίσουν τα πλεονεκτήματα της ενέργειας αυτής και να προβούν σε αλλαγή των όρων αποπληρωμής και σε επιμήκυνση του χρονικού περιθωρίου των δανείων», επεσήμανε ο επικεφαλής του Ινστιτούτου.

 

Κατά τα άλλα, στην συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής του IIF καλωσόρισε τα πρόσφατα μέτρα που πάρθηκαν εκ μέρους της ευρωζώνης για την στήριξη του ισπανικού τραπεζικού τομέα, «μέτρα, τα οποία επιδεικνύουν θέληση για την λήψη συντονισμένων και συλλογικών ενεργειών», ενώ χαρακτηρίζοντας την ανακεφαλαιοποίηση ως ζωτικής σημασίας βραχυπρόθεσμο μέτρο για την αντιμετώπιση της κρίσης, ανέφερε ότι αυτό δίνει έμφαση  στα πιθανά οφέλη που απορρέουν από την εξουσιοδότηση στο ESM να κάνει άμεσες επενδύσεις, ανακεφαλαιοποιώντας ασθενής τράπεζες, όπου αυτό χρειάζεται στην Ευρώπη.

Αναφορικά με την Ελλάδα, στην τοποθέτησή του είπε ότι «η αναδιάρθωση του χρέους με την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου μείωση του ελληνικού χρέους, δίνοντας στην Ελλάδα μια εξαιρετική ευκαιρία να προχωρήσει μπροστά», ενώ ιδιαίτερη έμφαση έδωσε «στην σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή και στις δομικές μεταρρυθμίσεις με την στήριξη του επίσημου τομέα. Ωστόσο», συνέχισε ο επικεφαλής του IIF, «είναι σημαντικό μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου η νέα κυβέρνηση να επαναδιαβεβαιώσει τη δέσμευσή της στους βασικούς άξονες του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων –άνοιγμα της αγοράς, ιδιωτικοποιήσεις, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στις δημοσιονομικές και δομικές μεταρρυθμίσεις». Επιπλέον, ο κ. Dallara διατύπωσε την άποψη ότι δεδομένης της σοβαρής ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, ο ρυθμός της βραχυπρόθεσμης δημοσιονομικής προσαρμογής απαιτεί συνεχή εξέταση για ενδεχόμενη διευκόλυνση, κάτι που σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί επιπρόσθετη οικονομική βοήθεια, προκειμένου να δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας να αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Πέρα από την Ελλάδα, σε ένα περιβάλλον σοβαρής οικονομικής ύφεσης οι επίσημοι πιστωτές το ίδιο πρέπει να κάνουν και για άλλες χώρες (να διευκολύνουν τον ρυθμό της βραχυπρόθεσμης δημοσιονομικής προσαρμογής), βάση των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε χώρας. «Μια τέτοια ισορροπημένη προσέγγιση μπορεί βραχυπρόθεσμα να επιφέρει ισχυρή ανάπτυξη, παράλληλη με μια πιο αποφασιστική προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις βραχυπρόθεσμα» τόνισε ο κ. Dallara.

 

Αναφορικά με την ευρωζώνη, το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο επισημαίνει ότι η ενίσχυση της νομισματικής ένωσης απαιτεί δημοσιονομική ενοποίηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, η οποία με την σειρά της απαιτεί μεγαλύτερο δημοσιονομικό επιμερισμό του κινδύνου με κάποια μορφή ταμείου για το χρέος, ή
με Ευρωομόλογα, από μια πιο κεντρική δημοσιονομική διακυβέρνηση. Η αμοιβαιοποίηση της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και
του κινδύνου αποτελεί βασικό συστατικό μιας αποτελεσματικής νομισματικής ένωσης, αν και ίσως σε πολιτικό επίπεδο είναι η πιο δύσκολη πτυχή της διαδικασίας. Ως μεσοπρόθεσμο στόχο, πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα μιας τραπεζικής ένωσης, η οποία θα ενέχει και μια κεντρική εποπτική αρχή.

 

 

Διαβάστε την επιστολή ΕΔΩ