Του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή, Καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Στην πιο εύπεπτη εκδοχή τους, τα λεγόμενα «εθνικά στερεότυπα» τροφοδοτούν μίαν από τις πιο γνωστές, και με παγκόσμια κατανομή, ποικιλίες ανεκδότων. Οταν η αφήγηση αρχίζει με το «κάποτε συζητούσαν ένας Γερμανός, ένας Αγγλος και ένας Ελληνας…», προδιαγράφεται η επιβεβαίωση της στερεοτυπικής γερμανικής συστηματικότητας και του κατοχυρωμένου αγγλικού φλέγματος και περιμένουμε απλώς να δούμε πώς θα εκδηλωθεί το έτσι κι αλλιώς υπέρτερο ελληνικό δαιμόνιο.

Η πιο σοβαρή και ιστορικά τεκμηριωμένη πλευρά αυτής της φάμπρικας θα μας πήγαινε πολύ πίσω στον χρόνο, πιθανότατα στους Μηδικούς Πολέμους, όταν η τελικά νικημένη από τη Δύση Ανατολή και το σχετικό χρονικό του Ηροδότου άρχισαν να στερεώνουν την τυπική εικόνα του χρυσοφόρου αλλά αγελαίου Πέρση σε αντιδιαστολή προς τον λιτό αλλά ορθολογικά συνειδητοποιημένο Ελληνα.

Τα εθνικά στερεότυπα είναι μέρος του μηχανισμού που παράγει αίσθηση συλλογικής και φυλετικής ταυτότητας, λειτουργούν κατά προτίμηση σε ετεροπροσδιοριστική βάση (είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι, δεν είμαστε αυτό που είναι οι άλλοι) και σχηματοποιούν με σαρωτικό τρόπο τις εμπειρικές εντυπώσεις που αποκομίζει ένα συλλογικό υποκείμενο από την επαφή του με ένα άλλο – που σημαίνει ότι, ανεκδοτολογικά ή όχι, ποτέ δεν είναι ακριβώς αθώα. Γι’ αυτό και ανασύρονται σαν από μια διαρκή παρακαταθήκη όταν οι περιστάσεις υποθάλπουν εντάσεις και αντιπαλότητες. Το ζήσαμε και το ζούμε εδώ και δύο χρόνια – αρχικά ως αφήγηση ευρύτερης κλίμακας όπου πρωταγωνιστούν οι «έντιμοι νοικοκυραίοι» της βόρειας και οι «αχαΐρευτοι» της νότιας ευρωζώνης και βαθμιαία ως γερμανοελληνική μετωπική ανάμεσα στην τεθωρακισμένη Μερτσέντες των Βόλφγκανγκ και στον ανασφάλιστο αραμπά των Μήτσων.

Η επιφυλλίδα δεν είναι αρμόδια να αποφανθεί αν ο αραμπάς είναι επιδιορθώσιμος ή αν θα του αφαιρεθεί τελικά η άδεια κυκλοφορίας στον ευρωπαϊκό αυτοκινητόδρομο, μπορεί ωστόσο να διαβεβαιώσει ότι οι φωνές των επιβατών της Μερτσέντες («είστε ανεύθυνοι και απείθαρχοι οδηγοί!»), όσο και αν είναι από μιαν άποψη δικαιολογημένες, δεν είναι σίγουρα πρωτάκουστες και, κυρίως, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό στερεοτυπική ανακύκλωση μιας ελληνικής εικόνας που φιλοτέχνησαν και κυκλοφόρησαν οι πρώτοι Δυτικοί που ήρθαν αντιμέτωποι με την Ελλάδα και το ελληνικό ζήτημα . Εννοώ τους Ρωμαίους, και τους εννοώ όχι ως ακαδημαϊκού τύπου παραπομπή με ιστορικό και μόνο ενδιαφέρον αλλά επειδή η σύνθετη, αμφίσημη και αμφίθυμη στάση τους απέναντι στο ελληνικό φαινόμενο έχει κληροδοτηθεί στη νεότερη Δύση και ρυθμίζει ακόμη, έστω και ανεπιγνώστως, τον ελληνικό προβληματισμό της τόσο σε πολιτικές συναντήσεις κορυφής όσο και στο επίπεδο της «χύδην» πρόσληψης, που σήμερα αποτυπώνεται κυρίως σε έντυπα λαϊκής κατανάλωσης, όπως, για παράδειγμα, η γερμανική «Bild».


Βραχυλογικά διατυπωμένη, η ρωμαϊκή ετυμηγορία, διαμορφωμένη όταν η Ελλάδα είχε χάσει την παλαιά αίγλη της και την πολιτική αυτονομία της, είναι η ακόλουθη:

«Οι Ελληνες έχουν μεγάλο και αξιοσέβαστο ιστορικό παρελθόν, τους οφείλουμε πολλά, αλλά η σύγχρονη πολιτική και κοινωνική τους κατάσταση μόνο προβληματισμό και δυσπιστία μπορεί να εμπνέει. Εχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους, είναι πολιτικά αναξιόπιστοι, μιλούν πολύ αλλά πράττουν ελάχιστα και συχνά καταφεύγουν στο άλλοθι της προγονικής αίγλης για να καλύψουν τη σύγχρονη αβελτηρία τους».

Φυσικά, για να το ξαναπούμε, οι Ρωμαίοι έπαιζαν, για τους δικούς τους ιστορικούς λόγους, το παιχνίδι των εθνικών στερεοτύπων για να προσδιορίσουν εξ αντιδιαστολής τη δική τους ταυτότητα και για να μαλάξουν τον εθνικό τους εγωισμό. Οπως και αν έχει το πράγμα, πάντως, το αποτέλεσμα ήταν ένας σχιζοειδής συνδυασμός ρομαντικού φιλελληνισμού και αδυσώπητης Realpolitik. Πρόκειται για αντινομική στάση που έχει επανεγγραφεί, με διάφορους τρόπους και ποικίλλουσες ποσοστώσεις των συστατικών της, σε διαδοχικές ιστορικές συγκυρίες. Και, τηρουμένων των αναλογιών, σήμερα ξαναβλέπουμε τα αμφιθυμικά της «ριμέικ» σε στυγνές, απερίφραστες ή ειρωνικές δηλώσεις τύπου Σόιμπλε από τη μια μεριά και στις φιλελληνικές ποιητικές λιτανείες τύπου Γκύντερ Γκρας και Ντουρς Γκρινμπάιν από την άλλη.

Παιχνίδι εμπειρικής αλήθειας και ιδιοτελούς μυθολόγησης, τα στερεότυπα που υποστήκαμε αυτή τη φορά από τους ευρωπαίους (και κυρίως τους Τεύτονες) «άλλους» οξύνθηκαν, παρατάθηκαν, βοήθησαν στην εμβρυουλκία χρυσαυγιτών και ανεξάρτητων ελληναράδων, «δικαίωσαν» τον ενδιάθετο και ιστορικό αντιευρωπαϊσμό ορισμένων «συνιστωσών» και απειλούν να προκαλέσουν μόνιμη αντιευρωπαϊκή φλεγμονή στο σώμα της ηλικιακά ακμαιότερης Ελλάδας – και αυτό πέρα και ανεξάρτητα από τη διαφημιζόμενη «νίκη της ευρωπαϊκής προοπτικής» στις τελευταίες εκλογές.
Οσοι έχουν την ευθύνη της εκπροσώπησής μας στην Ευρώπη στους αγριεμένους αυτούς καιρούς πρέπει να το φωνάξουν αυτό όσο πιο απερίφραστα και ηχηρά γίνεται προς τους ενορχηστρωτές της στερεοτυπικής κακοφωνίας. Και πρέπει να το φωνάξουν επειδή στους καιρούς των αγορών και των τραπεζιτών η φυλή των ρομαντικών φιλελλήνων έχει αποψιλωθεί και δεν κρατεί, σαν τον Μπάιρον, και πένα και σπαθί, ενώ «οι πολλοί» της Realpolitik θα συνεχίσουν, για προφανείς λόγους, να διακινούν τα πιο εύχρηστα, και ιστορικά εγγυημένα, στερεότυπα που έχουν στη διάθεσή τους.