Του Παντελή Οικονόμου

Η δημόσια συζήτηση για την νομιμότητα ενεργειών μελών της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, αλλά και του ίδιου του κόμματος, έχει το δικό της ενδιαφέρον. Και ασφαλώς διαφορετικές γνώμες και προσεγγίσεις είναι και θεμιτές και χρήσιμες. Είναι ακριβώς οι διαφορές και η πολλαπλότητα που δυναμώνουν την Δημοκρατία και ενισχύουν τον δημόσιο χώρο. Και βέβαια, πέρα και πάνω από τις διαφορές αυτές, καλό θα ήταν να αποφαίνονταν για το θέμα αυτό αρμόδια δικαστικά όργανα. Καθαρά, γρήγορα και χωρίς υστεροβουλία. Νομίζω όμως ότι η υπόθεση αυτή δεν είναι μόνο ή κυρίως πρόβλημα νομιμότητας. Θεωρώ το παρακράτος αποτρόπαιο και  κτηνώδες, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της μιας ή της άλλης εκδήλωσής του. Ο Γκοτζαμάνης, ο Εμμανουηλίδης, ο Ξενοφών (Φον) Γιοσμάς κλιμάκωναν την άθλια δράση τους και πριν την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το παρακράτος λοιπόν, πριν από παράνομο, πρέπει να είναι πολιτικά απόβλητο. Ώστε να μην ξαναφτάσουμε στο σημείο να αναρωτηθούμε «ποιος επί τέλους κυβερνά αυτό το τόπο;».

Η αλήθεια είναι ότι στη πατρίδα μας το παρακράτος τρέφεται και τρέφει την αδυναμία έως και άρνηση συγκρότησης Δημόσιας Διοίκησης. Παγιώνει την ανισότητα ανάμεσα σε πολίτες και κοτζαμπάσηδες, αδύναμους και μαυραγορίτες. Το 1967 μάλιστα, οπότε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, με τις οδηγίες του ΝΑΤΟ, κατέλυσε την Δημοκρατία, το ήδη ανάπηρο κράτος (της Δεξιάς) διαλύθηκε τελείως. Με τραγική απόδειξη την απόλυτη αποδιοργάνωση των ίδιων των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως αποκαλύφθηκε περίτρανα, από την αδυναμία ενεργοποίησής τους, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εισβολή που έγινε εφικτή, μετά την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, με εντολή της χούντας. Και τότε, όπως και τώρα, οι πραξικοπηματίες αυτοπροβάλλονταν ως «πατριώτες». Και, όπως συμβαίνει πάντα, ήταν αυτοί οι ίδιοι που έβλαψαν ανεπανόρθωτα το εθνικό συμφέρον, μόλις κατέλαβαν την εξουσία.

Όταν λοιπόν αναβιώνουν απειλές όπως ο φασισμός, η κομματική αντιπαράθεση με πρόσχημα τον επιμερισμό των πολιτικών ευθυνών για την αναβίωση του, αλλά στην πραγματικότητα επίδικο έπαθλο εκλογική απήχηση, είναι αβάσταχτη ελαφρότητα. Είναι αλήθεια ότι η ενθάρρυνση, υπόθαλψη και υποστήριξη πράξεων ανομίας και ειδικότερα η βία κατά πολιτικών και άλλων δημόσιων προσώπων «εξαγνίζει» τις παρακρατικές πρακτικές των φασιστών. Είναι επίσης αλήθεια ότι η ανεργία, η φτώχεια και η ανασφάλεια τροφοδοτούν την άκρα δεξιά. Όπως όμως τροφοδοτούν και τον «αριστερό» οπορτουνισμό που περίσσεψε στις μέρες μας. Αλλά όλες αυτές οι διαπιστώσεις, αν και, λιγότερο ή περισσότερο σωστές, μπορεί να αποδειχτούν άχρηστες, εάν δεν ξαναπάρουμε την πολιτική πρωτοβουλία στα χέρια μας. Τα εκλογικά ποσοστά θα κυμαίνονται ανάλογα με το κλίμα ευκαιρίας (γνήσιο ή κατασκευασμένο), αλλά η συμμετοχή θα μειώνεται σταθερά.

Οι έλληνες δημοκράτες, σοσιαλιστές και κομμουνιστές έχουμε υποχρέωση να υπερβούμε τρεις παλιές αναπηρίες: την ιστορική αμνησία, τον μικρό κομματισμό και την κενή ρητορεία. Οφείλουμε να οργανώσουμε ένα ενωτικό δίκτυο εθελοντισμού και αλληλεγγύης κατά της φτώχειας και της ανασφάλειας. Να στηρίξουμε την ανόρθωση της κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, ως βασικών κρατικών λειτουργιών. Να επιμείνουμε στην διεθνοποίηση του αντιφασιστικού αγώνα. Πιστεύω ότι με μια τέτοια γραμμή σκέψης και δράσης, η αντιμετώπιση του φασισμού μπορεί να αποδειχτεί πολύ πιο απλή από όσο φαίνεται σήμερα. Η επανάληψη εθνικών και κοινωνικών καταρρεύσεων να αποκλειστεί με ασφάλεια και να αρχίσει η σταθεροποίηση των πραγμάτων. Αντιθέτως, ενδεχόμενη αδυναμία της αριστεράς να ξεκολλήσει από την ρουτίνα της κρίσης μπορεί να αποβεί μοιραία. Και  κάθε πρόφαση ώστε να δικαιολογηθεί, για μια ακόμη φορά, η μη σύμπραξη του ενός ή του άλλου σε ένα τέτοιο ουσιαστικό αντιφασιστικό μέτωπο θα καταλογιστεί δίχως άλλο.