Γράφει ο Περικλής Νεάρχου, Πρέσβυς ε.τ.

Οι Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο συμπίπτουν ταυτοχρόνως με μια δύσκολη πορεία στο εθνικό θέμα και μια μεγάλη οικονομική κρίση, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικίνδυνους εκβιασμούς σε βάρος της Κύπρου.

Ένα δείγμα αυτών των εκβιασμών είναι το τελεσίγραφο που έστειλε την περασμένη εβδομάδα στην Κύπρο το Eurogroup, πρωτοστατούντος του νέου προέδρου του, Ολλανδού Γερούν Ντάισελμπλουμ, για να συμφωνήσει, εντός μίας εβδομάδος, στη διεξαγωγή έρευνας, από ιδιωτικό οίκο, σχετικά με τις καταγγελίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος στις κυπριακές τράπεζες. 

 

Το τελεσίγραφο υποκινείται από το Βερολίνο. Το τελευταίο έχει επιδοθεί από εβδομάδες σε εκστρατεία τύπου κατά της Κύπρου, με καταγγελίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και για αθέμιτο φορολογικό ανταγωνισμό, λόγω του χαμηλού φορολογικού συντελεστή 10% που ισχύει στην Κύπρο για τις υπεράκτιες εταιρείες. Σημειώνεται ότι το φορολογικό αυτό καθεστώς συζητήθηκε κατά την ένταξη της Κύπρου και συμφωνήθηκε ότι είναι συμβατό με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και τους Ευρωπαϊκούς κανονισμούς.

Η εκβιαστική σύνδεση του συζητούμενου Μνημονίου για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της Κύπρου με όρους που την εκθέτουν και τη διαβάλλουν διεθνώς είναι μια άλλη ωμή εκδήλωση του Γερμανικού ηγεμονισμού στην Ευρώπη και ένα άλλο πλήγμα στην υποτιθέμενη ισότιμη συμμετοχή όλων των χωρών – μελών στη λειτουργία των Ευρωπαϊκών θεσμών. Εκμεταλλευόμενη την οικονομική της ισχύ, η Γερμανία μεταθέτει το κέντρο βάρους των αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Γερμανοκρατούμενη Επιτροπή.Ζητά επίσης ευθέως την υποθήκευση της εθνικής κυριαρχίας των χωρών – μελών που περιέρχονται σε ανάγκη εξωτερικού δανεισμού, όχι μόνο, άλλωστε, εξαιτίας των δικών τους (εσωτερικών) προβλημάτων, αλλά λόγω επίσης της διεθνούς κρίσεως και του τρόπου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ιδίως του ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι οι καταγγελίες για δήθεν ξέπλυμα μαύρου χρήματος διερευνήθηκαν από ειδική επιτροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία στην έκθεσή της, τον περασμένο Οκτώβριο, δεν διαπίστωσε κανένα πρόβλημα. Η επαναφορά του θέματος και η επιμονή μάλιστα για τη διεξαγωγή έρευνας από ιδιωτικό οίκο και όχι από θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως είναι, προφανώς, εκ του πονηρού. Επιδιώκει να πλήξει τον ρόλο της Κύπρου ως διεθνούς χρηματο-πιστωτικού κέντρου. Ειδικότερα, έχει ως στόχο τις πολύ σημαντικές Ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο αλλά και γενικότερα τις σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας, που έχουν στρατηγική σημασία για την Κύπρο. 

 

Οι εκβιασμοί για το Μνημόνιο δεν περιορίζονται στο παραπάνω τελεσίγραφο. Εκτείνονται και σ’ αυτό που αποτελεί ένα νέο στρατηγικό όπλο της Κύπρου: τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. 

Σε δηλώσεις του, ο ίδιος Ολλανδός πρόεδρος του Eurogroup έθεσε θέμα υποθηκεύσεως του φυσικού αερίου της Κύπρου και δημιουργίας ειδικού ταμείου, στο οποίο να κατατίθενται τα έσοδα από αυτό, ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου. Σημειώνεται ότι η «τρόικα» είχε δεχθεί, στο προκαταρκτικό έγγραφο συναντιλήψεως με την Κύπρο, την παρακράτηση του ενός τρίτου από τα αναμενόμενα έσοδα του φυσικού αερίου για την αποπληρωμή του δανείου.

Η οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε ξαφνικά η Κύπρος δεν ήταν αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση του απερχομένου Προέδρου εγκατέλειψε τη συνετή οικονομική πολιτική του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου και επεδόθη σε μια αλόγιστη πολιτική δαπανών ενώ η διεθνής κρίση ήταν επί θύραις. Δεν αξιοποίησε επίσης τη σύμφωνη γνώμη των αντιπολιτευομένων κομμάτων για τη λήψη μέτρων εγκαίρως, πριν από την κορύφωση της κρίσεως και την εξάντληση των περιθωρίων ελιγμού.

Διέπραξε, τέλος, τεράστιο σφάλμα εμπιστευόμενη την ιδιωτική εταιρεία Pimco, στην οποία ανέθεσε να αξιολογήσει τις ανάγκες των τραπεζών για την ανακεφαλαιοποίησή τους. Υπό το βάρος του άγχους να αποσείσει τις ευθύνες του για την κατολίσθηση της οικονομίας και να τις επιρρίψει στις τράπεζες, ο απερχόμενος Πρόεδρος, συνεπικουρούμενος από τον νέο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, που τον μετεκάλεσε από πανεπιστήμιο του Λονδίνου, συμφώνησε κατ’ αρχήν με την Pimco να λάβει ως κριτήρια στην έρευνα τις ακραίες αντιλήψεις για τις επισφάλειες των τραπεζών. Αυτό επέτρεψε στην Pimco να εκτοξεύσει τις δανειακές ανάγκες των Κυπριακών τραπεζών από 4,5 δισ. ευρώ που υπολογίζονταν σε πάνω από 10 δισ. ευρώ. Αυτό έχει με τη σειρά του ως συνέπεια την εκτόξευση του χρέους της Κύπρου σε μη βιώσιμο επίπεδο (πάνω από το 120% του ΑΕΠ). 

 

Η έρευνα της Pimco, τηρουμένων των αναλογιών, έπαιξε έναν ρόλο φουσκώματος του ελλείμματος, ανάλογο με εκείνον της ΕΛΣΤΑΤ στην Ελλάδα. Έγιναν προσπάθειες εκ των υστέρων για την αναθεώρηση των στοιχείων, με βάση ορθολογικότερα κριτήρια. Η Pimco όμως επιμένει, όπως επιμένουν και οι χορηγοί των δανείων, που επιδιώκουν τον εκβιασμό της Κύπρου και την επιβολή απαράδεκτων όρων υποθηκεύσεως του φυσικού αερίου και επιβολής του γνωστού στην Ελλάδα προγράμματος ακραίου νεοφιλελευθερισμού και οικονομικού ελέγχου. Η Κύπρος δεν αντιμετωπίζει όμως μόνο την αναπάντεχη οικονομική κρίση. Η κρίση συμπλέκεται εκ των πραγμάτων με το εθνικό θέμα. Η απροκάλυπτα εχθρική στάση του Βερολίνου στο οικονομικό μπορεί να οδηγήσει, σε συνδυασμό με ευρύτερα συμφέροντα και στρατηγικούς σχεδιασμούς, σε σύγκλιση με τον Βρετανικό και τον Αμερικανικό παράγοντα στο πολιτικό επίπεδο και να δημιουργήσει πολύ μεγάλα προβλήματα στην Κύπρο στο υποτιθέμενο προνομιακό γι’ αυτήν διπλωματικό πεδίο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η οικονομική κρίση και η εξάρτηση της διαχειρίσεώς της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέτουν την Κύπρο σε πολύ δύσκολη θέση και μπροστά σε κινδύνους ωμών εκβιασμών, οι οποίοι δεν θα έχουν ως στόχο μόνο τον οικονομικό έλεγχο αλλά και την επιβολή απαράδεκτης «λύσεως», τύπου Σχεδίου Ανάν.

Η συγκυρία αυτή προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στις σημερινές Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο. Από αυτές δεν θα εξαρτηθεί μόνο η εκλογή νέου Προέδρου αλλά και η διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και του μετώπου αντιστάσεως τόσο κατά των εκβιασμών κατά ενός απαράδεκτου Μνημονίου όσο και κατά των πιέσεων και των εκβιασμών για απαράδεκτη δήθεν «λύση».