Γράφει ο Σωτήρης Μητραλέξης

Πέρα από οικονομικές παραμέτρους και την εκπληκτική πολυπλοκότητα της τραπεζικής πλευράς της κυπριακής κρίσης, εδώ έλαβε χώρα και ένα απολύτως πρωτόγονο μπρά-ντε-φερ δυνάμεως, αντοχής στην επιβολή της θέλησης. Κρυφτό, τρομοκρατία, νταηλίκι, εκβιασμοί, όλα είναι μέσα στο παιχνίδι της «διάσωσης».

Ο «θρίαμβος της θέλησης» υπερνικά: είναι προφανές πλέον σε όλους ότι κυρίως η Γερμανία (μα και το σύνολο των εταίρων σε συμπαιγνία) δεν κρίνει και λειτουργεί με μόνο γνώμονα το συμφέρον την Ένωσης ή έστω της Γερμανίας, αλλά και με την εντελώς ξεροκέφαλη και αποκλειστικά βουλησιοκρατική προτεραιότητα να «περάσει το δικό της»: ακόμα κι αν υφίστανται λύσεις, ακόμα κι αν άλλοι δρόμοι θα ήταν σαφώς λιγώτερο επώδυνοι για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, το ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η ορθότητα και η σοφία της γερμανικής στάσης συνιστά Ύβρη, που πρέπει να ακολουθηθεί από Τίση και Νέμεση.

Αν το κυπριακό «όχι» οδηγοὐσε σε κάποιου είδους καλύτερη λύση, τότε η Ελλάδα και του Μνημονίου αλλά και οι οσονούπω Μεσόγειοι του Μνημονίου δεν θα είχαν απολύτως κανέναν λόγο να ψηφίζουν διαρκώς «ναι». Και αυτό δεν διαλανθάνει της προσοχής των φίλων, των συμμάχων, των εταίρων. Γνωρίζουν καλά ότι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί η όποια ισορροπία υφίσταται σήμερα στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων της κρίσης είναι ο εξής διττός: είτε να εκμηδενιστούν οι αρνούμενοι την τευτονική σοφία -οι καταψηφίσαντες την αυτοχειρία- με το να αφεθούν στο έλεος της οικονομικής εντροπίας και να κατασπαραχθούν, να ισοπεδωθούν «προς παραδειγματισμόν», είτε να συνετισθούν εγκαίρως και να προχωρήσουν σε εξευτελιστική υπερψήφιση ακριβώς όσων καταψήφισαν μόλις προχθές.

Η Κύπρος δεν είναι too big to fail, καταπώς φαίνεται. Δεν θα μας έκανε εντύπωση αν μαθαίναμε πως οι εταίροι της ευρωπαϊκής μας εταιρείας, του εταιρισμού μας επί κοινώ συμφέροντι (τα «ευρωπαϊκά οράματα» και θάματα ήταν last year) αξιολογούν ως σημαντικότερη την επικοινωνιακή εξαγωγή της κυπριακής κρίσης στις χώρες της Ευρώπης από την κυπριακή κρίση και την ενδεχόμενη πτώχευση καθ’ εαυτήν. Τι «παράδειγμα θα δώσει». Και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις για το πρώτο «όχι» στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν την σκέψη.

Ήταν τέτοια η ψυχολογική ανάγκη στον ελλαδικό και γενικώτερα στον ελληνικό χώρο να ακουστεί ένα «όχι» στις μινωταύρειες λύσεις των εταίρων, και ευλόγως, που η ανακούφιση και οι πάνδημοι πανηγυρισμοί για την καταψήφιση προηγήθηκαν κάθε ζυγισμένης σκέψης για το ζήτημα και κυρίως για τα επακόλουθά του. Τάχιστα απεδείχθησαν τελείως ανεδαφικές οι πάγιες ελληνικές ελπίδες για τον θείο από την Μόσχα ή το Πεκίνο που θα ανοίξει το πορτοφόλι του και θα βάλει το χέρι του σε βάθος δυσθεώρητον ανθρωπίνοις λογισμοίς, βγάζοντας το εκάστοτε από τα δύο κράτη του ελληνικού έθνους από το αδιέξοδο. Ο δε περίφημος «Νότος» τήρησε σιγήν ιχθύος, με προεξάρχουσα την πλήρως αόρατη Γαλλία. Το πνεύμα στην Ευρώπη ήταν και είναι ξεκάθαρο: κάθε εναλλακτική έπρεπε –και πρέπει- να μην τελεσφορήσει. Το Βερολίνο εκπέμπει με σαφήνεια: δεν νοείται να διαφανεί πως υπάρχει ενδεχόμενο διεξόδου μετά την καταψήφιση των εκάστοτε προτεινομένων.

Στο δίλημμα «πλήρης (αυτο)καταστροφή για παραδειγματισμό ή πλήρης εξευτελισμός δια της παλινωδίας», οι Έλληνες Κύπριοι επέλεξαν συνειδητά το δεύτερο. Όμως στην Ελλάδα δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι, ακόμα πανηγυρίζουμε το «όχι» (και το συγκρίνουμε άσεμνα με το πραγματικά ιστορικό όχι στο σχέδιο Ανάν), επιχειρηματολογούμε ότι δήθεν το Eurogroup δέχθηκε επαναδιαπραγμάτευση των όρων τους άνευ όρων, ενώ στην πραγματικότητα οι Κύπριοι πολιτικοί δέχθηκαν επαναδιαπραγμάτευση της ψήφου τους…

Το ερώτημα, πέρα από την έκβαση της ίδιας της κυπριακής κρίσης, είναι: πώς θα επιδράσει τελικά όλη αυτή η ιστορία στην Ελλάδα, τώρα που η κυπριακή καταψήφιση μετετράπη σε… υπερψήφιση κατόπιν δεύτερων σκέψεων; Ως ψυχρολουσία μνημονιακού μονοδρόμου; Ή ως καίρια ρωγμή, ασχέτως της έκβασης; Διότι το αίσθημα άφευκτης νομοτέλειας, ατελεσφορίας της διαφωνίας, αντίδρασης ή αντίστασης, μπορεί και να έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα – ειδικά σε λαούς «ατίθασους», τραγικούς και με μακρά αντιστασιακή παράδοση. Και πώς νοείται να προσληφθούν τα γεγονότα ανεξαρτήτως της τελικής τους έκβασης, όταν αποδεικνύεται ότι ενδεχομένως αυτή δεν οδηγεί πουθενά – ή ότι δεν την αφήνουν και δεν θα την αφήσουν οι φίλοι, εταίροι και σύμμαχοι να οδηγήσει πουθενά, ποτέ και σε καμμία περίπτωση;

Το δράμα είναι σε πλήρη εξέλιξη, και δεν έχουμε ιδέα αν βρισκόμαστε στην αρχή ή στο τέλος του – αναμένουμε. Όσο όμως η Γερμανία μοιράζει Τίση και Νέμεση από ’δω κι από κει, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πότε θα εισπράξει την δική της, και κυρίως από ποιούς.