Γράφει ο Akenaton

 

Ανέκαθεν μου έκανε τρομερή εντύπωση η ιδιοτέλεια και η ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν κάποιοι στην Ελλάδα την συμμετοχή της χώρας αρχικά στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ζώνη του Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Άμεση συνεπαγωγή αυτής της αντιμετώπισης είναι και η εντυπωσιακή «ποικιλία» ορισμών και περιεχομένου που διατηρούμε ως λαός στο θυμικό μας για αυτό που όλοι μας ονομάζουμε Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Εκτός από το ΚΚΕ, που έχει συγκεκριμένη και διαρκώς αρνητική γνώμη περί της συμμετοχής της χώρας σε αυτή την Ένωση, οι άλλες πολιτικές δυνάμεις με τον ένα ή τον άλλον τρόπο λένε πως είναι υπέρμαχες της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Η κάθε μία όμως από αυτές, εννοεί μιαν εντελώς διαφορετική πορεία σε μιαν εντελώς διαφορετική Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναλόγως δε με το ιδεολογικό και φαντασιακό υπόβαθρο των διαφόρων «συνιστωσών» και ιδεολογικών «ρευμάτων» των διαφόρων κομμάτων, η ποικιλία των φανταστικών «Ευρωπαϊκών Ενώσεων» που υπάρχει στο «πανέρι» της ελληνικής πολιτικής σκηνής, υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των υπαρχόντων κομμάτων!

Εκτός της «αλά καρτ» πρόσληψης της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών – πολιτικολογούντων – πολιτών θεωρούν εαυτούς κατά κάποιον τρόπο «φιλοευρωπαϊστές»), τώρα με την κρίση, μας προέκυψε και η κατά το δοκούν και το κέφι του καθενός πρόσληψη της δυνατότητας αποχώρησης της Ελλάδας, είτε από την Ευρωζώνη είτε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξ’ ου και οι πολλές τελευταίως εν ψυχρώ ή εν θερμώ συζητήσεις, τόσο στο διαδίκτυο όσο και αλλαχού, για έξοδο της χώρας από μια Ευρώπη που πλέον δεν πληροί (sic) τις προϋποθέσεις και τις επιταγές των «μεγάλων πολιτικών και οραματιστών» (sic2) που συνέλαβαν την αρχική ιδέα της δημιουργίας της. Φυσικά, η εκτίμηση του αν πληροί ή όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση οτιδήποτε, πόρρω απέχει από την απόφαση για ηρωική έξοδο της χώρας από αυτήν. Μια απόφαση που θα πρέπει να στηριχθεί απολύτως και αξιολογικώς στα εθνικά συμφέροντα, στην δεδομένη οικονομικο-πολιτική συγκυρία και στην γεωστρατηγική εκτίμηση του μέλλοντος της χώρας μέσα σε αυτές τις διεθνείς συνθήκες.

Ακόμη και παραβλέποντας το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη «πάρει πορεία» μέσω της συνθήκης της Λισαβόνας προς την (κατά ένα μέρος τουλάχιστον) πολιτική  ένωση των κρατών που την απαρτίζουν, αντιλαμβάνεται κανείς πως αποκλειστικό κριτήριο παραμονής ή όχι της χώρας στην ΕΕ τούτη την ώρα, δεν μπορεί να είναι οι ιδεολογικές, ψυχολογικές ή «εθνικοπατριωτικές» συγκυριακές αντιρρήσεις ενός τμήματος της χειμαζόμενης οικονομικά κοινωνίας (έστω και αν αυτό μεγαλώσει περιστασιακά στο άμεσο μέλλον). Κύριο κριτήριο για μια τέτοια καθοριστική απόφαση, δεν μπορεί παρά να είναι το Εθνικό Συμφέρον της χώρας, και αν αυτό μπορεί ή όχι μακροπρόθεσμα και σταθερά να εκπροσωπηθεί καλύτερα μέσα από την Ένωση των ευρωπαϊκών κρατών ή μέσα από μια μονήρη εθνική πορεία. Εκεί βρίσκεται το δίλημμα και είναι ξεκάθαρο: εντός της Ευρωπαϊκής Οικογένειας ή μόνοι μας;

Όσοι προσπαθούν φιλότιμα να «διαβαθμίσουν» τον βαθμό της οικογενειακής αλληλεγγύης, στην βάση των οικονομικών «διευκολύνσεων» που ζητούν από τους ευρωπαίους «συγγενείς» τους, βλέπουν τα πράγματα με άκρατη ιδιοτέλεια. Όσοι από την άλλη, επιχειρούν να θέσουν «κόκκινες γραμμές» στον βαθμό ενοποίησης που είναι διατεθειμένοι να «ανεχτούν» ώστε να εξακολουθήσουν να είναι θιασώτες της ευρωπαϊκής ιδέας, λογαριάζουν απλώς όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς τον ξενοδόχο. Και ξενοδόχος εν προκειμένω είναι το σύνολο των λαών της Ευρώπης που μετέχουν στο εγχείρημα και θα αποφασίσουν για το μέλλον αυτής της κοινής πορείας. Είναι άλλο να λες πως θα επιχειρήσω να επηρεάσω εκ των έσω και δημοκρατικά αυτή την διαδικασία και αυτή την πορεία ενοποίησης και άλλο να θέτεις εκ των προτέρων προϋποθέσεις βαθμίδωσής της κατά τα γούστα σου, αλλιώς δεν θα συμμετάσχεις.

Αυτό που διαχωρίζει συνεπώς έναν αληθινό ευρωπαϊστή από έναν απρόθυμο «συνοδοιπόρο» της ευρωπαϊκής ιδέας, είναι ότι ο πρώτος έχει ένα όραμα για την χώρα και μια κατεύθυνση προς την οποία θεωρεί πως την συμφέρει να κινηθεί στις παρούσες περιστάσεις, ενώ ο δεύτερος όχι. Και κατά περίπτωση, είτε έχει κατά βάθος άλλο, πολύ διαφορετικό όραμα, και άρα παρουσιάζεται ως πολιτικός Ιανός (περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ) είτε ΔΕΝ διαθέτει κανένα τέτοιο όραμα, ούτε έχει κατασταλαγμένη άποψη για την πορεία της χώρας στο μέλλον (πράγμα που δεν είναι κακό αφ’ εαυτού) και απλώς ακολουθεί τον συρμό, αμφίθυμος και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σαλπίσει άτακτη υποχώρηση ή στροφή πορείας προς άλλη κατεύθυνση, χρησιμοποιώντας δικαιολογίες της στιγμής, ακολουθώντας συναισθηματικές εξάρσεις ή πατριωτικές – επαναστατικές φωνές του υποσυνειδήτου του.

Η συμμετοχή σε τούτο το εγχείρημα λοιπόν, δεν είναι «αλά καρτ» για όσους πραγματικά υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή ιδέα. Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, δεν είναι ούτε δόγμα, ούτε θρησκεία, ούτε ιδεολογικός ψυχαναγκασμός. Είναι μια ψύχραιμη πολιτική – στρατηγική απόφαση που οι λαοί της Ευρώπης μέχρι τώρα έχουν πάρει και θα συνεχίσουν να παίρνουν (ή όχι) με βάση αυτό που εννοούν ως συμφέρον για τους ίδιους και για τους «συμπατριώτες» τους ευρωπαίους. Και εμείς στην χώρα μας, εξακολουθούμε πιθανότατα ως λαός και κοινωνία να επιθυμούμε να μετέχουμε σε αυτό το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ανεξάρτητα αν έχει «ραγίσει το γυαλί», όπως παραδέχονται ακόμη και οι πιο φανατικοί θιασώτες αυτής της πορείας. Αν είναι να «σπάσει το γυαλί» θα σπάσει μόνο του και δεν θα είναι αποκλειστικά για την χώρα μας. Ένα ραγισμένο παρμπρίζ επισκευάζεται, ένα σπασμένο όχι! Ακόμη και ένα ραγισμένο παρμπρίζ όμως, σε προφυλάγει από την βροχή και το κρύο. Ένα σπασμένο πρέπει αμέσως να αντικατασταθεί. Και γνώμη μου είναι πως δεν έχει ακόμη βρεθεί το κατάλληλο παρμπρίζ ώστε να αντικαταστήσουμε έστω αυτό που (παρά το ότι πολλοί το θεωρούμε ραγισμένο), μας επιτρέπει ακόμη να βρισκόμαστε «καθ’ οδό» και να πηγαίνουμε κάπου. Επειδή αν κατά λάθος «σταματήσουμε», η καταστροφή θα είναι τέτοια, που δύσκολα μπορεί να την αντιληφθεί η παρούσα καλοαναθρεμμένη ελληνική κοινωνία με τα γαλλικά (δανεικά) και το πιάνο (τα πιάνω).