Σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο (IIF), το οποίο αντιπροσωπεύει το παγκόσμιο οικονομικό κατεστημένο, «η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην Κύπρο όπου καταθέτες και πιστωτές συμβάλλουν στη διάσωση τραπεζών αποτελεί πιθανώς μοντέλο για την αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων αλλού στην Ευρώπη.»

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ακόμα και πριν από την επίθεση στην Κύπρο, η κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων προβλέπεται στη νομολογία αρκετών χωρών. Επιπλέον, οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες που προκάλεσαν την τραπεζική κρίση στην Κύπρο, είναι και οι αρχιτέκτονες των κοινωνικά καταστροφικών μέτρων λιτότητας που επιβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βόρεια Αμερική.

Αυτό που διακυβεύεται είναι μια διαδικασία «οικονομικής εκκαθάρισης» σύμφωνα με την οποία οι too big to fail τράπεζες σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική (π.χ. Citi, JPMorgan Chase, Goldman Sachs, κ.ά.) εκτοπίζουν και καταστρέφουν μικρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με σκοπό να τελικά να αναλάβουν ολόκληρο το τραπεζικό τοπίο. Ο σκοπός των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών φορέων είναι να διώξει τους ανταγωνιστές, με σκοπό την ενοποίηση και τη συγκέντρωση της τραπεζικής εξουσίας ώστε να ασκεί επιτακτικά τον έλεγχο επί της πραγματικής οικονομίας, των θεσμικών οργάνων της κυβέρνησης και του στρατού.

Η υποκείμενη τάση σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο είναι προς τη συγκέντρωση της τραπεζικής εξουσίας, πράγμα που οδηγεί σε δραματική πτώση την πραγματική οικονομία.

Η συμμετοχή των καταθετών, τα λεγόμενα bail-ins, έχουν προβλεφθεί σε πολλές χώρες. Αυτό σημαίνει ότι χρήματα από τραπεζικούς λογαριασμούς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις μιας χρεοκοπημένης τράπεζας. Σε αντάλλαγμα, οι κάτοχοι των τραπεζικών καταθέσεων θα γίνουν μέτοχοι σε ένα αποτυχημένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Αυτό που εξετάζεται είναι η εφαρμογή μιας επιλεκτικής διαδικασίας κατάσχεσης των τραπεζικών καταθέσεων, με σκοπό την αποπληρωμή χρέους, και, επίσης, να προκαλείται η κατάρρευση των αδύναμων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η πιο ειλικρινής δήλωση σχετικά με την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ως μέσο για την σωτηρία των τραπεζών έχει διατυπωθεί σε ένα έγγραφο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την καναδική κυβέρνηση με τίτλο «Θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και μακροπρόθεσμη ευημερία: Σχέδιο Οικονομικής Δράσης 2013». Υποβλήθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων του Καναδά από τον Υπουργό των Οικονομικών Jim Flaherty στις 21 Μαρτίου, στο πλαίσιο της λεγόμενης πρότασης  προ-προϋπολογισμού.  Σύμφωνα με την καναδική «Διαχείριση Κινδύνου»:

Η κυβέρνηση προτίθεται να εφαρμόσει καθεστώς «bail-in» για συστημικά σημαντικές τράπεζες. Αυτό το καθεστώς θα πρέπει να σχεδιαστεί για να εξασφαλίσει ότι, στην απίθανη περίπτωση που μια συστημικά σημαντική τράπεζα μειώσει τα κεφάλαιά της, η τράπεζα μπορεί επέστρεψει στην βιωσιμότητα μέσω της πολύ γρήγορης μετατροπής ορισμένων τραπεζικών υποχρεώσεων σε εποπτικά κεφάλαια. Αυτό θα μειώσει τους κινδύνους για φορολογούμενους.

Αυτό σημαίνει είναι ότι εάν μία ή περισσότερες τράπεζες (ή πιστωτικά ιδρύματα) ήταν υποχρεωμένες να «καταστρέψουν συστηματικά τα κεφάλαιά τους» για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πιστωτών τους, οι τράπεζες θα πρέπει να τα ανακτήσουν μέσω «της μετατροπής ορισμένων τραπεζικών υποχρεώσεων σε εποπτικά κεφάλαια.

Οι «ορισμένες τραπεζικές υποχρεώσεις» αναφέρονται (στην τεχνική ορολογία) στα χρήματα που οφείλουν στους πελάτες τους, δηλαδή καταθέτες τους, των οποίων οι τραπεζικοί λογαριασμοί θα κατάσχονται σε αντάλλαγμα για μετοχές σε μια αποτυχημένη τράπεζα.

«Αυτό θα μειώσει τους κινδύνους για τους φορολογούμενους» είναι μια παράλογη κατάσταση. Αυτό σημαίνει πραγματικά ότι η κυβέρνηση δεν θα παρέχει χρηματοδότηση για την αποζημίωση των καταθετών που έχουν πέσει θύματα ενός αποτυχημένου τραπεζικού ιδρύματος, ούτε θα διασώσει το ίδρυμα υπό κατάρρευση. Αντ 'αυτού οι καταθέτες θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις αποταμιεύσεις τους.

Το Σχέδιο Οικονομικής Δράσης του Καναδά το 2013 αναγνωρίζει ότι το προτεινόμενο πλαίσιο είναι συνεπές με τις μεταρρυθμίσεις σε άλλες χώρες και τα βασικά διεθνή πρότυπα. Συγκεκριμένα, το προτεινόμενο σχήμα κατάσχεσης τραπεζικών καταθέσεων, όπως περιγράφεται στο έγγραφο της καναδικής κυβέρνησης είναι σύμφωνο με ότι προβλέπεται στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το μοντέλο αποτελεί θέμα συζήτησης (κεκλεισμένων των θυρών) σε διάφορα διεθνή κέντρα ανάμεσε σε διοικητές κεντρικών τραπεζών και υπουργών Οικονομικών.

Ο ρυθμιστικός οργανισμός που εμπλέκεται σε αυτές τις πολυμερείς διαβουλεύσεις είναι το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) που βασίζεται στη Βασιλεία, Ελβετία και φιλοξενείται από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Το FSB βρίσκεται υπό την προεδρία του διοικητή της Τράπεζας του Καναδά, Mark Carney, ο οποίος διορίστηκε πρόσφατα από τη βρετανική κυβέρνηση για να ηγηθεί της Τράπεζας της Αγγλίας από τον Ιούνιο του 2013.

Ο Mark Carney, ως Διοικητής της Τράπεζας του Καναδά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των διατάξεων bail-in για τις τράπεζες του Καναδά. Πριν από την καριέρα του σε κεντρικές τράπεζες, ήταν ανώτερο διευθυντικό στέλεχος της Goldman Sachs, η οποία έχει παίξει πολύ σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο στην υλοποίηση των διάσωσεων των τραπεζών και των μέτρων λιτότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η εντολή του FSB θα είναι να συντονίζει τις διαδικασέις διάσωσης, σε συνεργασία με τις εθνικές οικονομικές αρχές και διεθνείς οργανισμούς καθορισμού προτύπων, που περιλαμβάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι διαδικασίες κατάσχεσης των καταθέσεων που εξετάζονταστο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τον Καναδά ι είναι εκπληκτικά όμοιες.

Οι διασώσεις είναι «πακέτα διάσωσης» σύμφωνα με τα οποία η κυβέρνηση διαθέτει ένα σημαντικό μέρος των εσόδων του κράτους υπέρ των αποτυχημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα χρήματα διοχετεύονται από τα ταμεία του κράτους σε ομίλους τραπεζών.

Στις ΗΠΑ την περίοδο 2008-2009, συνολικά $1,45 τρισ  διοχετεύθηκαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Wall Street τα ως μέρος των πακέτων διάσωσης Μπους και Ομπάμα. Οι διασώσεις θεωρήθηκαν ως de facto κατηγορία κρατικών δαπανών. Είναι άρα υποχρεωτική η εφαρμογή των μέτρων λιτότητας; Μαζί με μαζικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, οι διασώσεις χρηματοδοτήθηκαν μέσω δραστικών περικοπών σε κοινωνικά προγράμματα όπως το Medicare, Medicaid και Κοινωνικής Ασφάλισης στις ΗΠΑ.

Σε αντίθεση με τις κρατικές διασώσεις, που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο, τα bail-in απαιτεί την ενδοτραπεζική κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων και υλοποιούνται χωρίς τη χρήση δημόσιων πόρων. Ο ρυθμιστικός μηχανισμός υποδεικνύεται από την κεντρική τράπεζα.

Στην αρχή της πρώτης θητείας του Ομπάμα τον Ιανουάριο του 2009, ανακοινώθηκε η διάθεση 750 δισ. δολαρίων για τη διάσωση των τραπεζών που προστέθηκε στα 700 δις διάσωσης που είχε διαθέσει η απερχόμενη κυβέρνηση Μπους στο πλαίσιο του Προγράμματος Ανακούφισης Προβληματικών Περιουσιακών Στοιχείων (TARP ).

Το σύνολο και των δύο προγραμμάτων ήταν ένα συγκλονιστικό 1,45 τρις. δολάρια που θα χρηματοδοτηθούν από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. (Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το πραγματικό ποσό της οικονομικής βοήθειας προς τις τράπεζες θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από 1,45 τρισ δολάρια. Εκτός από αυτό το ποσό, οι αμυντικές δαπάνες του Ομπάμα έφτασαν το συγκλονιστικό ποσό των 739 δις.το 2010. Δηλαδή οι διασώσεις τραπέζων μαζί με τις αμυντικές δαπάνες ανέρχονται στο σύνολο των ομοσπονδιακών εσόδων που ανήλθαν σε 2.381 δις. δολάρια το 2010.

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η διάσωση των τραπεζών δεν είναι πλέον λειτουργική. Κατά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ομπάμα, τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια. Τα μέτρα λιτότητας είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. Τώρα πλέον μελετάται το bail-in αντί τη «διάσωση τραπεζών».  Τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα δεν θα είναι ο κύριος στόχος. Ο στόχος είναι κυρίως τα ανώτερα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα τα οποία έχουν σημαντικές τραπεζικές καταθέσεις. Ο δεύτερος στόχος θα είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Αυτή η μετάβαση είναι μέρος της εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και το αδιέξοδο που διέπει την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας.  Ακόμη και αν τα bail-ins ρυθμίζονται και εφαρμόζονται επιλεκτικά σε έναν περιορισμένο αριθμό μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η ανακοίνωση ενός προγράμματος δήμευσης καταθέσεων θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια γενικευμένο πανικό στον τραπεζικό τομέρα. Σε αυτό το πλαίσιο, κανέαν τραπεζικό ίδρυμα δε θα πρέπει να θεωρηθεί ασφαλές.

Η εφαρμογή της δήμευσης καταθέσεων (ακόμη και όταν εφαρμόζοντται τοπικά ή επιλεκτικά) θα δημιουργούσε οικονομική καταστροφή. Θα διακόψει τη διαδικασία πληρωμών. Οι μισθοί δεν θα μπορούν πλέον να καταβληθούν. Η αγοραστική δύναμη θα κατέρρεε. Χρήματα για επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό δεν θα παρέχονται πλέον. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα οδηγούνταιν σε πτώχευση. Η εφαρμογή bail-In σε ΕΕ ή Βόρεια Αμερική θα ξεκινήσει μια νέα φάση στην παγκόσμια οικονομική κρίση, με την εμβάθυνση της οικονομικής ύφεσης, μεγαλύτερη συγκέντρωση τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα, αυξημένη συγκέντρωση της εταιρικής δύναμης στην πραγματική οικονομία εις βάρος περιφερειακών και τοπικών επιχειρήσεων.

Με τη σειρά του, ένα ολόκληρο παγκόσμιο τραπεζικό δίκτυο που χαρακτηρίζεται από ηλεκτρονικές συναλλαγές (που διέπουν καταθέσεις, αναλήψεις, κλπ), για να μην αναφέρουμε χρηματικές συναλλαγές στο χρηματιστήριο, θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει αντικείμενο σημαντικών διαταραχών συστημικού χαρακτήρα. Οι κοινωνικές συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Η πραγματική οικονομία θα σημειώσει κατακόρυφη πτώση, ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του συστήματος πληρωμών.

Οι πιθανές διαταραχές στη λειτουργία ενός ολοκληρωμένου παγκόσμιου νομισματικού συστήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανανεωμένη παγκόσμια οικονομική κρίση, καθώς και μια πτώση στο διεθνές εμπόριο.

Είναι σημαντικό οι πολίτες σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Βόρεια Αμερική, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, να λάβουν δυναμικά μέτρα κατά των μηχανισμών των κυβερνήσεων τους που ενεργούν για λογαριασμό των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων ώστε να εφαρμόσουν μια επιλεκτική διαδικασία κατάσχεσης των τραπεζικών καταθέσεων.

πηγή