Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΛΛΙΣ
Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων επανήλθε στο προσκήνιο με την κατάθεση νέας, συνολικής πρότασης από τον Μάθιου Νίμιτς. Δεν έχω πλήρη εικόνα όλων των πτυχών της πρότασης, αλλά σε ό,τι αφορά την πιο σημαντική, που δεν είναι άλλη από την ίδια την ονομασία, η επιλογή είναι ατυχής. Παρότι η ονομασία περιλαμβάνει γεωγραφικό προσδιορισμό (πιθανώς το Ανω), ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται, εμφανίζεται να περιγράφει τον πολιτειακό όρο «Δημοκρατία» και όχι το «Μακεδονία», με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος να απαλειφθεί στην πράξη.
Η Ελλάδα ζητεί, και η κοινή λογική υπαγορεύει, να υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά το όνομα, όχι το πολίτευμα. Το πού ακριβώς τοποθετείται ο γεωγραφικός προσδιορισμός στην ονομασία δεν είναι «δευτερευούσης σημασίας ζήτημα της αγγλικής γραμματικής». Είναι λυπηρό πώς χάθηκε η ευκαιρία που, όντως, προσφέρει η ονομασία «Δημοκρατία της Ανω Μακεδονίας», η οποία καταδεικνύει τη γεωγραφική διαφοροποίηση, και θα μπορούσε να αποτελέσει τη «χρυσή τομή».
Είναι προφανές πως η ανεύρεση ενός κοινά αποδεκτού ονόματος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το έχω διαπιστώσει σε βάθος έχοντας παρακολουθήσει από κοντά το Σκοπιανό από το 1991, και έχοντας καλύψει τις προσπάθειες του Μάθιου Νίμιτς, ο οποίος ασχολείται με το θέμα από το 1993, αρχικά ως εκπρόσωπος των ΗΠΑ υπό τον μεσολαβητή του ΟΗΕ, Σάιρους Βανς, και στη συνέχεια ως μεσολαβητής των Ην. Εθνών ο ίδιος.
Στη διάρκεια των δύο αυτών δεκαετιών είχα πολλές φορές την ευκαιρία να συζητήσω με τον κ. Νίμιτς, στα δικηγορικά του γραφεία, στο Μανχάταν και στο Κονέκτικατ, αλλά και στην Ουάσιγκτον, όπως και στην Αθήνα. Σε φάσεις που υπήρχαν εξελίξεις στο θέμα οι κουβέντες ήταν πιο δημοσιογραφικές, σε άλλες, πιο «ήρεμες» περιόδους, ήταν περισσότερο ακαδημαϊκές. Είναι θετικό ότι το προχωρημένο της ηλικίας του, αλλά και κάποιες περιπέτειες με την υγεία του, δεν τον αποθάρρυναν.
Παρά τις συνεχείς απορρίψεις, επιμένει να προσφέρει τις υπηρεσίες του, και ελπίζει κάποια μέρα να βρει τη «χρυσή τομή» που, όμως, δεν μπορεί να είναι αυτή η συγκεκριμένη μορφή ονομασίας.
Αναμφίβολα το έργο του είναι δύσκολο. Σχοινοβατεί ανάμεσα σε προεκλογικές περιόδους ή φάσεις πολιτικής αστάθειας της μιας και της άλλης χώρας, ενώ ενίοτε γίνεται και αποδέκτης πιέσεων από τους «ισχυρούς» του πλανήτη με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του 2008 όταν η Κοντολίζα Ράις απαιτούσε να κλείσει το θέμα με συνοπτικές διαδικασίες. «Για χρόνια δεν ασχολείται κανείς μαζί σου, και ξαφνικά η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρχίζει να σου τηλεφωνεί και να σου ζητάει να βρεις άμεσα λύση» μου είχε πει λίγες εβδομάδες πριν από τη δραματική σύνοδο του Βουκουρεστίου, το 2008.
Εχοντας, λοιπόν, σωρεύσει τόσο μεγάλη εμπειρία και γνώση γύρω από πρόσωπα και πράγματα, ο κ. Νίμιτς πρέπει να κατανοεί ότι θα ήταν λάθος, και δεν θα αποδώσει, μια ενδεχόμενη απόπειρα εκμετάλλευσης, σε συντονισμό με την Κομισιόν, της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Από την άλλη, παρά τους λεονταρισμούς του κ. Γκρούεφσκι, ο συμβιβασμός δεν θα έχει για αυτόν υπερβολικό πολιτικό κόστος από τη στιγμή που και η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ θα έχει να παρουσιάσει στον λαό του το μείζον πλεονέκτημα που θα απορρέει από τον συμβιβασμό: την πολυπόθητη ένταξη στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, ο όποιος συμβιβασμός σημαίνει ότι ο κ. Σαμαράς και η κυβέρνησή του θα κληθούν να υπεραμυνθούν μιας λύσης που ναι μεν είναι ανάγκη να υπάρξει, αλλά δεν θα αποφέρει άμεσα απτά οφέλη στη χώρα. Επιπροσθέτως, στη σημερινή λεπτή συγκυρία δημοσκοπικής ανόδου της εθνικιστικής Χρυσής Αυγής, ατυχείς διπλωματικές κινήσεις των δυτικών ρίχνουν «λάδι στη φωτιά» και θα έχουν συνέπειες που δεν θα περιοριστούν στα σύνορα της Ελλάδας.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να αποτιμήσουν τα δεδομένα τόσο ο Μάθιου Νίμιτς όσο και η Κομισιόν.