Θα ήθελα πριν απ' όλα να ευχαριστήσω θερμά το Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' και τον Πρόεδρο του κ. Φυλακτού, την Οργανωτική Επιτροπή της Ημερίδος για τα εκατό χρόνια από την γέννηση του Εθνάρχου και, τέλος, προσωπικά τον φίλο Μιχάλη Κολοκασίδη ο οποίος είχε την καλωσύνη να μου διαβιβάσει την πρόταση και την πρόσκληση συμμετοχής μου στην σημερινή εκδήλωση που, πέραν του άκρως τιμητικού για μένα χαρακτήρος της, μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθώ και πάλι την Κύπρο με την οποία με συνδέουν άρρηκτοι δεσμοί μετά την ενδεκάχρονη συνολικά υπηρεσιακή παραμονή μου στην φίλτατη Μεγαλόνησο.

Ομολογώ ότι όταν μου προτάθηκε το θέμα της ομιλίας μου και, ακόμα περισσότερο, όταν στη συνέχεια μου κοινοποιήθηκαν οι διοργανωτικές ρυθμίσεις και λεπτομέρειες της Ημερίδος και, συγκεκριμένα, των κατ' ανάγκη περιορισμένων χρονικών πλαισίων στην διάθεση μου, με κατέλαβε βαθειά ανησυχία κατά πόσο θα μπορούσα να ανταποκριθώ υπεύθυνα στις απαιτήσεις μιας έστω και στοιχειωδώς εμπεριστατωμένης αναπτύξεως ενός τόσο σημαντικού θέματος. Των σχέσεων δηλαδή Μακαρίου και Ελλαδικών-προτιμώ αυτόν τον όρο αντί Ελληνικών- Κυβερνήσεων οι οποίες σφράγισαν καθοριστικά την ιστορική πορεία και μοίρα του Ελληνισμού γενικώτερα αλλά, κυριώτατα, του πολύπαθου αυτού τμήματος του.

Μη διαθέτοντας ουσιαστικές προσωπικές εμπειρίες, μιας και ως απλός Σύμβουλος της Πρεσβείας Λευκωσίας κατά την διετία 1975-1977 είχα εκ των πραγμάτων περιορισμένη άμεση υπηρεσιακή επαφή και συνεργασία με τον Εθνάρχη, – όταν επέστρεψα ως Πρέσβυς το 1979 ο Αρχιεπίσκοπος είχε δυστυχώς εκδημήσει- άρχισα, να ταξινομώ τις όποιες εν προκειμένω γνώσεις μου και όσες σχετικές πληροφορίες, είχα συγκεντρώσει κατά την μέχρι τότε επαγγελματική διαδρομή μου. Και, κυρίως, προσπάθησα να διερευνήσω το πράγματι πλούσιο σχετικό υλικό εγγράφων, σημειωμάτων και επιστολών,  τυπικά απόρρητο σε ογκώδεις φακέλλους  αλλά δημοσιευμένο, εν τούτοις, σε εκτενή βιβλιογραφία, προς αναζήτηση και διακρίβωση μιας, ακόμα και κατά προσέγγιση, αντικειμενικής αλήθειας. Γρήγορα, όμως, αναθάρρησα διαπιστώνωντας ότι η όλη προσπάθεια ήταν μάλλον άσκοπη, εφόσον η αλήθεια αυτή δεν απαιτούσε τελικά ούτε μακρόχρονη και ενδελεχή έρευνα ούτε πολύωρη ανάλυση για να διατυπωθεί, πράγμα που φοβούμαι θα απογοητεύσει όσους, ενδεχομένως, προσδοκούσαν αποκάλυψη αγνώστων και μυστικών πτυχών του όλου θέματος. Και αυτό γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψισθεί σε μία απλή, υπεραπλουστευμένη, ίσως, αλλά τραγικά αληθινή, κατά την γνώμη μου, φράση που αποδίδει , ανάγλυφα την ιστορική πραγματικότητα: τίποτα δηλαδή περισσότερο από την απερίφραστη παραδοχή ότι οι σχέσεις Μακαρίου και Ελλαδικών Κυβερνήσεων, κάθε ιδεολογικού, κομματικού ή και πολιτειακού σχήματος,  υπήρξαν εγγενώς και αδιαλείπτως προβληματικές, από τουλάχιστον ψυχρές έως έντονα συγκρουσιακές με καταστροφικές, φυσικά, συνέπειες.          

Βεβαίως η διάγνωση αυτή δεν θα αρκούσε, από μόνη της, για να στοιχειωθεί η αντικειμενική αλήθεια αφού άμεσα προβάλλει και το αυτονόητο συνακόλουθο ερώτημα περί του ποσοστού ευθύνης των δύο πρωταγωνιστών στην διαχρονική διαμόρφωση και εμπέδωση των αρνητικών αυτών σχέσεων. Εδώ η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη γιατί αναπόφευκτα συνδέεται με τα εκάστοτε επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν κατά περίπτωση και περίσταση την εκατέρωθεν στάση και συμπεριφορά των δύο πλευρών. Κατά συνέπεια μόνο με συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει της εκατέρωθεν ευθύνες Αθηνών και Λευκωσίας. Σπεύδω, ωστόσο, να υπογραμμίσω ότι η οποιαδήποτε στάθμιση των εκάστοτε δεδομένων και το οιοδήποτε συμπέρασμα εξαχθεί, ακόμα και σε περίπτωση ισόρροπου τυχόν καταμερισμού των ευθυνών, δεν αίρει, καθ'οιονδήποτε τρόπο, την ευρύτερη θεμελιώδη, μητρική θα έλεγα, ευθύνη της μητροπολιτικής Ελλάδος έναντι της χειμαζομένης Κύπρου. Ευθύνη που βαρύνει εξ ορισμού αποκλειστικά την Ελλάδα, πέρα και πάνω από τις διμερείς και, εν πολλοίς, προσωπικές σχέσεις των δύο ηγεσιών . Το ζήτημα, όμως, της ευρύτερης αυτής μητροπολιτικής ευθύνης και του τρόπου με τον οποίον αυτή εκδηλώθηκε κατά τις διάφορες φάσεις του Κυπριακού  εκφεύγει, προφανώς, των ορίων της σημερινής ομιλίας μου.

Τα γενεσιουργά αίτια της διαμάχης και της χρόνιας τριβής και, κατά καιρούς, οξύτητος στις επίμαχες αυτές σχέσεις εδράζονται  σε δύο λόγους.

Ο πρώτος, που, όπως θα δούμε,  δεν είναι εντελώς άσχετος από τον δεύτερο, άπτεται ασφαλώς της πορείας του Κυπριακού ζητήματος και των χειρισμών προς εξασφάλιση της λύσεως του. Ο λόγος αυτός προβλήθηκε στην πράξη, αλλά ως ένα σημείο και στην θεωρία, σαν δικαιολόγηση των εκάστοτε διαφωνιών του Εθνάρχου με τους δύο κοινοβουλευτικούς Έλληνες Πρωθυπουργούς, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Γεώργιο Παπανδρέου με τους οποίους κυρίως «συμβίωσε» ο Μακάριος επί εικοσαετία και πλέον. Περιορίζομαι σ' αυτούς εφόσον η ρήξη  του με το δικτατορικό καθεστώς ήταν νομοτελειακά αναπότρεπτη πέραν από τυχόν διχογνωμίες επί του Κυπριακού, έστω και αν αυτό χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως άλλοθι για τις επαίσχυντες ενέργειες της δικτατορίας κατά της Λευκωσίας και τις επακόλουθες δραματικές συνέπειες.

Η πολύχρονη δοκιμασία των σχέσεων Μακαρίου-Ελλαδικών Κυβερνήσεων στιγμάτισε όλες τις φάσεις της πορείας του Κυπριακού που θα μπορούσαν να διακριθούν σε τέσσερις περιόδους: Από το 1950 μέχρι την Ζυρίχη, από την σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την απόφαση αναθεωρήσεως των σχετικών συμφωνιών το 1963, από τότε μέχρι το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974 και, τέλος, από την επιστροφή του Εθνάρχου στην Κύπρο μέχρι τον θάνατο του το 1977.

Όλα αυτά είναι βεβαίως γνωστά και, συνεπώς, παρέλκει η αναλυτική και περιπτωσιολογική παρουσίαση τους.

Πιστεύω, όμως, ότι θα ήταν χρήσιμο να επισημανθούν ενδεικτικά τα αντπροσωπευτικότερα τουλάχιστον κρούσματα της παθογένειας των σχέσεων αυτών και οι καταλυτικές επιπτώσεις τους στο Κυπριακό κατά την διάρκεια και των τεσσάρων αυτών περιόδων.

Οι προβληματικές σχέσεις Μακαρίου – Ελλαδικών Κυβερνήσεων είχαν διαφανεί ήδη από το 1950. Η Κυπριακή Εθναρχία, δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αξιοποιώντας τις γνήσιες εθνικές προσδοκίες του Κυπριακού Ελληνισμού για Αυτοδιάθεση και Ένωση αλλά και την ένθερμη ανταπόκριση και ευαισθησία της Ελλαδικής κοινωνίας, διεκδίκησε πιεστικά την στήριξη της Μητρός Πατρίδος στο αίτημα αυτό, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απειλήσει, το 1951, την «εφεκτική» Αθήνα ότι θα ζητούσε από την Συριακή Κυβέρνηση να φέρει το Κυπριακό στον ΟΗΕ.   

Από την πλευρά τους οι Ελλαδικές Κυβερνήσεις, αρχικά του Νικολάου Πλαστήρα, του Σοφοκλή Βενιζέλου, του Αλέξανδρου Παπάγου και, στην συνέχεια, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προσπάθησαν πρωταρχικά να αποφύγουν το πικρόν ποτήριον, ακολουθώντας ενδομύχως την γραμμή που είχε εκφράσει ήδη το 1899 στους Κύπριους απεσταλμένους η Κυβέρνηση Θεοτόκη, και επιχειρώντας, κατά καιρούς, να «προσγειώσουν» τις κυπριακές ψευδαισθήσεις, όπως με την επισήμανση του Γ. Παπανδρέου στον Θ. Δέρβη ότι η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονες, τον μεν αγγλικόν τον δε αμερικανικόν, και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να κινδυνεύσει να πάθει ασφυξία λόγω του Κυπριακού. Τελικά, όμως, οι Ελλαδικές Κυβερνήσεις δεν ετόλμησαν δυστυχώς να μιλήσουν με την Λευκωσία την ωμή γλώσσα της «γεωγραφικής» αλήθειας , εκθέτοντας με παρρησία την πραγματικότητα και την αντικειμενική αδυναμία της Ελλάδος να αναλάβει το σχετικό βάρος. Αντιθέτως, φοβούμενες τις αντιδράσεις και το συνακόλουθο αιώνιο πολιτικό κόστος εσύρθησαν  εκούσαι άκουσαι σε μία πολιτική στην οποίαν δεν επίστευαν και την οποία δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν, υπερθεματίζοντας, μάλιστα, ενίοτε στην προώθηση της, με την υστερόβουλη πρόθεση να αποφύγουν την εντύπωση και την κριτική ότι μειονεκτούν έναντι του Μακαρίου στην επιδίωξη του εθνικού στόχου.

Αποτέλεσμα: το Ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο, του οποίου, σημειωτέον,  ο Μακάριος ουδέποτε κατέστη μέλος, σε αντίθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο που επέβαλε την γραμμή του στο ανάλογο Κρητικό ζήτημα ως Πρωθυπουργός, όμως πλέον, της Ελλάδος, το Ελλαδικό, λοιπόν, κατεστημένο παγίωσε τις εγγενείς αρνητικές διαθέσεις του έναντι του Εθνάρχου τον οποίον έβλεπε σαν ένα « ξένο» που μοναδικό σκοπό είχε να φέρνει σε δύσκολη θέση τις Ελλαδικές Κυβερνήσεις, αν μη και να διεκδικήσει, στην κατάλληλη στιγμή, την Πρωθυπουργία.

Αντίστοιχα ο Μακάριος δεν θέλησε, μέχρι τέλους, να διεκολύνει την κατάσταση δείχνοντας κατανόηση για τις ελλαδικές δυσχέρειες και συνεργαζόμενος ειλικρινά στην αντιμετώπιση τους. Αντ' αυτού προτίμησε να συνεχίσει, την «άκαμπτη» γραμμή της εποχής που, ωστόσο, ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μόνο στην Ένωση δεν οδηγούσε.

Προσήλθαν, έτσι, αμφότερες οι πλευρές, σαν σύγχρονοι οδοιπόροι προς Canossa, στην παγίδα, κατά τον Αρχιεπίσκοπο, της Ζυρίχης, με τον Καραμανλή να φθάνει στο σημείο τηλεσιγραφικών εκβιασμών και τον Μακάριο να καλλιεργεί τις εντυπώσεις ότι συνυπογράφει «με το ζόρι», ώστε να διασώσει το κύρος του, μετακυλίοντας την ευθύνη των εξελίξεων στον Ελληνα Πρωθυπουργό που, φυσικά, έφερε βαρέως το γεγονός σε όλη την ζωή του.

Οι εξ αρχής καίρια τραυματισμένες σχέσεις Μακαρίου-Ελλαδικών Κυβερνήσεων επιδεινώθηκαν σύντομα μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, την επιβίωση της οποίας είχαν, ωστόσο, δεσμευθεί να διαφυλάξουν από κοινού τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία.

Το δύσμοιρο  Κυπριακό πρόβλημα είχε, πλέον, εγκλωβισθεί σε ένα καταστροφικό κατήφορο συνεχών παλινωδειών, αντιφατικών στρατηγικών και εναλλασσόμενων στόχων, μεταξύ της ελλαδικής επιμονής στην επίτευξη της Ενώσεως σε διμερή και άμεση συνεννόηση με την Άγκυρα και της προσηλώσεως του Μακαρίου στην ενδυνάμωση μιας ακηδεμόνευτης  Κυπριακής ανεξαρτησίας και του συνακόλουθου δικαιώματος αυτοδιαθέσεως μέσω των Η. Ε. Στόχοι που ήταν προφανώς ανέφικτοι αφού αμφότεροι προϋπέθεταν τουρκική συναίνεση, αλλά που, σημειωτέον, επεδίωξαν – ή τουλάχιστον ισχυρίσθηκαν ότι επεδίωξαν-  κατά καιρούς και οι δύο πλευρές χωρίς ουδέποτε να συμπέσουν χρονικά, επιβεβαιώνοντας στην πράξη, με την «διπλή» κατά περίσταση πολιτική τους, την μόνιμη ασυνεννοησία τους. Θεμελιώδης παράμετρος της οποίας υπήρξε διαχρονικά και, πάντως, μέχρι το 1974, η βασική διαφορά αντιλήψεως μεταξύ της σπουδής των Ελλαδικών Κυβερνήσεων να απαλλαγούν από το βάρος του Κυπριακού και της παρελκυστικής πολιτικής του Μακαρίου, ο οποίος, ελέγχοντας το 95% του κυπριακού εδάφους, δεν βιαζόταν και  προτιμούσε να καθυστερεί, εκτιμώντας ότι ο χρόνος θα του εξασφάλιζε την επιδιωκόμενη λύση. Τις συνέπειες τις ασυμφωνίας αυτής προέβλεψε γλαφυρά ήδη από το 1959 ο Ισμέτ Ινονού όταν ερωτηθείς αν ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ των Ελληνοκυπρίων απήντησε ότι «κανονικά έτσι θα πρέπει να ήταν αλλά, τελικά, θα αποβεί προς όφελος της Τουρκίας αφού αυτοί ερίζουν και αλληλοκατηγορούνται».  

Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είναι παράδοξο ότι ο Αρχιεπίσκοπος έδραξε την ευκαιρία του πολιτικού κενού στην ελλαδική πολιτική σκηνή, μετά την παραίτηση του Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963, για να προχωρήσει μόνος του, ερήμην της Ελλαδικής Κυβερνήσεως, στην οποία απλώς κοινοποίησε, όπως άλλωστε και στην Βρετανική, την συναφή επιστολή του προς τον Κιουτσούκ τον Νοέμβριο 1963, στο απονεννοημένο, κατά την εκτίμηση των Αθηνών, εγχείρημα της αναθεωρήσεως των Συμφωνιών και του Κυπριακού Συντάγματος. Και αυτά παρά τις εν προκειμένω επίσημες και επανειλημμένες κυβερνητικές ελλαδικές επιφυλάξεις και προειδοποιήσεις  για επερχόμενες νέες εθνικές περιπέτειες. Προκαταλαμβάνοντας, μάλιστα, την νέα Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ο οποίος, υποτίθεται, θα άνοιγε καινούργια σελίδα στις σχέσεις με τον Μακάριο, μετά την αποχώρηση του « δυτικόφιλου» και «ενδοτικού» Καραμανλή, αλλά ο οποίος απέφυγε, ασφαλώς, να ενστερνισθεί ενεργά την «αδιάλλακτη», όπως αξιολογούσε η Αθήνα, γραμμή του Αρχιεπισκόπου, αγνοώντας επιδεικτικά  την εκ των υστέρων «επεξηγηματική» επιστολή  του στον Πρωθυπουργό, τον Μάρτιο του 1964. Σύντομα εκδηλώθηκε, κατά συνέπεια, η αμφοτέρωθεν απογοήτευση. Αφ' ενός του Μακαρίου με την συνειδητοποίηση για άλλη μία φορά της πραγματικής αλλά μη ομολογούμενης ελλαδικής αδυναμίας που καθιστούσε ανέφικτη την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας  «θερμής» κρίσεως με την Τουρκία  ενώ   υποχρέωνε την Ελλάδα να αναζητήσει μέχρι και «ύποπτα» υπερατλαντικά ερείσματα. Και αφ' ετέρου του Παπανδρέου με την πρώτη εμπειρία του των υπαναχωρήσεων του Αρχιεπισκόπου, ύστερα από την παραβίαση της συμφωνίας τους για εφαρμογή πολιτικής αυτοσυγκρατήσεως έναντι των Τουρκοκυπρίων, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Άτσεσον το 1964.

Τα πράγματα χειροτέρευσαν όταν ο Παπανδρέου, θέλοντας να αποτρέψει τυχόν πρόσθετα τετελεσμένα γεγονότα, αξίωσε επιτακτικά από τον Μακάριο, τον Αύγουστο 1964, την επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας του «Εθνικού Κέντρου» στους χειρισμούς και τις αποφάσεις του Κυπριακού. Κάτι που ουδέποτε είχε γνήσια αναγνωρίσει η  Λευκωσία και που, προφανώς, δεν επρόκειτο και τώρα να γίνει σεβαστό και, μάλιστα, καθ'ήν στιγμή ο υπεύθυνος Κύπριος χειριστής του θέματος είχε πλέον αναγορευθεί θεσμικά πανίσχυρος Πρόεδρος ανεξάρτητου Κράτους, ισότιμος του οποιουδήποτε Ελλαδίτη Πρωθυπουργού.

Το δόγμα της πρωτοκαθεδρίας του Μητροπολιτικού Κέντρου υπήρξε ο ουσιαστικός – αλλά και σε κάποιο βαθμό ο προσχηματικός- λόγος των συγκρούσεων του Αρχιεπισκόπου από το 1963 και μετά με όλες τις  Κυβερνήσεις των Αθηνών και, ιδιαίτερα, με τις δικτατορικές, από τον Παπαδόπουλο, ο οποίος δεν εδίστασε να απειλήσει την Κύπρο με λήψη όποιων ελλαδικών μέτρων θα επέτασσε δήθεν το εθνικό συμφέρον, μέχρι τον Ανδρουτσόπουλο και την σπείρα του πραξικοπηματία Ιωαννίδη.

Δυστυχώς χρειάσθηκε μία εθνική καταστροφή για να ενταφιασθεί το δόγμα αυτό στα ερείπια της καθημαγμένης Κύπρου και για να υποκατασταθεί, μετά την επαναφορά της δημοκρατικής νομιμότητος στην Ελλάδα, από μία εντελώς νέα θεωρία την οποία επινόησε η Αθήνα ταπεινώμενη από την ήττα του 1974. Το νέο δόγμα « η Κύπρος αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» ή «συμπαραστέκεται» – η διαφορά είναι μόνο φραστική και μαρτυρεί απλώς πλήρη έλλειψη ουσίας-  δεν αντικατρόπτιζε παρά την παραδοχή της Ελλαδικής Κυβερνήσεως της ενοχής της  και την προσπάθεια της να καταστήσει σαφές ότι εφεξής δεν επρόκειτο να αμφισβητήσει το δικαίωμα της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας να αποφασίζει και να καθορίζει την όποια στρατηγική και την όποια τακτική θα προέκρινε ως σκόπιμη ή αναγκαία για την επιβίωση της και την διασφάλιση του μέλλοντος της.

Παρά ταύτα, η προσδοκώμενη νέα εποχή στις σχέσεις των ηγεσιών Ελλάδος και Κύπρου περιορίσθηκε και πάλι σε επιφανειακές διαβεβαιώσεις, ενώ η βαθειά ριζωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης και εκατέρωθεν καχυποψία  δεν διαλύθηκε  και οι επικριτικές μεμψιμοιρίες συνεχίσθηκαν, αν και ηπιώτερες λόγω των συνθηκών, μολονότι τόσον ο Καραμανλής όσο και ο Μακάριος δεν έπαυσαν να διατυμπανίζουν την νέα θεωρία και την συνακόλουθη  ελευθερία κινήσεων που αυτή τους παρείχε. Εξασφαλίζοντας στον πρώτο την άνεση μιας ποντιοπιλατικής αποφυγής αναλήψεως ευθυνών και στον δεύτερο την δυνατότητα λήψεως αποφάσεων χωρίς την υποχρέωση προηγούμενης εγκρίσεως των Αθηνών. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο μέχρι τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου σοβαρές υποχωρήσεις από συμφωνημένες, υποτίθεται, «κόκκινες γραμμές» με μονομερείς στην πράξη αποφάσεις που οδήγησαν, τελικά, σε διολίσθηση της επιζητούμενης λύσεως του Κυπριακού από το ενιαίο κράτος στην πολυφερειακή πολιτεία και, τέλος, στην διχοτομική διζωνική ομοσπονδία.

Ο δεύτερος λόγος της αντιπαραθέσεως Μακαρίου-Ελλαδικών Κυβερνήσεων αφορά στις θεμελιώδεις διαφορές της πολιτικής πραγματικότητος και του πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου Αθήνα και Λευκωσία εκαλούντο από την Ιστορία να δράσουν και το οποίο αναπόφευκτα προσδιόριζε και προδίκαζε τις εκατέρωθεν αντιλήψεις, κοσμοθεωρίες, αποφάσεις και επιλογές.

Οι Έλληνες Πρωθυπουργοί, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Γεώργιος Παπανδρέου, πολιτικοί αντίπαλοι σημειωτέον, κινήθηκαν κατά κανόνα με τον ταυτόσημο, εν τούτοις, γνώμονα της πολιτικής επιβιώσεως τους και του διαβόητου εσωτερικού πολιτικό-κομματικού  κόστους που εξακολουθεί, φευ, μέχρι σήμερα να ταλανίζει την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Πέραν, εξ άλλου, του κόστους αυτού, όλες, το υπογραμμίζω, όλες οι Ελλαδικές Κυβερνήσεις βρέθηκαν επιπρόσθετα αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν παγίως την « αδέσμευτη» πολιτική της Λευκωσίας έναντι του δυτικόστροφου πλέγματος των διεθνών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων της Ελλάδος που αναμφίβολα  βάρυναν αποφασιστικά και, ως επί το πολύ, αρνητικά στην πολιτική των Αθηνών στο Κυπριακό. 

Αντιθέτως ο Μακάριος, στηριγμένος στην εντυπωσιακή υπερκομματική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων που, ακόμα και στις χειρότερες πολιτικά στιγμές του, υπερέβαινε ασυγκρίτως τις εκλογικές επιδόσεις των σχεδόν ισοδύναμων ελληνικών κομμάτων τα οποία διεκδικούσαν εναλλάξ την εξουσία, και θωρακισμένος με την θρησκευτική και εθναρχική ιδιότητα και  ισοβιότητα που του εξασφάλιζε το Σχήμα του, διέθετε πολύ ευρύτερα περιθώρια ελιγμών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές επίπεδο, υιοθετώντας και προωθώντας τις όποιες δικές του επιλογές και δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση παραγνωρίσεως, αν μη και περιφρονήσεως, των εξ αντικειμένου περιορισμών της ελευθερίας κινήσεων της Ελλαδικής Μητροπόλεως .

Πράγμα που ενοχλούσε και, συχνά, εξόργιζε τους συνομιλητές του στην Αθήνα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να κινούνται με τα εσωτερικά πολιτικά ρεύματα της στιγμής, με τις αναστολές τις οποίες επέβαλλε η γενικώτερη εξωτερική πολιτική της χώρας και με τις αιτιάσεις της εκάστοτε αντιπολιτεύσεως, ασχέτως αν αυτή συνέχιζε την ίδια γραμμή οψέποτε ανελάμβανε την Κυβέρνηση, υποκείμενη στα ίδια κίνητρα και στα ίδια κριτήρια. Και πράγμα που, περαιτέρω, έτρεφε την εκατέρωθεν καχυποψία και δυσπιστία, υποθάλποντας συγκρούσεις, συνωμοσίες και αθέλητους ή και, κάποτε, ενσυνείδητους εκβιασμούς, πίσω από μία συστηματική ωραιοποίηση της πραγματικότητος με τετριμμένες στρουθοκαμηλικές και απαράλλακτες κάθε φορά ηχηρές μεγαλοστομίες περί δήθεν εθνικής ενότητος και συναντιλήψεως. Οι οποίες καθησύχαζαν ενδεχομένως αφελείς, αδαείς, υπεραισιοδόξους και, στην χειρότερη περίπτωση, καιροσκόπους, αλλά προφανώς ούτε παραπλανούσαν τους ξένους, στους οποίους συνηθίζουμε να καταλογίζουμε ευθύνες αγνοώντας τις δικές μας, ούτε, βέβαια, αρκούσαν για να συγκαλύψουν την πραγματικότητα, όπως αυτή απεκαλύπτετο σε περιόδους ιδιαίτερης κρίσεως και οξύτητος, με πικρόχολους, συχνά δημόσιους, εκατέρωθεν διαξιφισμούς, και, ενίοτε, με απαράδεκτους υβριστικούς, μέχρι χυδαιότητος, χαρακτηρισμούς εις βάρος του Μακαρίου προσωπικά αλλά και της Κύπρου γενικότερα και, ακόμα χειρότερα, με απόπειρες ή και με υλοποίηση πραξικοπημάτων.  

Εντυπωσιακά και χαρακτηριστικά δείγματα της εν προκειμένω «προσωπικής» κατά κάποιο τρόπο αντιπαραθέσεως συνιστούν, μεταξύ άλλων: η επίπλαστη ή ειλικρινής – δεν έχει σημασία- αγωνιώδης απορία του Κωνσταντίνου Καραμανλή γιατί ο ίδιος στηλιτεύθηκε ως εθνικός προδότης και ο Μακάριος αναδείχθηκε εθνικός ήρωας ενώ από κοινού είχαν συνομολογήσει την Ζυρίχη. Η κατάπληξη του Έλληνα Πρωθυπουργού όταν πληροφορήθηκε από την  Αγγλίδα βουλευτή Μπάρμπαρα Κάσλ την μεταστροφή του Μακαρίου, για την οποία δεν είχε ιδέα, περί αποδοχής της λύσεως της «εφικτής» ανεξαρτησίας αντί της «επιθυμητής» Ενώσεως. Και, τέλος, η από καθέδρας επικριτική παρατήρηση του Γεωργίου Παπανδρέου προς τον Αρχιεπίσκοπο, κατά την διάρκεια των μαχών στην Μανσούρα, ότι άλλα συμφωνούν και άλλα εκείνος πράττει. Αντιστοίχως προβάλλεται η τουλάχιστον ενοχλητική στην ειρωνεία της αλλά προκλητική στην αλήθεια της προκλητική επισήμανση – πιθανώς και προειδοποίηση- του Εθνάρχου ότι στην διάρκεια της πολιτικής ζωής του είχε επιζήσει δέκα τριών Πρωθυπουργών της Ελλάδος, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα επιζούσε και του δεκάτου τετάρτου – επρόκειτο περί του Γεωργίου Παπαδοπούλου – παραμένοντας ο ίδιος αλώβητος.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω, προς ολοκλήρωση της εικόνος, ότι όσο και αν οι διαχρονικά κακές σχέσεις του Μακαρίου με τις εκάστοτε Ελλαδικές Κυβερνήσεις πήγαζαν βασικά από τις προσωπικότητες και την πολιτική φιλοσοφία των πρωταγωνιστών του δράματος, πάντως δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ή να υποβαθμισθεί ο ρόλος των ποικίλων «συμβούλων» και συνεργατών των ηγετών στην διατήρηση του αρνητικού κλίματος. Εν προκειμένω δεν εννοώ τόσο τους πολιτικούς, κομματικούς και στρατιωτικούς παράγοντες οι οποίοι και στις δύο πλευρές εφήρμοζαν στο κάτω κάτω την εκάστοτε  πολιτική των Κυβερνήσεων τους. 

Αναφέρομαι, κυρίως, στους υπηρεσιακούς παράγοντες,  και στο σημείο αυτό, δεν διστάζω να παραδεχθώ ότι, αν και ο Μακάριος επηρεάζετο και αυτός ενίοτε από το περιβάλλον του, εν τούτοις το φαινόμενο αυτό βαρύνει πρωταρχικά την Ελλαδική πλευρά και την Ελληνική Διπλωματική Υπηρεσία, αρκετά και ιδίως υψηλόβαθμα στελέχη της οποίας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που εχαρακτηρίζοντο μάλιστα «γραφικές», υπερέβαλλαν συστηματικά στις παροτρύνσεις προς υιοθέτηση «σκληρής» γραμμής έναντι του Μακαρίου και «έριχναν λάδι στην φωτιά», διαισθανόμενα τις σχετικές προδιαθέσεις των πολιτικών προϊσταμένων τους και κρίνοντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, ότι έτσι τους προσέφεραν καλύτερες υπηρεσίες.    

Θα κλείσω με μία παρατήρηση: Λέγεται συχνά ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Παράλληλα όμως υποστηρίζεται ότι τα παθήματα γίνονται, ή πάντως θα έπρεπε, να γίνονται μαθήματα. Το ποιό από τα δύο αυτά αξιώματα δικαιώθηκε και επιβεβαιώθηκε ως προς την ποιότητα των κυβερνητικών σχέσεων Αθηνών-Λευκωσίας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα και στην μεταμακαριακή Κύπρο, παραμένει προς περαιτέρω ειλικρινή αυτοκριτική. Αυτοκριτική που θα παραμείνει, βέβαια, ανεπηρέαστη, από την συνεχιζόμενη, κυριολεκτικά μέχρι και τις μέρες μας, ανταλλαγή δημοσχεσιακών αμφοτέρωθεν φιλοφρονήσεων.  

*Η ομιλία του πρέσβη Χ. Ζαχαράκη πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ, στην Λευκωσία στις 6 Απριλίου 2013