Της Δημητρας Καδδά,

Σκληρή κριτική κυβέρνησης και άλλων αξιωματούχων προς ΕΕ και ΔΝΤ αλλά και αυτοκριτική  για μεγάλα 11 λάθη του μνημονίου περιλαμβάνεται στις χθεσινές εκθέσεις του ΔΝΤ. Όπως αναφέρεται σε ειδικό κεφάλαιο, τα λάθη είναι:  η συμμετοχή του ΔΝΤ στο μνημόνιο που άργησε να αποφασιστεί και έγινε «πρόχειρα», η πολύ μεγάλη ταχύτητα προσαρμογής, τα υψηλά επιτόκια, η καθυστέρηση στην απόφαση  για μείωση χρέους, αλλά και τα επικοινωνιακά λάθη που αποκάλυψαν την διαπραγμάτευση  για την μείωση του χρέους καθώς και τα σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.

Στα λάθη επίσης περιλαμβάνεται:  η προχειρότητα στις διαπραγματεύσεις,  η παραγνώριση της  ύφεσης και των επιπτώσεων στην οικονομία,  το πλήγμα από την δεύτερη αναθεώρηση στο έλλειμμα του 2009,  η αδράνεια όταν έγινε η εκροή καταθέσεων,  οι αγκυλώσεις στο πρόγραμμα που οδήγησαν σε σπιράλ ύφεσης αλλά και η  λάθος έμφαση του αρχικού μνημονίου σε αύξηση των φόρων, καθώς έπρεπε να μειωθούν οι δαπάνες, να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις και να διεξαχθεί μάχη κατά της φοροδιαφυγής. 

Εκ μέρους της Ελλάδας ο  κ. Θάνος Κατσάμπας, Αναπληρωτής Εκτελεστικός Διευθυντής για την Ελλάδα σε συνοδευτική επιτολή ζητά μεγαλύτερη ευελιξία στην πληθώρα «προαπαιτούμενων» του μνημονίου.

Τι είπαν οι Έλληνες στο ΔΝΤ

Σε παράρτημα της έκθεσης (εκ των υστέρων) αξιολόγησης του μνημονίου με την «αυτοκριτική» του ΔΝΤ παρατίθενται «οι απόψεις των ελληνικών αρχών  σχετικά με τα αποτελέσματα του προγράμματος» όπως ελήφθησαν κατά τη διάρκεια επίσκεψης αξιωματούχων του ΔΝΤ στην Αθήνα στις 20 – 22 Μαρτίου  2013. Πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις με αξιωματούχους τόσο στην σημερινή κυβέρνηση  αλλά και από όσους μετείχαν στην  διαπραγμάτευση του 2010  και με εκπροσώπους του τραπεζικού τομέα και της Τράπεζας της Ελλάδας. 

1. Συμμετοχή ΔΝΤ στο μνημόνιο.  Η άποψη που εκφράστηκε ήταν ότι θα ήταν καλύτερα αν η κρίση θα μπορούσε να είχε επιλυθεί εντός της ΕΕ ή της ζώνης του ευρώ, αλλά ούτε οι ελληνικές  αρχές ούτε η ΕΕ ή η ΕΚΤ είχαν την απαιτούμενη εμπειρία τέτοιου προγράμματος. Η εμπειρία του Ταμείου στην επίλυση της κρίσης κατέστησε αναγκαία τη συμμετοχή στη διαδικασία.

2. Ταχύτητα προσαρμογής.  Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι η  μορφή του «4-3-3 προγράμματος μείωσης του ελλείμματος στην οποία αρχικά επέμενε η  ΕΕ ήταν υπερβολικά φιλόδοξη και αντανακλά  μια νομικίστικη προσέγγιση στην αντιμετώπιση των κριτηρίων του Μάαστριχτ και της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος». 

3. Υψηλά επιτόκια. Επιπλέον, εκτιμήθηκε ότι τα αρχικά επιτόκια των δανείων από τα κράτη – μέλη «ήταν πολύ υψηλά δημιουργώντας αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα».

4. Δεν θέλαμε αρχικά μείωση χρέους.  Οι Έλληνες αξιωματούχοι επισήμαναν ότι «η ίδια η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι ήταν εναντίον της αναδιάρθρωσης χρέους στην  αρχή λόγω των ανησυχιών σχετικά με το εγχώριο πολιτικό κόστος, τις επιπτώσεις για τα ασφαλιστικά ταμεία και την μετάδοση των επιπτώσεων»,  αλλά «όσο περνούσε ο καιρός η δυνατότητα αυτή ωρίμασε». 

5. Επικοινωνιακά λάθη στην μείωση του χρέους. «Υπήρχαν μια σειρά από λανθασμένες κινήσεις πριν προκύψει μια εφαρμόσιμη πρόταση» αναφέρεται. Τα γεγονότα στο  Deauville έφεραν  απροσδόκητα  ξανά την αναδιάρθρωση πάνω στο τραπέζι και «αναστάτωσαν σοβαρά τις αγορές και μάλιστα σε μια περίοδο που το πρόγραμμα έδειχνε κάποια επιτυχία και τα ελληνικά spreads είχαν αρχίσει να μειώνεται». Αργότερα, «η πιθανότητα η Ελλάδα να φύγει από το ευρώ έγινε μια δημόσια συζήτηση με τους εταίρους της ζώνης του ευρώ, μια συζήτηση που θα έπρεπε να έχει συμβεί πίσω από τις κλειστές πόρτες».

6. Σύντομα και πρόχειρα οι διαπραγματεύσεις. «Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό είχε κόστος. Δεν υπήρξε επαρκής χρόνος για τον πολιτικό διάλογο και τη διαβούλευση με τους ανθρώπους στο διοικητικό επίπεδο. Οδήγησε σε περιορισμένη γνώση και δεν προσαρμόστηκαν  οι προϋποθέσεις στις  ιδιαιτερότητες της Ελλάδας».

7. Παραγνώριση ύφεσης και επιπτώσεων στην οικονομία. «Η κοινή άποψη ήταν ότι κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης». Ωστόσο, αξιωματούχοι αναγνώρισαν ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις του προγράμματος είχαν κινδύνων που έγιναν πράξη λόγω  πολιτικής αστάθειας και εκροών καταθέσεων. Επίσης, στον  υπολογισμό των επιπτώσεων των φορολογικών μέτρων, των τιμών και του εισοδήματος, «η ελαστικότητα είχε υποτιμηθεί και αυτό μείωσε την απόδοση των εσόδων». 

8. Πλήγμα από την δεύτερη αναθεώρηση στο έλλειμμα του 2009. Οι εκ των υστέρων αναθεωρήσεις των στοιχείων που διεύρυναν το έλλειμμα του 2009 κατά 2% του ΑΕΠ «έκαναν την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή ακόμη πιο απαιτητική».

9. Δεν μαζεύτηκε η εκροή καταθέσεων. «Μεγαλύτερη έμφαση θα έπρεπε  να έχει δοθεί  στην αντιμετώπιση των εκροών καταθέσεων» και στις επιπτώσεις που είχε αυτό στη διατήρηση των όρων του προγράμματος. 

10. Αγκυλώσεις στο πρόγραμμα οδήγησαν σε σπιράλ ύφεσης. Η ελληνική πλευρά αναφέρει «περιορισμούς χρηματοδότησης που οδήγησαν σε περιορισμούς ευελιξίας των στόχων» και με την σειρά τους «σε ένα φαύλο κύκλο» όπου η βαθύτερη η ύφεση δημιουργούσε  μεγαλύτερη ανάγκη για τη λήψη μέτρων και ακόμη βαθύτερη ύφεση…

11. Λάθος η έμφαση του αρχικού μνημονίου σε αύξηση των φόρων, έπρεπε να μειωθούν οι δαπάνες, να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις και η μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Η ελληνική πλευρά αναφέρει ότι εξ αρχής είχαν εκφραστεί αμφιβολίες  «για την έμφαση που δόθηκε στο αρχικό πρόγραμμα για αύξηση των φόρων» Από τη μία πλευρά, οι φόροι ήταν σχετικά χαμηλοί και η αύξησή τους «ήταν πολιτικά ευκολότερη».  Μεγαλύτερη προσπάθεια «θα έπρεπε επίσης να έχει γίνει κατά την έναρξη του προγράμματος για ιδιωτικοποιήσεις  κρατικών περιουσιακών στοιχείων και πάταξη της  φοροδιαφυγής».

Δήλωση Κατσάμπα για τα «λάθη»

Σε  δήλωσή του ο κ. Θάνος Κατσάμπας, Αναπληρωτής Εκτελεστικός Διευθυντής για την Ελλάδα (με ημερομηνία 28 Μαΐου) αναφέρεται στο ίδιο θέμα. Επισημαίνει ότι οι ελληνικές αρχές κρίνουν την έκθεση για την  εκ των υστέρων αξιολόγηση του προγράμματος «διορατική και ισορροπημένη». Υπογραμμίζει παράλληλα ότι  κατ’ ουσίαν, μετά την αρχική αντίθεση της ΕΕ στην συμμετοχή του ΔΝΤ  καθώς είχε θεωρηθεί ότι το πρόβλημα "Ελλάδα" ήταν μία  "εσωτερική υπόθεση" της ζώνης του ευρώ, η συνδρομή του ΔΝΤ διατέθηκε «σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς επαρκή πολιτικό διάλογο και, κυρίως, με ανεπαρκή συνεισφορά από τις αρχές να προσαρμόσουν τους όρους στις ιδιαιτερότητες της οικονομίας και στην ελληνική Διοίκηση». 

Επιπλέον, αναφέρει,  ότι αν η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είχε γίνει είτε εξ αρχής είτε αρκετά νωρίτερα απ΄ ό,τι έγινε θα είχε συνδράμει στο να περιοριστεί τος βάθος της ύφεσης, κάτι το οποίο είχε αποκλειστεί ωστόσο από την Ελλάδα σε συμφωνία με τους εταίρους της ζώνης του ευρώ.   

Ο κ. Κατσάμπας στην επιστολή του καταλήγει ζητώντας ουσιαστικά μεγαλύτερη ευελιξία στα προαπαιτούμενα και στους όρους που έχει το πρόγραμμα:   Αναφέρει ότι  παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν απαραίτητη, το ίδιο και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα δεδομένης της αδυναμίας άσκησης  νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, «η λεπτομερής αιρεσιμότητα όρων σε πολλούς τομείς του προγράμματος ήταν μερικές φορές συντριπτική».

«Προχωρώντας μπροστά ήταν χρήσιμο πάντα  να εξασφαλίζεται  ότι οι προαπαιτούμενες ενέργειες, όχι μόνο στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής  αλλά και σε όλους τους τομείς των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να είναι ζωτικής μακροοικονομικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος» προσθέτει.

Πηγή:www.capital.gr