Από τον Αλέξανδρο Στεφανόπουλο*

Όταν ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ρ. Ταγίπ Ερντογάν επισκέπτοταν, εν μέσω κρίσης στην αλληλοσπαρασσόμενη  Συρία κατά την πρόσφατη επίσημη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν στον Λευκό Οίκο-στις 16 Μαϊου- συνοδευόμενος μάλιστα με πλειάδα επιχειρηματιών υπουργών αλλά και παραγόντων και με ύφος πάλαι ποτέ Σουλτάνου του Μεγαλοπρεπή, γνώριζε την  κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας του αλλά

 είχε υποτιμήσει  τις ολοένα και αυξανόμενες κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στην  μεταρρυθμιστική ισλαμική λαίλαπα που σαρώνει την νεότερη Κεμαλική Τουρκία εδώ και μια 10ετια επί πρωθυπουργίας του. Επισκεπτόμενος τον Barack Obama σίγουρα με την επιστροφή του και με σαφώς λιγότερα «λάφυρα» από όσα προσδοκούσε από την συνάντηση με τον πλανητάρχη   δεν μπορούσε να υπολογίζει τις ραγδαίες εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας που όμως ο ένοικος του Λευκού Οίκου ίσως και να γνώριζε πολύ καλύτερα για αυτό και ίσως κράτησε πολύ χαμηλή αντζέντα κατά την διάρκεια των διμερών επαφών παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες του Τούρκου Πρωθυπουργού. 

Η Ουάσιγκτον  φαίνεται να  έριξε το βάρος των αμερικανοτουρκικών σχέσεων χαλαρά  στο θέμα της ασφάλειας, στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Μέσης Ανατολής, μόνο και χωρίς να προσδώσει στην  Άγκυρα τον επιδιωκόμενο και ποθούμενο εδώ και 10ετιες ρόλο χωροφύλακα στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Μέσης Ανατολής.  Και φυσικά χωρίς να  συζητηθεί ο πράγματι ογκώδης φάκελος με απαιτήσεις και  την παράλληλη ατζέντα θεμάτων για ρόλους και συμφέροντα  που επιζητεί  η Τουρκία για τον εαυτό της. 

Ωστόσο πέρα από το τι μπορεί να συμπεράνει ένας έλληνας παρατηρητής σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τα της πρόσφατης  επίσκεψης Ερντογάν στην Ουάσιγκτον καλό θα ήταν, για μια σφαιρική άποψη να παρακολουθήσουμε και μια ας πούμε προς το παρόν ουδέτερη άποψη όπως αυτή του εκτελεστικού διευθυντή του αμερικανικού think-tank, German Marshall Fund, και επικεφαλής του τμήματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, Ian Lesser, ο οποίος  σε πρόσφατη ανάλυση του, μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Ουάσιγκτον,  υπογραμμίζει μεταξύ άλλων  ότι «η συριακή κρίση πέρα από το γεγονός ότι ήταν το πιο βασικό θέμα της ατζέντας στην συνάντηση Ομπάμα-Ερντογάν, συνοδεύεται και από μια σειρά ερωτήματα που αφορούν το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων» 

Για τον αμερικανό έμπειρο αναλυτή, η Συρία δεν αποτελεί μια υπόθεση που θα λήξει σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά μια κρίση που ενέχει την πραγματική πιθανότητα να κρατήσει την χώρα στο χάος για την επόμενη δεκαετία ή και περισσότερο. Μπορεί Ερντογάν και Ομπάμα να συμφωνούν ότι ο Άσαντ πρέπει να φύγει, από εκεί και έπειτα δεν φαίνεται να υπάρχει συμφωνία για τα επόμενα βήματα. Από την μια, η Άγκυρα πιέζει για μια πιο αφασιστική παρέμβαση για την στήριξη της συριακής αντιπολίτευσης, την επιβολή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, και άλλα στρατιωτικά βήματα, την ώρα που η Ουάσινγκτον εμφανίζεται διστακτική για κινήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα.

Σύμφωνα με τον Ian Lesser, ο διάλογος Ομπάμα-Ερντογάν απεικονίζει παραδοσιακά χαρακτηριστικά των αμερικανοτουρκικών σχέσεων:  κοινές γεωπολιτικές προκλήσεις, και μια τάση ώστε η διμερής συνεργασία να μετατραπεί σε "στρατηγικού" χαρακτήρα (δεν υπάρχει συμφωνία σε συγκεκριμένα θέματα). Είναι κάτι που έχει διαπιστωθεί από την δεκαετία του 1990 στο Ιράκ. Η τρέχουσα συζήτηση για την Συρία έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του προβλήματος που εξακολουθεί να παραμένει, με μια αξιοσημείωτη αντιστροφή (συστροφή). Στην παρούσα φάση, η Άγκυρα πιέζει για μια πιο άμεση επέμβαση, με την Ουάσινγκτον να επιδεικνύει επιφυλακτικότητα ως προς τις συνέπειες. Δεύτερον, η επίσκεψη Ερντογάν απεικονίζει την δυσκολία της διαφοροποίησης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Τόσο η γεωγραφία, όσο και η συγκέντρωση πληθυσμών, που είναι επιρρεπείς στις κρίσεις και ασταθείς, στα σύνορα της Τουρκίας, σε ένα πλαίσιο γεωπολιτικού ανταγωνισμού στο οποίο η Ρωσία παραμένει ένας σημαντικός παίκτης, αναπόφευκτα επιβάλει στις διμερείς σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας (από αμερικανικό και όχι μόνο πρίσμα), την έμφαση στον τομέα της ασφάλειας.

Από την άλλη, η οικονομική, πολιτική και πολιτισμική διάσταση των διμερών σχέσεων παραμένει χωρίς να έχει σημειωθεί πρόοδος.  Αυτή η πραγματικότητα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τον εμφανή οικονομικό δυναμισμό της Τουρκίας. Σύμφωνα με τον Lesser, παρά την ίδρυση (υψηλού επιπέδου) επιτροπών για την προώθηση και ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων -ακόμα μια ανακοινώθηκε κατά την τελευταία επίσκεψη-, αλλά ακόμα και τα 20 δις δολάρια ετησίως ως  το σημερινό επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών, με περισσότερες τουρκικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, η πραγματική κινητήρια δύναμη για την Τουρκία μπορεί να αποδειχτεί η συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ για το ελεύθερο εμπόριο και τις επενδύσεις, η οποία "θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες για την Τουρκία, αλλά και να αλλάξει τη δυναμική των αμερικανοτουρκικών οικονομικών σχέσεων". , με τέτοιο τρόπο που  με τρόπους ότι η Άγκυρα, ειδικότερα, θα είναι πρόθυμοι να καταλάβουν.