Ηταν κάποτε η μεσαία τάξη. Η πανίδα της διέθετε την απαραίτητη βιοποικιλότητα. Οι παρατηρητές είχαν καταγράψει στους κόλπους της τα πιο ετερόκλητα είδη, από τον εμποράκο της γειτονιάς και τον ιδιοκτήτη άδειας ταξί, τον καλλιεργητή με τα καλοκαιρινά ενοικιαζόμενα, τον καθηγητή μέσης ή και ανωτάτης παιδείας, έως τον επιχειρηματία που είχε πιάσει την καλή, τον δημόσιο υπάλληλο, τον αρμόδιο για τα τρισάγια ιερέα και, για να μην τα πολυλογώ, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ωραίας χώρας.

 
Επειδή η χώρα δεν διέθετε αριστοκρατία, πλην ορισμένων νεόπτωχων με βυζαντινά επίθετα, επειδή η αστική παράδοση ήταν αναιμική, χάρη στις αγροτικές καταβολές του πληθυσμού, το δε προλεταριάτο αντίστοιχο της ελάχιστης βιομηχανίας της,η μεσαία τάξη είχε κάθε λόγο να αισθάνεται, και να είναι, παντοδύναμη. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι στις ταβέρνες, όταν κάποτε υπήρχαν ταβέρνες, κάθονταν σε διπλανά τραπέζια άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονταν για την κοινωνική θέση του διπλανού τους.
 
Το πολιτικό, ή δημαγωγικό, ταλέντο του Ανδρέα Παπανδρέου βάφτισε αυτήν τη μεσαία τάξη «μικρομεσαία». Ηταν ο τρόπος του για να κρατάει τον κυρίαρχο λαό σε υπερδιέγερση. Επιτυχημένος, οφείλουμε να το παραδεχθούμε. Διότι, ενώ κανείς δεν είχε αντίρρηση να ανήκει στη «μεσαία τάξη», κανείς δεν επιθυμούσε να περάσει τη ζωή του στον κόσμο τούτο ως «μικρομεσαίος»
 
Αποτέλεσμα αυτής της ψυχικής αντίδρασης ήταν η ιδεολογία της αρπαχτής. Η πανίδα της «μεσαίας τάξης» δικαιώθηκε ως αδικημένη από το πρώτο συνθετικό «μικρο» και με τη συνδρομή της φιλανθρωπικής βοήθειας που ερχόταν από την Εσπερία κατάφερε να προβιβασθεί σε κλιμάκια που μέχρι λίγο πριν έμοιαζαν δυσθεώρητα. Το ταλέντο του Α. Παπανδρέου, σε συνδυασμό με την πολιτική νωθρότητα των αντιπάλων του, διένειμε τη δημοκρατική πίστη ότι η κοινωνική θέση του καθενός μας εξαρτάται από το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.Το είπαν πελατειακό κράτος, πέστε το όπως θέλετε.
 
Ας μου συγχωρηθεί αυτή η πρόχειρη κοινωνιολογίζουσα τοποθέτηση, όμως προσπαθώ να ερμηνεύσω το γεγονός ότι η πολιτική τάξη αριστεύει στη διεξαγωγή εκλογών, ενώ αποδεικνύεται ανίκανη να διαχειρισθεί το μεταξύ τους διάστημα. Ενα αντανακλαστικό το οποίο δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι οι μετακινήσεις της μεσαίας τάξης έφτιαχναν κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, τώρα όμως μοιάζει πια με την έκκριση σιέλου του περιώνυμου σκύλου του Παβλόφ – αν ήταν έκκριση σιέλου και όχι γαβ γαβ. Ακόμη και σήμερα που η «μεσαία τάξη» τρεκλίζει μεθυσμένη κάπου ανάμεσα στην υπερφορολόγηση και τη φοροδιαφυγή, την πτώχευση και την ανυπαρξία, οι πολιτικοί εκπρόσωποί της προσπαθούν να τη γοητεύσουν με την προοπτική των επόμενων εκλογών.
 
Ας φρόντιζε, θα μου πείτε. Ας φρόντιζε να απαιτήσει παιδεία για να ξεφύγει από τον βάλτο του «μικρομεσαίου» αντί να αγοράζει μεζονέτες με το κλειδί στο χέρι· ας φρόντιζε να δανείζεται πολιτική προοπτική αντί να χτυπάει τις πόρτες ανθρώπων που της ενέπνεαν σεβασμό μόνο στον βαθμό που την έπειθαν ότι είναι ικανοί να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές.
 
Υπάρχουν ελαφρυντικά;
 
 
Σίγουρα οι άθλιες συνθήκες της ψωροκώσταινας που προηγήθηκε της πλουτοκώσταινας παρέχουν και άλλοθι και ελαφρυντικά. Ανθρωποι είμαστε. Και ως άνθρωποι που μοιραζόμαστε τον ίδιο κοινωνικό χώρο, ξέρουμε πως οι εκλογές είναι το μέσον και όχι ο σκοπός. Σε αντίθεση με την πολιτική μας τάξη, η οποία προσδιορίζεται από την περίφημη «ώρα της κάλπης». Δεν θέλουμε πολιτικούς που να ξέρουν να κερδίζουν εκλογές. Θέλουμε πολιτικούς που να ξέρουν να κυβερνούν ή να ασκούν αντιπολίτευση.
 
Είναι τουλάχιστον άτοπο, σε μια χώρα που βρίσκεται στην κατάσταση της σημερινής Ελλάδας να έχει μια κυβέρνηση της οποίας ο μόνος συνεκτικός δεσμός είναι ο φόβος των εκλογών. Διότι όλη της η δραστηριότητα προσδιορίζεται σε σχέση με αυτόν.Ο φόβος των εκλογών, που είναι η άλλη όψη του νομίσματος της διάθεσής τους να κάνουν εκλογές για να τελειώνουν. Για να τελειώνουν με τι;
 
Με την ευθύνη τους. Η αστάθεια που κάποτε γεννούσε υποσχέσεις κανέναν δεν γοητεύει πια. Ισως μόνον όσους σιτίζονται από τις υποσχέσεις.
 
Ποιες υποσχέσεις όμως μπορούν να γοητεύσουν σήμερα μια μεσαία τάξη που μοιάζει με τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα στο έλεος του ρωσικού χειμώνα;   
 
Ποιον ενδιαφέρει σήμερα η κουζίνα της πολιτικής;
 
Το μόνο βέβαιο είναι ότι στην κινούμενη άμμο της ελληνικής κοινωνίας μόνον η υπόσχεση σταθερότητας μπορεί να εμπνεύσει. Τα τεχνάσματα, τα προσχήματα και οι λοιπές μπατανίες έχουν καταρρεύσει. Η απειλή ή η υπόσχεση των εκλογών δεν γοητεύει πια κανέναν. Η ανικανότητα διαχείρισης του χρόνου που μεσολαβεί από τη μία εκλογική αναμέτρηση στην άλλη είναι εξίσου απωθητική.