Γράφει ο οικονομολόγος Βασίλης Βιλιάρδος
Πότε είναι αλήθεια ο διεθνής εξευτελισμός μίας χώρας απόλυτος, ολοκληρωτικός, ορατός δια γυμνού οφθαλμού; Προφανώς όταν κανείς τον αποδέχεται εκούσια – με τη θέληση του δηλαδή, χωρίς να νοιώθει καθόλου άβολα. Πόσο μάλλον όταν ισχυρίζεται δημόσια ότι είναι εξαιρετικά ικανοποιημένος, καθώς επίσης ενθουσιασμένος – όχι μόνο χαρούμενος, ευτυχής ή/και ευχαριστημένος.

Απλούστερα, όπως ακριβώς στο παράδειγμα του διορισμένου «Έλληνα» υπουργού οικονομικών, όταν εγκρίθηκε χθες το (πολύ χαμηλότερο του «υπεσχημένου») δάνειο της ντροπής, εν μέσω προσβλητικών χαρακτηρισμών για την Ελλάδα – ως συνήθως σε πολλές δόσεις, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των δανειστών (στα ομόλογα που λήγουν) και υπό την προϋπόθεση της περαιτέρω εξαθλίωσης των Ελλήνων.

Οι πολιτικοί της Ελλάδας δεν φαίνεται να κατανοούν ότι, μαζί με την παράδοση της Εθνικής μας Κυριαρχίας, παραδίδουν «στην πυρά» και το Κράτος Δικαίου της πατρίδας μας – ενώ οι πολίτες φαίνεται πλέον καθαρά πως αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τόσο το διεθνή εξευτελισμό, όσο και την απόλυτη σκλαβιά.

Η αποδοχή της κοινοβουλευτικής δικτατορίας σημαίνει αναμφίβολα ότι, δεν έχουμε μάθει απολύτως τίποτα από τις στρατιωτικές δικτατορίες που βιώσαμε ως έθνος – ενώ οι δουλοπρεπείς υποκλίσεις απέναντι στην πρωσική Γερμανία τεκμηριώνουν «ανεξίτηλα» ότι, ξεχάσαμε εντελώς τα δεινά που υποφέραμε κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πολύ περισσότερο αφού παραδώσαμε την Ελλάδα αμαχητί, στους αμετανόητους απογόνους των τότε κατοχικών δυνάμεων – υποχωρώντας άτακτα, πριν καν πλησιάσουν στα σύνορα μας.

Θα απολαύσουμε αλήθεια αυτή τη φορά τη δικτατορία, την απολυταρχική εξουσία καλύτερα των ξένων, όπως ο σκλάβος στο ομώνυμο έργο του H.Mann;

Θα την αφήσουμε δηλαδή να πατήσει επάνω μας, φιλώντας τα πόδια της με τη δουλική αφοσίωση του κατακτημένου; Θα ισχυρισθούμε με ανείπωτη δειλία ότι, δεν θέλουμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της, επειδή την αγαπάμε;

Θα δηλώσουμε ότι εμείς της έχουμε επιτρέψει να εισχωρήσει στο κυκλοφοριακό μας σύστημα, όχι επειδή είναι στο αίμα μας η υποταγή, αλλά λόγω του ότι έχει με το μέρος της το δίκιο – πως αυτή είναι η μοίρα των υπερχρεωμένων;

Θα συνεχίσουμε υποκριτικά να επιμένουμε ότι, ο «εισαγόμενος φασισμός» είναι δική μας, ελεύθερη επιλογή, ενώ είναι απείρως προτιμότερος από τον εγχώριο – τον οποίο όλοι καταδικάζουμε, μάλλον επειδή δεν μας κοστίζει τίποτα;

Είναι το πιθανότερο όλων – αφού τόσο η αρετή, όσο και η τόλμη που προϋποθέτει η ελεύθερη, υπερήφανη, θαρραλέα στάση ενός Έθνους, έχουν πλέον «σαπίσει» ανεπανόρθωτα από τη διαπλοκή, από τη διαφθορά, από την ιδιοτέλεια και από τον τυχοδιωκτισμό της σύγχρονης αντίληψης.