Του Νίκου Ξυδάκη

Η προσωρινή μείωση του ΦΠΑ εστίασης είναι η μοναδική είδηση αναστολής φορομπηχτικού μέτρου, από τα αμέτρητα που επεβλήθησαν μετά το πρώτο μνημόνιο. Η επαναφορά λοιπόν στον πρότερο συντελεστή κρίθηκε τόσο σημαντική, μέσα στον γενικότερο ζόφο της ύφεσης, της αποεπένδυσης και του αρνητικού πληθωρισμού, ώστε οδήγησε τον πρωθυπουργό σε ειδικό διάγγελμα – αμήχανο και μελαγχολικό. Η απεγνωσμένη ανάγκη για καλά νέα υπερκέρασε τη σταθερή ανάγκη για σοβαρότητα και πραγματισμό.

Εστω. Τι μπορούμε να περιμένουμε από τον χαμηλότερο ΦΠΑ; Μήπως μείωση των τιμών; Αποκλείεται, οι επιχειρήσεις εστίασης έχουν εξαντλήσει προ πολλού τα περιθώρια συμπίεσης τιμών. Αλλά κι αν ακόμη μειώνονταν κάποιες τιμές, η ανακούφιση για τον εγχώριο πληθυσμό θα ήταν ελάχιστη: ο προϋπολογισμός του εξαντλημένου ελληνικού νοικοκυριού δεν βαρύνεται από τα εστιατόρια, αλλά από βασικά αγαθά παγίας κατανάλωσης. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι πλέον οι επιχειρηματίες θα αποδίδουν τον ΦΠΑ και θα κόβουν αποδείξεις, ώστε το κράτος να έχει έσοδα. Αυτό είναι το μόνο προσδοκώμενο όφελος. Διότι ταυτοχρόνως τα νέα από τα τουριστικά μέτωπα είναι μαύρα: η φοροδιαφυγή, από 50% έως 85%, είναι η βασιλική οδός για επιβίωση και κάποιο, μαύρο, εισόδημα. Η κρίση επιδείνωσε θεαματικά τη φοροδιαφυγή στις εποχικές επιχειρήσεις.

Και πολλαπλασίασε τη μαύρη εργασία. Στις τουριστικές περιοχές και τις επιχειρήσεις φιλοξενίας-εστίασης, ένας στους τρεις εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος. Η προκύπτουσα εισφοροδιαφυγή επιβαρύνει περαιτέρω το ναυαγισμένο ασφαλιστικό, ενώ ταυτόχρονα εγκαθιδρύεται μια νέα συνθήκη εργασίας: το πουργατόριο των «μαύρων», των αδήλωτων, πλάι στους χιλιάδες απλήρωτους ή κακοπληρωμένους μαθητευόμενους.

Μαύρη οικονομία, μαύρη εργασία, μαύρα ρεκόρ ύφεσης και ανεργίας. Μαζί με τον φορολογικό-ασφαλιστικό δεινόσαυρο, οι υπερτριετείς βεβιασμένες μεταρρυθμίσεις επέτυχαν αυτό: να κατεδαφίσουν την εθνική οικονομία, την υγιή επιχειρηματικότητα και τους πολίτες.