Αντρέι Ιλιασένκο, Russia today
 
Είναι εντυπωσιακό. Ασαντ και ΗΠΑ συμφωνούν ότι ο πρόεδρος της Αιγύπτου, Μούρσι, όχι μόνο αποτελεί παρελθόν, αλλά και ότι δεν ανατράπηκε με πραξικόπημα. Τι σηματοδοτούν οι εξελίξεις σε Αίγυπτο, Τουρκία και Κατάρ; Πρόκειται για το τέλος του «πολιτικού Ισλάμ»;

Ο ηγέτης των Αιγύπτιων «Αδελφών Μουσουλμάνων», Μόρσι, δεν είναι πια πρόεδρος της Αιγύπτου, ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, βάζοντας ουσιαστικά ταφόπλακα στο διάλογο με το πολιτικό Ισλάμ. Με τη σειρά του, ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ Άσαντ, ήταν ανάμεσα στους πρώτους που χαιρέτησαν την ανατροπή του. Πως εξηγείται η σύγκλιση ανάμεσα στις εκ διαμέτρου αντίθετες,  Ουάσιγκτον και Δαμασκό;

Η αλλαγή του μονάρχη στο Κατάρ, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Τουρκία και το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο, αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας. Δείχνουν δε, ότι ξεκίνησε η ενεργός αντίδραση απέναντι στη διείσδυση του «πολιτικού Ισλάμ» στη Μέση Ανατολή, ισχυρός πυλώνας του οποίου ήταν οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι».

Η «παραίτηση» του Εμίρη   

 Στην αρχή του Ιουνίου, ο εμίρης του Κατάρ, Χαμάντ Μπεν Χαλίφα Αλ Θάνι, παραιτήθηκε από το θρόνο και παρέδωσε την εξουσία στο γιο του. Ο μονάρχης, ο οποίος είναι απασχολημένος περισσότερο με την κατάσταση της υγείας του παρά με την πολιτική, βασίλευε, αλλά δεν κυβερνούσε. Στο τιμόνι βρισκόταν ο πρωθυπουργός, Χαμάντ Μπεν Τζάσεμ, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και υπουργός Εξωτερικών. Χάρις στις προσπάθειες του τελευταίου, το Κατάρ κατέστη πολύ σημαντικός παράγοντας στην περιοχή, συμμετέχοντας ενεργά στον αγώνα κατά του Λίβυου ηγέτη, Καντάφι, και προσφέροντας οικονομική βοήθεια στους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο, εξοπλίζοντας μάλιστα και τα ένοπλα τμήματά τους στη Συρία, όπως σημειώνει ο Βιατσεσλάβ Ματούζοφ, επικεφαλής του ρωσικού Συνδέσμου Φιλίας με τις αραβικές χώρες.

Ο νέος εμίρης, σεΐχης Ταμίμ Μπεν Χαμάντ Αλ Θάνι, διόρισε ήδη τον νέο πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών, Χαλέντ Μπεν Μοχάμεντ Αλ Ατίγια, οποίος προέρχεται από την οικογένεια της μητέρας του. Οι αλλαγές αυτές -σύμφωνα με τον Ματούζοφ- υπόσχονται μια στροφή σε μια πιο ισορροπημένη πολιτική του Κατάρ στην περιοχή, συμπεριλαμβάνοντας στα πλαίσια αυτά και την Αίγυπτο και τη Συρία.

Τα γεγονότα στην Τουρκία 

Κάπως διαφορετικά, αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα, διαμορφώνεται η κατάσταση στην Τουρκία, όπου ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκε αντιμέτωπος με μαζικές διαδηλώσεις κατά της παρέκκλισης της χώρας από το κοσμικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο είχε καθιερώσει ο Ατατούρκ. Οι διαμαρτυρίες, οι οποίες ξεκίνησαν από οικολόγους και άλλους για να μην κοπούν τα δέντρα στην πλατεία Ταξίμ, και να μην φτιαχτεί ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, κατέληξαν στο αίτημα της αποχώρησης του Ερντογάν από την εξουσία. Τερματίστηκαν, πάντως, με φόντο μάλιστα και τις επικρίσεις από την Ουάσιγκτον για τα σκληρά μέτρα καταστολής από την τουρκική αστυνομία.

«Οι κινητοποιήσεις είχαν στοχευμένο χαρακτήρα -λέγει ο αναλυτής του Διεθνούς Ινστιτούτου Νεότερων Κρατών, Στανισλάβ Ταράσοφ- και στρέφονταν κατά του καθεστώτος Ερντογάν. Εν τω μεταξύ, το 60% των Τούρκων δεν υποστηρίζει την πολιτική κατά της Συρίας και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις αναταραχές στο εσωτερικό, επιδρά αποσταθεροποιητικά για την κυβέρνηση του Ερντογάν». Αποτελεί ένα μεγάλο ερώτημα, ποια θα είναι στο εξής η υποστήριξη της Άγκυρας προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στη Συρία.

Οι μεγάλες ανατροπές στην Αίγυπτο

Στην Αίγυπτο, το πολιτικό Ισλάμ, φορείς του οποίου είναι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, γνωρίζει συντριπτική ήττα. Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιρροής στα εδάφη της Μ. Ανατολής που αποτελούσαν αποικίες της Γερμανίας ή που άλλοτε ήλεγχε η Οθωμανική αυτοκρατορία, και είχαν παραδοθεί από την Κοινωνία των Εθνών στον έλεγχο των μεγάλων δυνάμεων-νικητών του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Στην Αίγυπτο η οργάνωση είχε πολύ σημαντική υποστήριξη από το εξωτερικό. Πριν από ενάμιση χρόνο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την αστάθεια του καθεστώτος Μουμπάρακ που προκλήθηκε από την εξέγερση του πληθυσμού του Καΐρου, και παίρνοντας τον κόσμο αυτό με το μέρος τους, νίκησαν στις προεδρικές εκλογές με ελάχιστη διαφορά έναντι των αντιπάλων τους. Παρόλα αυτά, ο Μόρσι και οι οπαδοί του, οι οποίοι δεν διέθεταν την πείρα άσκησης διακυβέρνησης και παράλληλα εισήγαγαν ενεργά το Ισλάμ στην πολιτική, ύστερα από έναν μόλις χρόνο είδαν τους υποστηρικτές τους να μετατρέπονται σε αντιπάλους. Οι τελευταίοι, πολύ απλά βγήκαν στην πλατεία Ταχρίρ και πλέον ήταν η σειρά του στρατού να αναμιχθεί και να επαναφέρει το στάτους κβο που ίσχυε πριν από ενάμιση χρόνο, να απομονώσει ξανά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και να ακυρώσει το Σύνταγμα που είχαν θεσπίσει αυτοί.

 

Οι χώρες του Κόλπου και η Ουάσιγκτον

 Πρώτες υποστήριξαν το πραξικόπημα οι μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Κουβέιτ, συμφωνώντας ότι το Σύνταγμα και το Κοράνι «πρέπει να είναι τοποθετημένα σε διαφορετικά ράφια». Ο Σαουδάραβας βασιλιάς Αμπντάλα την περασμένη Ανοιξη είχε δηλώσει ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι του Μόρσι είναι «λύκοι με προβιά προβάτου». Να σημειωθεί πως μετά το πραξικόπημα,  τα προαναφερόμενα κράτη του Κόλπου πρόσφεραν στην Αίγυπτο οικονομική βοήθεια 10 δις δολαρίων.

Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, απέφευγε ως τώρα να κάνει μια συγκεκριμένη και δημόσια εκτίμηση για τα γεγονότα στην Αίγυπτο. Ωστόσο, ο πρόεδρος Ομπάμα έδωσε εντολή να εξεταστεί το ενδεχόμενο οικονομικής βοήθειας στην Αίγυπτο, το ύψος της οποίας αναμένεται να είναι 1,5 δις δολάρια. Περισσότερη σαφής ήταν η δήλωση της εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζεν Πσάκι, η οποία σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με το αν η Ουάσιγκτον θεωρεί τον Μοχάμεντ Μόρσι εν ενεργεία πρόεδρο, έδωσε αρνητική απάντηση, αναφέροντας ότι «ο Μόρσι σήμερα δεν καταλαμβάνει τη θέση του ηγέτη του κράτους». Σύμφωνα με την ίδια, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν εκλαμβάνει τα γεγονότα στην Αίγυπτο σαν πραξικόπημα, και οι ΗΠΑ «παραπέμπουν στη γνώμη 22 εκατομμυρίων Αιγυπτίων που βγήκαν στους δρόμους προκειμένου να κοινοποιήσουν τα δικαιώματά τους και να δείξουν ότι δημοκρατία δεν είναι απλά η ψηφοφορία στις εκλογές».

Σύγκλιση ΗΠΑ-Δαμασκού

 

Πρόκειται για μια «ετυμηγορία», την οποία είναι έτοιμος να συνυπογράψει και ο πρόεδρος της Συρίας, ο οποίος δήλωσε ότι «στην Αίγυπτο κατέρρευσε αυτό που αποκαλούν πολιτικό Ισλάμ», και σημείωσε ότι «εκείνοι που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για πολιτικούς σκοπούς ή προς το συμφέρον κάποιας ομάδας, όπου και αν βρίσκονται, στο τέλος θα ανατραπούν».

Στο σημείο αυτό, προκύπτει το ερώτημα σχετικά με τη στάση των ΗΠΑ προς τον Άσαντ, ο οποίος εδώ και πάνω από δύο χρόνια δεν πολεμά μόνο εναντίον της αντιπολίτευσης, αλλά και με ριζοσπαστικούς ισλαμιστές, όπως οι ένοπλοι Σαλαφίτες, οι ομάδες της Αλ Κάιντα και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Πως συνδυάζονται λοιπόν, αφενός η άρνηση των ΗΠΑ για διάλογο με τους οπαδούς του πολιτικού Ισλάμ, και αφετέρου η υποστήριξή τους στη Συρία; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην απόφαση του Κογκρέσου να μπλοκάρει τη στρατιωτική βοήθεια στους σύρους εξεγερθέντες. Μια δύσκολη κατάσταση για την αντιπολίτευση, όπως άλλωστε φαίνεται και από την πρότασή της να διακοπούν οι εχθροπραξίες στο διάστημα του Ραμαζανίου. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η  πολυαναμενόμενη απόφαση του ΟΗΕ να αποδεχθεί την πρόσκληση της συριακής κυβέρνησης για διαπραγματεύσεις σχετικά -και- με τις κατηγορίες και των δύο εμπόλεμων πλευρών για χρήση χημικών όπλων.

Στην ίδια λογική μπορούν να ενταχθούν και οι προοπτικές της διεθνούς διάσκεψης για τη Συρία, τη διεξαγωγή της οποίας προωθούν από κοινού ΗΠΑ και Ρωσία. Η άρνηση των ΗΠΑ για διάλογο με το πολιτικό Ισλάμ, δίνει ελπίδες για επιτυχία της διάσκεψης. Η συναίνεση θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν δεν υπήρχε ένα εμπόδιο. Αυτό, είναι ότι η Ουάσιγκτον έχει κάνει ήδη πάρα πολλά στο πλαίσιο της απαίτησής της για αποχώρηση του Άσαντ.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό The National Interest, ο πρώην σύμβουλος του Τζίμι Κάρτερ για θέματα εθνικής ασφάλειας, Ζμπίγκνιεφ Μπζεζίνσκι, έθεσε το εξής ερώτημα: «Γιατί όλοι αποφασίσαμε ξαφνικά ότι η Συρία πρέπει να αποσταθεροποιηθεί και η κυβέρνησή της να ανατραπεί; Εξηγήθηκε αυτό ποτέ στον αμερικανικό λαό;». Πράγματι, γιατί;