Της Αγγελικής Σπανού

Αυτό το καλοκαίρι θα το θυμόμαστε για την μυκονιάτικη εξέγερση του Ρέμου εναντίον του Σόιμπλε και για την αντίσταση του Κιάμου που τραγούδησε, παρά το λουκέτο που μπήκε αλλά βγήκε, σε πίστα της Χαλκιδικής. Μετά τον Πλούταρχο που εξέφρασε την κατανόησή του για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, στα βήματα του Νότη Σφακιανάκη, εμφανίστηκε και άλλος πολιτικολογών λαϊκός αοιδός, ο Τσαλίκης, για να στηρίξει τον αγώνα εναντίον της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές κάνοντας, παρεμπιπτόντως, και μια αρπαχτή.

Το έδαφος είναι γόνιμο για τα λουλούδια του λαϊκισμού, της ανοησίας, της ελαφρότητας, της ευκολίας, του σκοταδισμού, του ανορθολογισμού, του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας, των θεωριών συνομωσίας, της κατασκευής εξωτερικού εχθρού, της ανευθυνότητας, της συντήρησης, των δημοκρατικών εκπτώσεων, της πολιτισμικής λουμπενοποίησης.

Πολλοί προβλέπουν ότι είναι θέμα χρόνου να αναδυθεί ο Ελληνας Γκρίλο, αλλά μπορεί και να πρόκειται για απλοϊκή ανάλυση, αφού εμείς δεν χρειαζόμαστε Γκρίλο για να εκφράσουμε το δίκιο που μας πνίγει, έχουμε τους αγανακτισμένους των αγανακτισμένων, κανονικούς νεοναζί, με τατουάζ σβάστικα και τη Μις Τουρισμός για συνοδεία.

Οι διεργασίες για την ανασυγκρότηση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, εκ των πραγμάτων φτάνουν σε ένα οριακό σημείο. Όχι γιατί ωρίμασαν οι πρωταγωνιστές της προσπάθειας ή η ίδια η προσπάθεια, αλλά γιατί δεν υπάρχει άλλος χρόνος για άγονες ζυμώσεις και ομφαλοσκοπήσεις. Απλώς, χανόμαστε.

Η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα γίνει, το αργότερο, τον επόμενο Μάιο, αν φτάσουμε στις ευρωεκλογές χωρίς να έχει καταρρεύσει η κυβέρνηση, κάτι που δεν είναι προβλέψιμο. Η συγκυρία διαμορφώνει τη δυναμική. Αν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πολιτική πρόταση και άλλο παράδειγμα πολιτικού λόγου όταν στηθούν κάλπες, ο διπολισμός θα είναι σκληρός και ο τρίτος πόλος θα είναι η Χρυσή Αυγή. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, θα κυριαρχήσουν αγριοφωνάρες αντί για επιχειρήματα, πολιτική υστερία αντί για πολιτική εισήγηση, αναμέτρηση στην ικανότητα διέγερσης των κατώτερων ενστίκτων του εκλογικού σώματος. Η ραγδαία κάθοδος κάνει επιτακτική την ανάγκη για μια απάντηση ψύχραιμη, ορθολογική, συγκροτημένη και απαλλαγμένη από εξατομικευμένους σχεδιασμούς. Αυτό το γνωρίζουν όσοι θεωρούν πως κρατούν τα κλειδιά του κάστρου της κεντροαριστεράς και οργανώνονται.

Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ θα αναλάβει πρωτοβουλία για την ανασύνθεση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού, κατά την έκφραση που χρησιμοποιεί, και εννοεί ότι θα επιδιώξει τη διεύρυνση του κόμματός του με στελέχη της κεντροαριστεράς που δεν έχουν αναφορά στο ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου. Δηλαδή, ο Φώτης Κουβέλης δεν έχει πρόβλημα να συνομιλεί με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, Ηλία Μόσιαλο, ή με την υπουργό των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, Άννα Διαμαντοπούλου, αλλά δεν θέλει καμία επαφή με όσους συνδέονται με το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Βγάζει νόημα; Απολύτως κανένα, ειδικά αν συνεκτιμήσει κανείς ότι η ΔΗΜΑΡ, από τότε που έφυγε από την κυβέρνηση εκδίδει σωρηδόν ανακοινώσεις κλίματος ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που επιβεβαιώνει με τη στάση του ο Φώτης Κουβέλης, είναι ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον αρχηγικό του ρόλο και την ενίσχυση του βασιλείου του. Αλλωστε, το ίχνος που άφησε η ΔΗΜΑΡ στη διακυβέρνηση, απογοήτευσε όσους περίμεναν την εφαρμογή προοδευτικών μεταρρυθμιστικών πολιτικών και δεν περίμεναν την ένθερμη αποδοχή της ποσόστωσης στους διορισμούς.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διοργανώνει μια μεγάλη εκδήλωση για την 3η του Σεπτέμβρη και προσκαλεί στελέχη που έχουν αναφορά στο χώρο της κεντροαριστεράς, προκειμένου να αναπτύξει και αυτός πρωτοβουλία, με τα ίδια όμως χαρακτηριστικά, δηλαδή να επιτύχει μια πανστρατιά στα μέτρα του. Τους θέλει όλους, αλλά προηγούνται οι δικοί του. Ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, άλλωστε, έχει πλήρη συμμετοχή και ευθύνη στην υπόθεση της διακυβέρνησης, οπότε οι αποφάσεις έχουν πλέον την υπογραφή του. Τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ένα περιορισμένο και γερασμένο ακροατήριο, είναι βασικά κόμμα που επιλέγουν συνταξιούχοι οι οποίοι συνδέθηκαν μαζί του από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Από την ώρα που συμμετέχει στην κυβέρνηση με πολιτικά στελέχη, δημιουργείται η αίσθηση μιας σχετικής ανάκαμψης που ακόμη και αν είναι πραγματική, οφείλεται στη συσπείρωση «πελατών » γύρω από ένα σύστημα που μπορεί ακόμη να παράγει «διευκολύνσεις» με τον παραδοσιακό τρόπο του παλαιοκομματισμού. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να δει εύκολα κανείς πώς αυτό το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως προωθητική δύναμη για τη δημιουργία ενός κεντροαριστερού σχήματος που θα επιχειρούσε την επιστροφή της πολιτικής, προς αντικατάσταση μίας διαχείρισης που εξαντλείται στην πανικόβλητη προσπάθεια εκπλήρωσης ποσοστικών στόχων και στην υπερ-επικοινωνία.

Πέρα από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, αλλά μαζί με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους βάσης, υπάρχουν πολλοί που αγωνιούν για το πώς θα εκφραστεί το συλλογικό ζητούμενο για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης, το οποίο θα υπερβαίνει τους μνημονιακούς παραλογισμούς και τις ελληνικές αγκυλώσεις/υστερήσεις. Μπορεί η πολιτική έκφραση αυτής της διεκδίκησης να προέλθει μέσα από συζητήσεις παρασκηνίου, στις οποίες συγκρούνται προσωπικές επιδιώξεις και στρατηγικές; Προφανώς όχι. Εκεί, όμως, βρισκόμαστε τώρα.

Διάφοροι μιλούν με διάφορους, λένε τα ίδια και τα ίδια, και δεν καταλήγουν πουθενά γιατί υπάρχει πρόβλημα στη διανομή των ρόλων και στη συγκρότηση της ιεραρχίας. Δεν διαφωνούν για ιδέες και θέσεις, απλώς σπρώχνονται για να πιάσουν την καλύτερη θέση. Αυτό λειτουργεί απωθητικά για τους καλύτερους και απομακρύνει οποιονδήποτε έχει κάτι να προσφέρει αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στους κανόνες του παιχνιδιού.

Είναι φανερό ότι ακόμη και αν όλες αυτές οι διεργασίες καταλήξουν κάπου και εμφανιστεί ένα σχήμα ή πρόπλασμα συμμαχικού σχήματος, δεν θα έχει απολύτως καμία τύχη αν δεν αποκτήσει κινηματικά χαρακτηριστικά, αν δηλαδή δεν λειτουργήσει από κάτω προς τα πάνω. Και για να λειτουργήσει από κάτω προς τα πάνω, έχει σημασία όχι ποιοι, αλλά τι θα πουν – το ΠΑΣΟΚ λέει ήδη, με την άσκηση διακυβέρνησης και αυτό που λέει δεν εμπνέει, αν δεν τρομάζει.

Τα ερωτήματα είναι πολύ συγκεκριμένα και δεν χρειάζεται τόση περισυλλογή και ζύμωση όση αυτή που έχει προηγηθεί τα τελευταία χρόνια. Ξέρουμε όλοι ποια είναι η καρδιά του ελληνικού προβλήματος: Η διαπλοκή, το κράτος, η φοροδιαφυγή, η ανυπαρξία παραγωγικής βάσης, οι θεσμικές στρεβλώσεις (λειτουργία Δικαιοσύνης και πολιτικού συστήματος) -με οποιαδήποτε σειρά. Αν απαντηθούν αυτά, έχουν απαντηθεί όλα, με πολύ καλύτερο, δικαιότερο και αποτελεσματικότερο τρόπο από αυτόν που εισηγείται η τρόικα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ελληνική εισήγηση.

Όσοι περιμένουν την ιστορία να τους καλέσει για να μας σώσουν, εκείνοι που θεωρούν ότι γεννήθηκαν ηγέτες, όσοι δεν αντέχουν χωρίς τον κεντρικό ρόλο, όποιοι πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα αλλά δεν τους αναγνωρίστηκε η σοφία τους, αυτοί που διατηρούν προσωπικούς «στρατούς» και ερωτεύτηκαν την εξουσία ή τον καθρέφτη τους, ίσως και τα δύο, καλό θα ήταν είτε να παραμερίσουν, είτε να καταδεχτούν να μας αποκαλύψουν την πρότασή τους, αν έχουν, αντί να διαγκωνίζονται για τη σειρά με την οποία θα μπουν τα ονόματα στη μαρκίζα -όπως οι Κιάμοι.