«Πάγωμα» της καταναλωτικής πίστης και έμφαση στα στεγαστικά δάνεια περιλαμβάνει ο σχεδιασμός των ελληνικών τραπεζών για τα επόμενα χρόνια, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανιστεί η σχετική ζήτηση, που σήμερα είναι ανύπαρκτη.

Είναι ενδεικτικό ότι, στο πρώτο εξάμηνο του έτους, χορηγήθηκαν μόλις 50 εκατ. ευρώ στεγαστικά δάνεια, περίπου 500 δάνεια σε όλη την Ελλάδα, παρότι οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να παράσχουν χρηματοδότηση άνω των 400 εκατ. ευρώ στο διάστημα αυτό.
Η ζήτηση, τα τελευταία χρόνια, παραμένει εξαιρετικά ισχνή, καθώς οι καταναλωτές, βλέποντας τα εισοδήματά τους να μειώνονται και το γενικό περιβάλλον να είναι ασταθές, δεν προχωρούν σε συναλλαγές σε ακίνητα, τα οποία άλλωστε πλήττονται πολλαπλώς από φορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις.

Οι σχεδιασμοί των τραπεζών, που έχουν ορίζοντα τριετίας, στηρίζονται πάντως σε εκτιμήσεις βελτίωσης των μακροοικονομικών συνθηκών και αναβίωσης κάποιας ζήτησης, για στεγαστικά.

Αντιθέτως, ο σχεδιασμός σχεδόν αποκλείει την καταναλωτική πίστη, η οποία θα κινηθεί σε εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς, με εξειδικευμένα προϊόντα και με αυστηρότερο πλαίσιο, τα επόμενα χρόνια.

Και στο κομμάτι αυτό της δραστηριότητας, πάντως, δεν υφίσταται ζήτηση, αφού έχει «παγώσει» εν γένει η κατανάλωση, ενώ οι υψηλές επισφάλειες στα υφιστάμενα υπόλοιπα δημιουργούν προβληματισμό.

Αδυναμία αποπληρωμής

Τα καταναλωτικά δάνεια είναι η πιο «ευπαθής» κατηγορία χορηγήσεων, με τις καθυστερήσεις να φθάνουν στο 42,4% στο πρώτο τρίμηνο, ενώ ανησυχητική για τις τράπεζες είναι η δυσκολία αποπληρωμής στα στεγαστικά δάνεια, που καταγράφεται στο 23% των δανείων, καθώς αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία στην οποία έχουν περιέλθει οι ιδιώτες.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα στεγαστικά παραμένουν στο βασικό πυρήνα της τραπεζικής δραστηριότητας και θα επανέλθουν στη στρατηγική των ομίλων, βοηθούσης και της συγκυρίας.

Στο πρώτο εξάμηνο του έτους, υπολογίζεται σε 50 εκατ. ευρώ το συνολικό ποσό των στεγαστικών που δόθηκαν από το σύστημα για την αγορά κατοικίας και μόλις 500 τον αριθμό τα δάνεια, ενώ από πλευράς των τραπεζών υπήρχε η δυνατότητα χρηματοδότησης ποσού μεταξύ 400 και 500 εκατ. ευρώ. Η ζήτηση είναι κάτι περισσότερο από ασθενής, αναφέρει στη «Ν» στέλεχος μεγάλης τράπεζας, και είναι ενδεικτικό ότι πελάτες, που ξεκινούν τη διαδικασία, στη συνέχεια επιλέγουν να τη διακόψουν, από φόβο για τις εξελίξεις στο άμεσο μέλλον.

Αιτήματα που φθάνουν στα γκισέ των τραπεζών αφορούν κυρίως αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανείων ή κάποια ρύθμιση, εξαιτίας της αδυναμίας εξυπηρέτησης του δανείου, ενώ μικρότερες τράπεζες, πριν υπαχθούν σε κάποιον από τους μεγάλους ομίλους, δεν έδωσαν ούτε ένα στεγαστικό μέσα στο εξάμηνο.

Αβεβαιότητα και φορολογία

Η έλλειψη της ζήτησης, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, εκπορεύεται από την αβεβαιότητα των νοικοκυριών σχετικά με την απασχόληση και τα μελλοντικά τους εισοδήματα, την υψηλή φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων στα τελευταία έτη, ενώ είναι προφανές ότι και η στάση των τραπεζών είναι πιο προσεκτική πλέον σε όλες τις κατηγορίες χορηγήσεων.

Η κατάργηση των προγραμμάτων του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας αλλά και η προσδοκία ότι οι τιμές των ακινήτων θα υποχωρήσουν, λειτουργούν επίσης ανασταλτικά.

Τα business plans των τραπεζών προβλέπουν σταδιακά, μέσα στα επόμενα χρόνια, υψηλότερα budgets για τη στεγαστική πίστη, ενώ, όσον αφορά την καταναλωτική πίστη, η χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη και με εξειδικευμένα προϊόντα.

Η χρυσή περίοδος

Η υποχώρηση της ζήτησης ακινήτων αποτυπώνεται στο σταθερά αρνητικό ρυθμό μεταβολής των στεγαστικών δανείων, ο οποίος από το -0,3% το 2010, διευρύνθηκε στο -3,4% το 2012 και στο πρώτο εξάμηνο του 2013 διαμορφώνεται σε -3,2%.
Είναι ενδεικτικό ότι τη χρυσή περίοδο της στεγαστικής πίστης και μόνο σε ένα έτος, το 2006, οι τράπεζες έδωσαν 120.000 νέα στεγαστικά δάνεια, συνολικού ύψους 16 δισ. ευρώ.

Πηγή