ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ἡ ἀπόπειρα ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σέρβων ἀπό τὸν Αὐτοκράτορα Ἡράκλειον εἶχε ἐλαχίστην ἐπιτυχίαν, διότι: α) Ἡ Ἱεραποστολή ὠργανώθη ἀπό τήν Ρώμην, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς ὁποίας τότε ἀνῆκε ἡ περιοχή, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυττον εἰς τούς Σέρβους λατινιστί. β) Οἱ λατίνοι ἱεραπόστολοι δὲν ἐκήρυξαν εἰς ὅλα τὰ σερβικά φύλα, ἀλλά μόνον εἰς ὡρισμένα. γ) Αἱ περιοχαὶ εἰς τὰς ὁποίας ἐγκατεστάθησαν οἱ Σέρβοι εἶχον ἐρημωθεῖ λόγω τῶν βαρβαρικων ἐπιδρομῶν καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἰκανός ἀριθμός παλαιοτέρων χριστιανῶν κατοίκων ἵνα διὰ τῆς συναναστροφῆς μετ’ αὐτῶν γνωρίσουν τὸν χριστιανισμόν. δ) Πολλοί Σέρβοι ἡγεμόνες ἀντέδρον εἰς τὸν ἐκχριστιανισμόν καί τά τέκνα τῶν ἐλαχίστων βαπτισθέντων συνήθως δὲν ἐβαπτίζοντο (Γόνης, 2001).
Περί τὰ τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος ἀπέστειλον οἱ Σέρβοι πρέσβεις πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα ἡμῶν Βασίλειον Α΄, αἴτημα νὰ ἀποστείλει πρὸς αὐτούς Ἱεραποστόλους διὰ νὰ ἐκχριστιανισθοῦν, μιμούμενοι τό παράδειγμα τῶν συγγενῶν των Βουλγάρων καὶ Ρώσων καὶ διαπιστοῦντες τὰ ὀφέλη ἐκ τῆς δημιουργίας σλαυϊκῆς γραφῆς ὑπό τῶν βυζαντινῶν Ἱεραποστόλων. Εἰς τὸν ἐκχριστιανισμόν των πολύ συνετέλεσαν καὶ οἱ Μαθηταί τῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἤδη τό Ἀνατολικόν μέρος τῆς χώρας των ὑπήγετο εἰς τὸ ἀνατολικόν Ἰλλυρικόν, τὸ ὁποῖον εἶχε ὑπαχθεῖ ἀπό τὴν ἐποχήν τῆς εἰκονομαχίας εἰς τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως (ἔ.ἀ.).
Τό 1018 μέρος τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπεδόθησαν ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειον Β′εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Ἀχρῖδος. Εἰς αὐτήν συμπεριελήφθησαν και ἐδάφη τῆς Νοτίου Σερβίας (Κωνσταντίνου, 2003).
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ αὐτοκέφαλη Ἀρχιεπισκοπή Ἀχρῖδος (ὁ πλήρης τῖτλος ἦτο: «Ἀρχιεπισκοπή Ἀχριδῶν καί πάσης Βουλγαρίας» καὶ πολύ ἀργότερον προσετέθη καί τὸ «Πρώτης Ἰουστινιανῆς») ἱδρύθη ἀντικανονικῶς ἀπό τὸν Αὐτοκράτορα Βασίλειον Β′(975-1025), μετά τήν κατάλυσιν τοῦ Βουλγαρικοῦ κράτους, ἄνευ οὐδεμίας ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως μὴ δυναμένου νὰ ἀντιδράσῃ εἰς τήν βούλησιν τοῦ ἰσχυροῦ Αὐτοκράτορος (ἔ.ἀ.).
Κατὰ τὸν G. Ostrogorsky ὁ Αὐτοκράτωρ Βασίλειος Β, προέβη εἰς τήν ἵδρυσιν τῆς αὐτοκεφάλου ταύτης Ἀρχιεπισκοπῆς, ἀφ’ ἑνός διὰ νὰ ἀποδυναμώσῃ τὴν ἰσχύν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δημιουργών ἕν ἀντίβαρον ὑπό τόν ἔλεγχόν του καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς μέρος τῆς πολιτικῆς αὐτοῦ διὰ τόν πλήρη ἔλεγχον τῶν Βουλγάρων. Παρεχώρησεν εἰς αὐτούς τὴν αἴσθησιν ὅτι ἐνῷ ἀπώλεσαν τήν πολιτικήν καί στρατιωτικήν διοίκησιν, διέθετον τουλάχιστον αὐτοκέφαλον ἐκκλησιαστική διοίκησιν, διατηρών διά τόν ἑαυτόν του τό δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρῖδος ἀπό τόν κλῆρον τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως (ἔ.ἀ.).
Ἂς σημειωθῇ ἐπίσης ὅτι ἡ συμπερίληψις εἰς τήν νεοσύστατον Ἀρχιεπισκοπήν καί ἀμιγῶς Ἑλληνικῶν ἐπαρχιῶν, συνέτεινε ὥστε νὰ ἀπωλέση βαθμιαίως τόν Βουλγαρικόν αὐτῆς χαρακτῆρα. Ἤδη ἀπό τόν 12ον αἰῶνα, ὅτε ἀνεσυστήθη ἀνεξάρτητον Βουλγαρικόν Κράτος, εἰς τὴν Κάτω Μοισίαν (νῦν Βουλγαρίαν), ὁ Ἀχρῖδος ἐξηκολούθη νὰ φέρῃ τὸν τῖτλον «πάσης Βουλγαρίας», …ἄνευ Βουλγαρίας, ἤτοι δίχως νὰ διαθέτῃ οὐδεμίαν Βουλγαρικήν ἐπαρχίαν, καθώς ὑφίστατο Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία εἰς Βουλγαρίαν μέ ἕδραν τὴν Ἀρχιεπισκοπήν Τυρνόβου (Πατριαρχεῖον ἀπό τό 1235) (ἔ.ἀ.).