Tου Σταθη N. KαλυβαΚαθηγητή του Πανεπιστημίου Yale
 
Το κλασικό μοντέλο του διανοούμενου υπήρξε αυτό του οραματιστή της ουτοπίας. Παλιότερα, τους αποκαλούσαν προφήτες. Αθεράπευτα ρομαντικοί, αιώνια απαισιόδοξοι, πάντοτε θυμωμένοι, με δραματικό οίστρο και ατράνταχτη γνώμη περί παντός επιστητού, αναφέρονται και προσβλέπουν σ’ έναν τέλειο κόσμο, η σύγκριση του οποίου με την πεζή, καθημερινή πραγματικότητα αποβαίνει αναπόφευκτα καταλυτική σε βάρος της δεύτερης. Ρέπουν λοιπόν προς τη μεγαλόσχημη καταγγελία στο όνομα κάποιας παρελθούσας ή μελλοντικής, αλλά πάντοτε ασαφούς, ουτοπίας, θεωρώντας ταυτόχρονα πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Αρχέτυπο του μοντέλου αυτού υπήρξε ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ενώ στη χώρα μας διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Μίκης Θεοδωράκης.

 
Οι διανοούμενοι αυτού του είδους βοήθησαν στο παρελθόν να αιματοκυλιστεί η ανθρωπότητα στο όνομα των ουτοπικών ιδεολογιών τους. Ομως, οι σημερινές ανεπτυγμένες κοινωνίες δεν προσφέρουν γόνιμο έδαφος στους προφήτες, με αποτέλεσμα όσοι επιδιώκουν τον ρόλο αυτό να ξεπέφτουν στο επίπεδο της φάρσας: χαρακτηριστική περίπτωση στα δικά μας, ο Λάκης Λαζόπουλος.  
 
Αντίθετα, το μοντέλο του προφήτη διανοούμενου εξακολουθεί να ανθεί εκεί όπου η ανάπτυξη είναι μπλοκαρισμένη, η ελευθερία περιορισμένη και η παιδεία ανεπαρκής. Δεν είναι τυχαίο πως η πλέον διαδεδομένη ουτοπική ιδεολογία της μετακομμουνιστικής εποχής, ο ισλαμισμός, ανθεί στις κοινωνίες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
 
Η ταύτιση της πολιτικής ουτοπίας με τις μαζικές σφαγές του 20ού αιώνα οδήγησε από νωρίς στον ισχυρισμό πως εξέλειπε η κοινωνική χρησιμότητα των διανοουμένων. Αυτό ισχυρίστηκε ο Καρλ Μανχάιμ στο κλασικό του βιβλίο «Ιδεολογία και Ουτοπία», ήδη από το 1929. Υποστηρίχθηκε, αντίθετα, πως οι κοινωνίες χρειάζονται τεχνοκράτες με εξειδικευμένη γνώση.
 
Η οικονομική κρίση, όμως, δείχνει και κάτι άλλο: πως ακόμα και σε εξειδικευμένα πεδία γνώσεων υφίσταται σημαντικό περιθώριο απόκλισης απόψεων. Πως οι επιμέρους αντιλήψεις συχνά νοηματοδοτούνται διαφορετικά ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο θα τοποθετηθούν. Πως ακόμα και βραχυπρόθεσμες προβλέψεις σ’ αυτά τα πεδία παραμένουν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένες. Και πως αρκετές φορές, φαινομενικά τεχνικές διαφωνίες εδράζονται σε υπόρρητες αξιακές διαφορές.
Το 2006, ο Αμερικανός πολιτικός ψυχολόγος Φίλιπ Τέτλοκ έδειξε σε ένα σημαντικό βιβλίο («Expert Political Judgment»), πως οι προβλέψεις των ειδικών για μια σειρά πολιτικών ζητημάτων είχαν το ίδιο ποσοστό επιτυχίας με αυτές των μη ειδικών.  

Ως αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, υποστήριξε τον αναγκαίο ρόλο διανοουμένων με σφαιρική αντίληψη και ευρύ πεδίο γνώσεων.

 
Υπόδειγμα τέτοιου διανοούμενου υπήρξε ο Τόνι Τζαντ που πέθανε  σε ηλικία 62 ετών. Γεννημένος στο Λονδίνο, εβραϊκής καταγωγής και πολιτογραφημένος Νεοϋορκέζος, ο Τζαντ ήταν αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς. Ξεκινώντας από την ιστορία της Γαλλικής Αριστεράς, ασχολήθηκε στη συνέχεια με την ιστορία των Γάλλων διανοουμένων προτού συγγράψει το 2005 το κορυφαίο ίσως βιβλίο για τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία («Postwar»). Τον διέκριναν τρία βασικά χαρακτηριστικά:
 
Το πρώτο ήταν πως παρά το εύρος τους, οι παρεμβάσεις του δεν ήταν ποτέ άσχετες με το ερευνητικό του πεδίο.Αντίθετα αυτό ήταν που τις τροφοδοτούσε. Η γνώση του, ιδιαίτερα, της γαλλικής ιστορίας ήταν εμφανής στα άρθρα του. Δεν διέκοψε την έρευνα, δεν υπήρξε επιστημονικά στείρος και δεν μεταμορφώθηκε σε επαγγελματία διανοούμενο. Αντίθετα με τον Νόαμ Τσόμσκι ή τον Χάουαρντ Ζιν, ο Τζαντ έχαιρε επιστημονικής εκτίμησης στις κοινωνικές επιστήμες.
 
Το δεύτερο ήταν πως δεν δίσταζε ποτέ να γίνει δυσάρεστος. Εγραφε με ευθύ και καθαρό τρόπο, δεν στρογγυλοποιούσε, δεν φοβόταν τις αντιδράσεις. Επεδίωκε την κάθετη παρέμβαση και ενίοτε την πρόκληση.Περιφρονούσε τις πολιτικές και επιστημονικές μόδες και θεωρούσε πως ο ρόλος του διανοούμενου είναι η απομυθοποίηση βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων και η συμβολή στην κοινωνική αυτογνωσία. Αντιπαθούσε και καυτηρίαζε την αρλουμπολογία των λεγόμενων «πολιτισμικών σπουδών» (και παλιότερα των μαρξιστικών προσεγγίσεων) που την παρομοίαζε με διανοητική ρύπανση. Στην τελευταία του συνέντευξη δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Σλοβένο συγγραφέα Σλαβόι Ζίζεκ (που φαίνεται να έχει αρκετούς θαυμαστές στη χώρα μας) «γελοίο» και να προσθέσει πως «αν αντιπροσωπεύει το μέλλον των διανοουμένων, τότε οι διανοούμενοι δεν έχουν μέλλον». Σιωνιστής ακτιβιστής στα νιάτα του (κατετάγη ως εθελοντής στον ισραηλινό στρατό στη διάρκεια του πολέμου των Εξι Ημερών), υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στην πολιτική του Ισραήλ, με αποτέλεσμα να αποκτήσει στρατιές εχθρών, πράγμα που διαπίστωσα και προσωπικά όταν τον προσκάλεσα στην επιστημονική επιτροπή του συνεδρίου για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2008.
 
Το τρίτο χαρακτηριστικό του ήταν η συνύπαρξη της μαχητικότητας με την απουσία πολιτικής στράτευσης. Οπως έγραψε ένας δημοσιογράφος, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προβλέψει κανείς ποια θα ήταν η θέση του για κάποιο θέμα. Ηταν, για παράδειγμα, γνωστός για την κριτική που άσκησε στη σκέψη των αριστερών Γάλλων διανοουμένων. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να υπερασπιστεί με σθένος τον κοινωνικό ρόλο του κράτους. Αγαπούσε την Αμερική αλλά την κριτίκαρε σκληρά. Υποστήριξε την επέμβαση στο Κόσοβο αλλά υπήρξε από τους πιο σκληρούς Αμερικανούς πολέμιους της εισβολής στο Ιράκ. Στην Ευρώπη τον θεωρούσαν φιλελεύθερο και στην Αμερική σοσιαλδημοκράτη. Υπήρξε και τα δύο συγχρόνως, δίχως η στάση του αυτή να είναι αντιφατική.
 
Παράλυτος από τις συνέπειες της νόσου Λου Γκέριγκ, «παγιδευμένος στο σώμα του» όπως έγραψε ο ίδιος, ο Τζαντ διατήρησε αμείωτη την πνευματική του διαύγεια και τη μαχητική του διάθεση ώς το τέλος.