Της Μιράντας Ξαφά
Το νομοσχέδιο για τον νέο φόρο ακίνητης περιουσίας αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και παράδειγμα προς αποφυγήν. Στην προσπάθειά της να εισπράξει τα πολυπόθητα 2,9 δισ. ευρώ που απαιτούνται για να «κλείσει» ο προϋπολογισμός του 2014, η κυβέρνηση επιδιώκει να βεβαιώσει φόρους ύψους 3,6 δισ. ευρώ.
Ήδη εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία αντιμετωπίζουν το φάσμα των ποινικών διώξεων και των κατασχέσεων των περιουσιακών τους στοιχείων.
Παράδειγμα του παραλογισμού του συστήματος είναι το εξής: Δύο ιδιοκτήτες οικοπέδων 1.000 τ.μ. έκαστος στην ακριβότερη περιοχή, με συντελεστή δόμησης 0,4 (όπως ισχύει στην Εκάλη για παράδειγμα), ο ένας εκ των οποίων έχει χτίσει σπίτι στο οικόπεδό του ενώ ο άλλος όχι, θα πληρώσουν αντίστοιχα ο μεν πρώτος 0,4 x 1.000m2 x 17 ευρώ = 6.800 ευρώ, ενώ ο δεύτερος 1.000m2 x 30 ευρώ=30.000 ευρώ τον χρόνο!
Αλλά ο παραλογισμός δεν εξαντλείται εκεί. Οι «αντικειμενικές αξίες» που καθορίζουν τις τιμές ζώνης δεν έχουν καμία σχέση με τις αγοραίες τιμές που ισχύουν σήμερα. Οι αντικειμενικές αξίες δεν έχουν αλλάξει από τα προ κρίσης επίπεδα του 2007.
Η επιβολή ενός φόρου που είναι εκ προοιμίου βέβαιο ότι μια μεγάλη μερίδα φορολογουμένων αδυνατεί να πληρώσει είναι ανήθικη και αντιπαραγωγική.
Η προγραμματική συμφωνία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ προσβλέπει στην «ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το 2016, χωρίς να τροφοδοτείται η ύφεση» και επιδιώκει «τη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής […] και την αποκατάσταση αδικιών». Πώς συμβαδίζουν αυτοί οι στόχοι με τη νέα φορολογία;
Τη ίδια ώρα που προσβλέπει στην αποκατάσταση αδικιών δημιουργεί νέες. Την ίδια ώρα που καθιστά μόνιμο το χαράτσι που επέβαλε ο κ. Βενιζέλος το 2011 για να καλύψει τρύπες του προϋπολογισμού, αντιμάχεται την τρόικα για να κρατήσει στη ζωή αμυντικές επιχειρήσεις-ζόμπι που έχουν στοιχίσει δισεκατομμύρια στους φορολογουμένους.
Ποιος θέλει να επενδύσει σε μια οικονομία που φορολογεί βαρύτατα το κεφάλαιο;