Από την Αγγελική Σπανού

 Ούτε που μας απασχόλησε η είδηση: Η Ιρλανδία και η Ισπανία αφήνουν πίσω τους το μνημόνιο και βγαίνουν από τον κύκλο των χωρών που εξαρτώνται από το μηχανισμό διάσωσης. Δεν σημαίνει αυτό ότι θα εγκαταλείψουν τη δημοσιονομική πειθαρχία ούτε ότι ξαφνικά οι πολίτες τους θα απολαύσουν εντυπωσιακή ευημερία. 

Σημαίνει όμως ότι αποδεσμεύονται από τους ασφυκτικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι δανειστές στην οφειλέτρια χώρα που πέφτει στην ανάγκη τους. Σημαίνει επίσης ότι ανακτούν την εθνική τους κυριαρχία η οποία προϋποθέτει οικονομική αυτοδυναμία. Σημαίνει, το σημαντικότερο, ότι θα έχουν πια τη δυνατότητα να οργανώσουν την ανάκαμψη, να ενισχύσουν το κοινωνικό κράτος, να αποκαταστήσουν αδικίες, να στηρίξουν τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης, όσους βρέθηκαν στο περιθώριο ή και πέρα από αυτό.

Μπορεί να μην τα καταφέρουν τελικά: Γιατί η ανάπτυξη στην ευρωζώνη το 2014 προβλέπεται αναιμική, η πολιτική ελίτ στην Ισπανία βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με αποκαλύψεις σκανδάλων διαφθοράς και η ανεργία παραμένει σε εκρηκτικά ύψη, ειδικά μεταξύ των νέων, ενώ η Ιρλανδία έχει έλλειμμα γύρω στο 7% και, το κυριότερο ίσως, ένα στα πέντε στεγαστικά δάνεια είναι “κόκκινο”, γεγονός που εμπνέει ανησυχία για το βάθος της εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Μπορεί, όμως, και να τα καταφέρουν: Γιατί ήδη έδειξαν μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια ανόρθωσης της οικονομίας τους, που χτυπήθηκε από τραπεζική και όχι δημοσιονομική κατάρρευση, κάτι διαφορετικό από τα δικά μας, αλλά η συνταγή που εφαρμόστηκε και εκεί ήταν μια παραλλαγή αυτής που ξέρουμε.

Αν αιφνιδιαστήκαμε με την αναγγελία του αντιπροέδρου της Κομισιόν Ολι Ρεν στο τελευταίο Γιούρογκρουπ ότι η έξοδος της Ιρλανδίας και της Ισπανίας από τα προγράμματα προσαρμογής θα γίνουν η πρώτη στα μέσα Δεκεμβρίου και η δεύτερη τον Ιανουάριο του 2014 είναι γιατί και οι δύο αυτές χώρες δεν έκαναν μεγάλη φασαρία. Ούτε κήρυτταν κάθε τρίμηνο τον πόλεμο στους πιστωτές, ούτε διαφήμιζαν το success story τους, ούτε υπήρχε στο εσωτερικό τους ο διαχωρισμός ανάμεσα στους «νενέκους» και τους «επαναστάτες» της λίρας ή της πεσέτας. Πόσο μάλλον δεν θεωρούσαν αυτονόητη τη διαγραφή του χρέους τους και ιστορικό τους δικαίωμα τα δανεικά, δεν χαρακτηρίστηκαν από αντιμεταρρυθμιστική μανία και δεν έψαχναν ξένους εχθρούς για να τους φορτώσουν την κακή τους μοίρα.

Η Ιρλανδία μπήκε σε μνημόνιο το Δεκέμβριο του 2010, δηλαδή έξι μηνες μετά την Ελλάδα, και πήρε συνολικά 85 δισ. ευρώ για να σώσει τις τράπεζές της, ενώ υιοθετήθηκαν επτά πακέτα λιτότητας ύψους άνω των 30 δισ. ευρώ. Η Ισπανία κατάφερε να μην μπει σε μνημόνιο και να πάρει δάνεια ύψους 41,3 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαικό Μηχανισμό Σταθερότητας για τις τράπεζές της. Και οι δύο χώρες βρίσκονται τώρα στην ευχάριστη θέση να πάρουν την τελευταία δόση από τα συμφωνημένα δάνεια, ύψους 600 και 800 εκατομμυρίων ευρώ. Τα επόμενα δύο χρόνια θα γίνεται έλεγχος ανά εξάμηνο της πορείας της οικονομίας τους, στο πλαίσιο των νέων κανονισμών που θα ισχύουν για ολόκληρη την ευρωζώνη.

Έτσι κι αλλιώς η δημοσιονομική εποπτεία θα είναι εξαιρετικά αυστηρή στο εξής, με ή χωρίς μνημόνια. Οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα ελέγχονται αυστηρά από την Κομισιόν και θα επιβάλλεται διόρθωση αν κρίνεται ότι κινούνται εκτός πλαισίου του ευρωσυστήματος. Οι κανόνες της σιδηράς πειθαρχίας θα ισχύουν για όλους, αυτό που θα κάνει τη διαφορά είναι το αν ανήκει μια χώρα στη δεύτερη ταχύτητα των αποκλεισμένων από τις αγορές.

Μένουμε πια εμείς, η Πορτογαλία και η Κύπρος. Η Πορτογαλία πηγαίνει καλά και δεν ακούγεται καθόλου, η Κύπρος έχει καταφέρει να εκπλήξει τις Βρυξέλλες με τις επιδόσεις της και με τη γρήγορη και δημιουργική προσαρμογή στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το σοκαριστικό χτύπημα στο τραπεζικό της σύστημα. Εμείς;

Η πρόοδος της Ιρλανδίας και της Ισπανίας αξιοποιείται ήδη από τη Γερμανία για να υποστηριχθεί ότι η μέθοδος που ακολουθείται για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι επιτυχημένη. Υπάρχουν πλέον παραδείγματα να επικαλεστούν στο Βερολίνο προκειμένου να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της ανάγκης συνέχισης των περιοριστικών πολιτικών. Είναι ο αντίστροφος λόγος αυτός για τον οποίο στο εσωτερικό δεν έγινε καθόλου συζήτηση για την έξοδο της Ιρλανδίας και της Ισπανίας από τα προγράμματα προσαρμογής. Γιατί δεν συμφέρει να υπενθυμιστεί ότι η Ελλάδα ξαναγίνεται «ειδική περίπτωση» και πολύ περισσότερο να υπενθυμιστούν οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Δεν βολεύει να εξηγηθεί εκ των υστέρων πόσο ανεδαφική ήταν από την αρχή η θεωρία της «συμμαχίας του Νότου» και πόσο μεταφυσική η ελπίδα για συνολική ευρωπαϊκή λύση μέσα στην οποία θα χαθεί η εθνική μας ανεπάρκεια.

Όσο δεδομένες είναι οι ευθύνες της Γερμανίας άλλο τόσο προφανές είναι ότι η κρίση δεν είναι ίδια για όλους. Και το πόσο γρήγορα θα βγει κάθε χώρα από το μνημόνιο δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Εξαρτάται από την διαχειριστική ικανότητα των κυβερνώντων, από την ωριμότητα του συνόλου των κομμάτων, από την υπευθυνότητα της κοινωνίας, τελικά από το επίπεδο του συλλογικού πολιτισμού και την κατανόηση των αιτίων της κατάρρευσης ώστε να βρεθούν οι δρόμοι της υπέρβασης. Στην περίπτωσή μας καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν συντρέχει.

Ίσως δεν είμαστε απλώς ειδική αλλά και ανίατη περίπτωση, αφού για να βρεθεί λύση πρέπει πρώτα να αναγνωριστεί το πρόβλημα και εμείς απέχουμε ακόμη πολύ από κάτι τέτοιο. Αντί να κάνουμε τη δουλειά που χρειάζεται για να απαλλαγούμε από το μνημόνιο κάνουμε πόλεμο με την Τρόικα και μεταξύ μας -που είναι πιο ξεκούραστο.

Αλλά έτσι κανείς δεν βγαίνει, μόνο μπαίνει βαθύτερα.