Του Μάριου Ευρυβιάδη

Ο σουρεαλισμός των διαπραγματεύσεων στην Λευκωσία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αποκαλύφθηκε σε  όλο του το μεγαλείο για ακόμη μια φορά και λίγο μετά την εξαγγελθείσα συνάντηση του Αναστασιάδη με το iç-oğlan (το παιδί που κάνει τα θελήματα του «εσωτερικού χώρου») της Άγκυρας, τον Έρογλου.

 Ενώ είχε προαγγελθεί το δείπνο για την 25η Νοεμβρίου, ήδη από τις 22 Νοεμβρίου τα διεθνή και τοπικά ΜΜΕ μας ενημέρωναν, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, ότι η Τουρκία «δέσμευσε» περιοχές που περιλαμβάνουν τμήμα των χωρικών υδάτων όπως και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Κύπρου. Ο «δεδηλωμένος σκοπός» της δέσμευσης είναι η διεξαγωγή σεισμογραφικών ερευνών από το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, Barbaros Hayrettin Paşa, από τις 22 Νοεμβρίου μέχρι και τις 18 Δεκεμβρίου.

Δηλαδή, «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα». Οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, την «επίλυση» του, και κατά το τελευταίο  επικοινωνιακό φρούτο, την «επανένωση» (re-unification) της Κύπρου ήταν, είναι και θα παραμείνουν σουρεαλιστικές διότι διεξάγονται με ένα ελέφαντα, την Τουρκία μέσα στο δωμάτιο και τον οποίον όλοι προσποιούνται ότι δεν βλέπουν. Και αντίθετα με ό,τι κατά κόρο γράφεται, οι διαπραγματεύσεις αυτές ουδέποτε «τερματίσθηκαν» ώστε να χρειασθεί να «επαναρχίσουν». Είναι «οιονεί». Έχουν αρχίσει και διεξάγονται από τις 16 Αυγούστου 1974 (όταν και σταμάτησε, διακυρηκτικά, η επιδρομική επέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, και η οποία συνεχίζεται κατα καιρούς στη νεκρή ζώνη οπως έγινε μόλις πρόσφατα ) μεταξύ Λευκωσίας και Άγκυρας, μεταξύ του θύματος και του θύτη. Με την μια πλευρά να έχει ως διαπραγματευτικό χαρτί την υπόστασή της  ως κράτος και την άλλη τον τουρκικό στρατό κατοχής, του οποίου από τότε  η διάταξη μάχης παραμένει επιθετική  και υποδηλώνει την τουρκική βούληση για επίθεση.

Πέραν της επαπειλούμενης τουρκικής επιδρομής, η οποία επαναλαμβάνω υποδηλώνεται από τη διάταξη μάχης και που ως τέτοια δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα διότι «μιλά μόνη της» (και όλοι –διπλωμάτες και στρατιωτικοί- το γνωρίζουν), η Άγκυρα δεν σταματά να δείχνει τις προθέσεις της και να διαπραγματεύεται με την Λευκωσία, δια πράξεων και λόγου.

Έτσι με την ανακοίνωσή της της 22ας Νοεμβρίου, η Άγκυρα παρακάθισε και αυτή στο δείπνο της 25ης Νοεμβρίου ενισχύοντας το κάθε iç-oğlan της στην Λευκωσία που στην παρούσα συγκυρία τυγχάνει να είναι ο Έρογλου.

Σύμφωνα με τον κορυφαίο Thomas C. Schelling  (The Strategy of Conflict 1960, Arms and Influence 1966) και κάτοχο του Νομπέλ Οικονομίας (2005), επικρατεί η λανθασμένη αντίληψη ότι η έννοια της «διαπραγμάτευσης» αποτελεί ουσιαστικά μια κατ’ εξοχήν προφορική διαδικασία, επίσημη μάλιστα, η οποία δύναται να λαμβάνει χώρα μόνο όταν τα εμπλεκόμενα μέρη βρεθούν σε άμεση επικοινωνία, ο ένας έναντι του άλλου.

Στην περίπτωση της Κύπρου, όταν δηλαδή «επαναρχίσουν» οι συγκεκριμένες συνομιλίες, ή όταν «επανάρχισαν» πριν μερικά χρόνια μεταξύ Χριστόφια και Ταλάτ, μεταξύ Χριστόφια και Έρογλου, σήμερα μεταξύ Αναστασιάδη και Έρογλου (αφήνω κατά μέρος αυτές μεταξύ Μαυρογιάννη και δεν-ξέρω-πως-τον-λέν-τον άλλο, διότι σε αυτό το επίπεδο ξεφεύγουμε από τον σουρεαλισμό και πάμε στο υπερ-σουρεαλισμό).

Όμως, κατά τον Schelling , τα πράγματα στις διαπραγματεύσεις δεν έχουν έτσι. Η ουσία των διαπραγματεύσεων αφορά στην «επικοινωνία των προθέσεων», την εκατέρωθεν αντίληψη των επιδιώξεων, τον λεπτό χειρισμό προσδοκιών και προθέσεων των άλλων, την γνωστοποίηση απειλών, την επίδειξη αποφασιστικότητας και δυνατοτήτων, τον περιορισμό περιθωρίων συμβιβασμού, τη διαμόρφωση εχθρικού, φιλικού ή πολιτισμένου κλίματος αμοιβαίου σεβασμού και άλλα συναφή.

Έτσι οι διαπραγματεύσεις, που έχουν επίσημο χαρακτήρα συνομιλιών, αποτελούν ένα μέρος μόνο και μάλιστα, όπως υπογραμμίζει ο Schelling, «μικρό ποσοστό» της ευρύτερης και πραγματικής διαπραγμάτευσης που διεξάγεται. Και με δεδομένο ότι «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» είναι οι «πράξεις και οι επιδιώξεις» των παικτών που διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο.

Και πάλι, στην περίπτωση της Κύπρου έχουμε την Τουρκία να «βαρβαρίζει» δια του Barbaros Hayrettin Paşa. Διακηρύττει έτσι η Άγκυρα τη συνειδητή της πρόθεση καταναγκασμού της Λευκωσίας. Και ακριβώς επειδή οι διαπραγματεύσεις αφορούν την «επικοινωνία προθέσεων» η Λευκωσία δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη πολιτική  και νομική  τοποθέτησή της που έγινε από το Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς επίσης και της καταγγελίας της σε διεθνή φόρα. Αυτές ήταν επιβεβλημένες κινήσεις που έπρεπε να γίνουν και καλώς έγιναν. Ωστόσο δεν είναι αρκετές.

Το μήνυμα που πρέπει να εισπράξει η Άγκυρα είναι πως η Λευκωσία γνωρίζει ότι είναι με αυτή, την Άγκυρα, που διαπραγματεύεται  και όχι με τον κάθε Έρογλου. Και ότι συνεπώς (α) υπάρχει διασύνδεση (το περίφημο/περιβόητο Κισσενκεριακό linkage) με τα λόγια και πράξεις της Άγκυρας και τις συνομιλίες στην Λευκωσία και (β) ότι υπάρχει linkage με όλες τις θεσμικές επιδιώξεις της Άγκυρας και για τις οποίες η Λευκωσία έχει λόγο, όπως π.χ. ανοίγματα κεφαλαίων στην ΕΕ, ζητήματα ευρωπαικής ασφάλειας/NATO και όχι μόνο.

Επιπλέον το μήνυμα αυτό πρέπει να το εισπράξουν Βρυξέλλες, Λονδίνο και Ουάσιγκτον, τουλάχιστον. Και πρέπει να το εισπράξουν με τον πιο επίσημο τρόπο από την Λευκωσία, από τον Πρόεδρο και τον Υπουργό Εξωτερικών. Ότι δηλαδή δεν έχουν κανένα νόημα οι «διαπραγματεύσεις» όταν η άλλη πλευρά, η Άγκυρα, στοχεύει στον καταναγκασμό και το αποδεικνύει καθημερινά με βαρβαρισμούς, απειλές και φωνασκίες.

Η διασύνδεση που πρέπει να γίνει πάραυτα είναι ότι η Λευκωσία δεν μπορεί να «συμμετέχει» σε διαπραγματεύσεις με την άλλη πλευρά –με την Άγκυρα , μέχρι και τις 18 Δεκεμβρίου όταν θα τερματιστούν οι  προγραμματισμένα  στοχευμένες  προκλήσεις των Τούρκων  Και μετά τα Χριστούγεννα και εφόσον άλλες παρόμοιες προκλήσεις δεν επαναληφθούν τότε βλέπουμε. Έτσι είναι που διεξάγονται οι πραγματικές διαπραγματεύσεις  και όχι οι σουρεαλιστικές. Τουλάχιστον κατά τον Schelling.

Η Κύπρος είναι κράτος, αυτόνομο και αυτεξούσιο. Είναι υποκείμενο και όχι αντικείμενο. Δεν είναι κανενός τσογλάνι. Εχει υπόσταση.  Και λογω ακριβώς αυτής της κρατικής της υπόστασης διαθέτει όλη την εργαλειοθήκη του διακρατικού συστήματος για να υπερασπίζεται τα αυτονόητά της συμφέροντα. Μόνη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο παραμένει η πολιτική βούληση των ταγών της να τη χρησιμοποιήσουν.