Αναβρασμός & ένταση στην Δυτική Ευρώπη με αφορμή την "εκλογή" του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού, κ. Ιώβ για την Εξαρχεία των Ρωσικών κοινοτήτων

 Παναγιώτατε,

Σεβασμιώτατοι,

Με αληθινή θλίψη σάς απευθύνουμε την επιστολή αυτή, σχετικά με την πολυσυζητημένη διαδοχή του αειμνήστου και αγαπητού μας Αρχιεπισκόπου Κομάνων Γαβριήλ. Σας βεβαιώνουμε δε ότι έχουμε εμπιστοσύνη στην ευαγγελική στοργή με την οποία θα μας περιβάλλετε.

Χωρίς να αμφισβητούμε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού Ιώβ, την οποία πραγματοποιήσατε την 2α Νοεμβρίου 2013, επιθυμούμε να σας εμπιστευθούμε την ταραχή που προκλήθηκε από τις συνθήκες της εκλογής. Πράγματι, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να υποταχθούμε στην απόφασή σας, δεδομένου ότι η τωρινή κατάσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σας δίδει απόλυτη εξουσία απόφασης όσον αφορά το κανονικό μας είναι. Από πιστότητα, όμως, στην αλήθεια και για την τιμή των παιδιών μας που θα κληρονομήσουν αυτή την κατάσταση, θέλουμε να μην αφήσουμε τον πόνο μας καταχωνιασμένο στη σιωπή.

Εδώ και εκατό χρόνια σε λίγο, η Αρχιεπισκοπή μας είναι ριζωμένη στη Δυτική Ευρώπη, όπου αποτελεί την πιο αρχαία ορθόδοξη εκκλησιαστική οντότητα. Μαζί με τις άλλες Ορθόδοξες τοπικές επαρχίες που δημιουργήθηκαν αργότερα, η Αρχιεπισκοπή συνεχίζει τη μαρτυρία του Χριστού την οποία οι Άγιοι Απόστολοι παρέδωσαν στην Εκκλησία. Από το 1931, έχουμε το προνόμιο να ανήκουμε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου του οποίου αναγνωρίζουμε τη συντονιστική αρμοδιότητα για το σύνολο της Ορθοδοξίας.

Στην Αρχιεπισκοπή μας, που ζυμώθηκε με δάκρυα και αίμα εκατοντάδων χιλιάδων Ρώσων καταδιωγμένων από το μπολσεβικικό καθεστώς, η κουλτούρα του διαλόγου αποτέλεσε πάντοτε βασικό και ζωτικό στοιχείο. Αυτός ο τρόπος του ζειν και λειτουργείν σε ανταλλαγή και με αίσθημα μοιράσματος μεταξύ υπευθύνων ποιμένων και συν-υπευθύνων λαϊκών για την εκκλησιαστική διοίκηση, αποτελεί το μεγαλύτερο πλούτο μας. Ανατραφήκαμε με την πεποίθηση ότι, στην Εκκλησία, κανένας δεν είναι σε κατάσταση παθητική και κανείς δεν μπορεί να παραθεωρηθεί, όσο μικρός κι’ αν είναι.

Η Αρχιεπισκοπή μας πάντοτε κατενόησε την ενότητά της με τριπλό τρόπο: γύρω από τον διευθύνοντα Αρχιεπίσκοπό της, στην ευχαριστιακή συλλειτουργία και στη συνοδική κληρικο-λαϊκή εμπειρία. Αυτή η εμπειρία καθίσταται ένα από τα στοιχεία της παρακαταθήκης πίστης που οι πατέρες μας κληροδότησαν στην Εκκλησία, ιδιαιτέρως μετά την τοπική Σύνοδο της Μόσχας του 1917-1918. Όπως μας το θύμισε πρόσφατα ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ, στην επαρχιακή συνέλευση της 1ης Νοεμβρίου 2013, η Εκκλησία ασφαλώς δεν ιδρύθηκε το 1917, δεν είναι όμως λιγότερο αληθινό ότι η εμπειρία της συνοδικότητας και της ζωής εν κοινωνία προϋπήρχαν του 1917. Η πίστη των Αποστόλων, όπως την αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων και διακηρύσσεται σε όλη την Καινή Διαθήκη και την ιστορία της Εκκλησίας, ποτέ δεν αποκλείει τον λαό της Εκκλησίας από την διαδικασία και την λήψη των αποφάσεων στην κοινότητα.

Έτσι, το 1848, περίπου 70 χρόνια πριν από την ημιτελή Σύνοδο της Μόσχας, οι πατέρες μας στην πίστη διεκήρυξαν «ότι σε μας, φύλακας της πίστης είναι το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός» (εγκύκλιος των Πατριαρχών της Ανατολής). Μέσα σ’ αυτή τη συνείδηση της Εκκλησίας-Κοινωνίας οργανώθηκε η Αρχιεπισκοπή μας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κομίζοντας έτσι, παράλληλα μαζί με τους άλλους Ορθοδόξους χριστιανούς της δυτικής Ευρώπης, ένα αυθεντικό Ορθόδοξο μήνυμα στους αδελφούς άλλων Εκκλησιών και στο σύγχρονο κόσμο που διψάει για ακεραιότητα και διαφάνεια. Τολμούμε να πιστεύουμε ότι η συνοδικότητα δεν είναι μια προαιρετική επιλογή του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά δομικό στοιχείο της Καθολικότητας του Σώματος του Χριστού.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι η τριπλή αμοιβαιότητα της ενότητας περί τον επίσκοπο, της ενότητας στην ευχαριστιακή τελετουργία και της ενότητας στην συνοδικότητα των κληρικο-λαϊκών αποφάσεων, ευνόησε την πνευματική γονιμότητα της Αρχιεπισκοπής μας, κατά τη διάρκεια της εκατονταετούς ύπαρξης της, μέσα σε μια δυτική Ευρώπη της οποίας αποδέχτηκε τον πολιτισμό. Εφεξής η Αρχιεπισκοπή δεν βρίσκεται πλέον σε εξορία στη δυτική Ευρώπη αλλά σε δικό της τόπο το οποίο διακρίνεται από το πολυπολιτισμικό του περιβάλλον.

Η Αρχιεπισκοπή μας υπήρξε γόνιμη και, ελπίζουμε, θα συνεχίσει την καρποφορία της παρακαταθήκης χάριτος που της εμπιστεύτηκε ο Κύριος: οι ποιμένες μας και οι θεολόγοι μας, προ παντός μέσω αυτού που καθιερώθηκε να αποκαλούμε «Σχολή του Παρισίου» της οποίας η ψυχή ήταν το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, μπόρεσαν να δώσουν καινούργια ώθηση στη ζωή των κοινοτήτων μας, επικεντρώνοντάς τες στην Ευχαριστία και τη βιωμένη συνοδικότητα σε όλες τις πλευρές της εκκλησιαστικής ζωής.

Σε όλα τα επίπεδα της ζωής της Αρχιεπισκοπής μας, οι ποιμένες (Αρχιεπίσκοπος, επίσκοποι, ιερείς) είναι σε θέση διαρκούς διαλόγου με το υπόλοιπο του λαού του Θεού. Τα κληρικο-λαϊκά όργανα της ενορίας (ενοριακή συνέλευση, ενοριακό συμβούλιο) και της εκκλησιαστικής επαρχίας (επαρχιακή συνέλευση, συμβούλιο της Αρχιεπισκοπής) εξασφαλίζουν την κριτική και οικοδομητική παρουσία του λαού του Θεού κοντά στους ποιμένες του.

Έχουμε συνείδηση ότι, σήμερα, όλοι οι Ορθόδοξοι δεν συμμερίζονται αυτή την εμπειρία της καθημερινής και οργανικής συνοδικότητας στην εκκλησιαστική διοίκηση. Δεν παύει όμως η μορφή αυτή εκκλησιαστικής ζωής να είναι αυθεντικά ορθόδοξη και θα κατορθώσει ίσως να ακτινοβολήσει στον κόσμο όλο, γιατί απέδειξε ότι μπορεί να αποτρέπει τόσο τις κληρικαλιστικές όσο και τις λαϊκιστικές εκτροπές.

Κληρικαλισμός και λαϊκισμός πιστεύουμε ότι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μια μεριά απόλυτα κατακόρυφη αντίληψη, που αποκλείει τον διάλογο των ποιμένων με το υπόλοιπο του λαού και από την άλλη υπερβολικά οριζόντια που αποκλείει τους ποιμένες από τις δικές τους ιδιαίτερες αρμοδιότητες στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας. Η συνοδικότητα δεν εδράζεται στην διαλεκτική της εξουσίας ή στην απουσία διαλόγου μεταξύ των διαφόρων μερών του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά στην κοινωνία όλων, στην αγάπη και την αλήθεια.

Από το 1931, κατά διαφορετικά καθεστώτα, έχουμε το προνόμιο να εξαρτόμαστε από τον Οικουμενικό Θρόνο, από την Εκκλησία η οποία εγγυάται την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, τον σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων κάθε κοινότητας και κινητήρας των διορθοδόξων και λοιπών διαχριστιανικών διαλόγων. Έχουμε την πεποίθηση ότι, όταν βρίσκεται σε δοκιμασία, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε αν η ιδιαιτερότητά μας γίνεται σεβαστή.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει εγγυηθεί την προστασία της Αρχιεπισκοπής μας, για να συνεχίζει την μαρτυρία της και την ανάπτυξή της μέσα στον κόσμο. Αντιλαμβανόμασταν την προστασία αυτή, κυρίως, σαν προστασία έναντι ξένων παρεμβάσεων. Σήμερα, είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι η προσβολή της ελευθερίας μας και της ιδιαιτερότητάς μας προήλθε από το εσωτερικό του Πατριαρχείου.

Πράγματι, γνωρίζατε από πολλών μηνών, την ταυτότητα των τριών αρχιμανδριτών τους οποίους οι ενορίες μας, με τρόπο ανοιχτό και υπεύθυνο, είχαν παρακαλέσει να δεχτούν να είναι υποψήφιοι για τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου. Πολυάριθμες ήταν οι ευκαιρίες που λάβαμε τη διαβεβαίωση – βεβαίως πάντοτε προφορική, και σ’ αυτό απατηθήκαμε –, ότι με την επιφύλαξη της τροποποίησης του καταστατικού, και οι τρείς ανταποκρίνονταν στα κριτήρια εκλεξιμότητας για τη διακονία του επισκόπου. Τον Αύγουστο του 2013, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας εργασίας που παρεχωρήθη σε αντιπροσώπους της Αρχιεπισκοπής μας από την συνοδική Επιτροπή διορθοδόξων σχέσεων, υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, η συζήτηση περιορίστηκε μόνο στις κανονικές διαδικασίες που έπρεπε να τηρηθούν. Τα δυο θέματα ουσίας – τροποποίηση του καταστατικού και παρουσίαση του καταλόγου των υποψηφίων που καταρτίστηκε από το Συμβούλιο της Αρχιεπισκοπής, υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Εμμανουήλ – θεωρήθηκε ότι είχαν γίνει δεκτά.

Η ίδια διαβεβαίωση είχε εκφραστεί και σε διάφορους φίλους της Αρχιεπισκοπής – μη ανήκοντες στην δικαιοδοσία της – που είχαν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν μαζί σας. Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεσθε γιατί η απόφαση σας της 1ης Νοεμβρίου 2013 να απορρίψετε δύο από τους τρείς προταθέντες υποψηφίους, μας προκάλεσε πολύ έντονο σοκ τόσο για την ουσία όσο και για την μορφή.

Ως προς την μορφή, είμαστε ακόμη ταραγμένοι γιατί περιμέναμε πολλές ώρες, κατά την Συνέλευσή μας της 1ης Νοεμβρίου, να λάβουμε μιαν απόφασή σας η οποία – όπως μας αφήσατε να εννοήσουμε – θα ήταν σύντομη και απλή, αντιλαμβανόμαστε όμως τώρα ότι δεν ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού της τελευταίας στιγμής. Όπως η αντιπροσωπεία μας, κατά την ακρόαση της 27ης Αυγούστου 2013, σας είχε ήδη πληροφορήσει, διακόσιοι εκπρόσωποι των ενοριών, ερχόμενοι από όλη την Ευρώπη, ήταν συγκεντρωμένοι από το προηγούμενο βράδυ, και περίμεναν την απόφασή σας: στην αρχή είχαμε εμπιστοσύνη, έπειτα, όσο περνούσαν οι ώρες, συνειδητοποιήσαμε ότι ήμασταν με την πλάτη στον τοίχο, αφού η απόφασή σας ήρθε μόλις λίγες ώρες πριν τη λήξη της Συνέλευσης. Δεν αντιπροσωπεύαμε τα πρόσωπά μας, στην συνέλευση αυτή, αλλά κοινότητες που μας έστειλαν με εμπιστοσύνη και τις ευλογίες τους. Ως πρόσωπα, αλλά προ παντός ως κοινότητες, βρεθήκαμε ταπεινωμένοι, αναγκασμένοι σε μια πλαστή ταπείνωση. Πώς να μη σκεφθούμε ότι η αντικατάσταση των δύο υποψηφίων που γνωρίζαμε με δύο άγνωστα σε μας ονόματα δεν σκόπευε να μας κάνει να ψηφίσουμε κατά πλειοψηφία τον μόνο γνωστό υποψήφιο που απέμενε;

Υπήρξε μεγάλη παρανόηση ως προς την ελευθερία που μας είχατε εγγυηθεί. Ήδη από τον Ιανουάριο 2013, όταν ανέλαβε Τοποτηρητής, ενεργώντας υπό την ευθύνη σας, ο Μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ δήλωνε:

«Η παρουσία μου και υπηρεσία μου ως την ημέρα της εκλογής νέου ποιμένα συνίσταται προ παντός να καθησυχάζω και να ενθαρρύνω. (….) Είμαι κοντά σας και μένω μαζί σας για να υποστηρίξω τη διαδικασία εκλογής του προσώπου που θα επιλέξετε ως νέο ποιμένα» (ομιλία την ημέρα των Θεοφανείων στο καθεδρικό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκυ στο Παρίσι, 19 Ιανουαρίου 2013).

Από τη δήλωση αυτή, σχηματίσαμε την πεποίθηση ότι ο Σεβασμιώτατος Εμμανουήλ θα κρατούσε κάποια ουδετερότητα κατά τη διαδικασία εκλογής του διαδόχου του αειμνήστου κυρού Γαβριήλ.

Το Μάρτιο του 2013, μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η γενική Συνέλευση με λίστα που δεν θα είχε παρά ένα μόνον όνομα για την αρχιεπισκοπική διαδοχή, –πράγματι, μόνον ο αρχιμανδρίτης Συμεών (Κοσσέκ) διέθετε τις τυπικές καταστατικές προϋποθέσεις για να κηρυχθεί εκλέξιμος από το Πατριαρχείο –, ο Μητροπολίτης Εμμανουήλ, Τοποτηρητής, εδήλωνε:

«Η παρουσία μου σήμερα μεταξύ σας έχει σκοπό να ειρηνεύσει και να καθησυχάσει. Η ιστορία της Εξαρχίας είναι πλούσια και πολύπλοκη. Διαμορφώθηκε μέσα σε μια προσπάθεια αντίστασης στον ολοκληρωτισμό και διατήρησης μιας παράδοσης ζυμωμένης με πίστη, ευσέβεια και ευφυΐα. Συνεπώς κατανοώ πλήρως τις ανησυχίες σας όταν πληροφορείστε, από την ανακοίνωση της συνεδρίας του Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής της 6ης Μαρτίου 2013, ότι η προσεχής έκτακτη γενική συνέλευση δεν θα ασχοληθεί με την εκλογή του νέου σας Αρχιεπισκόπου. Για να αποκαταστήσουμε όσο γίνεται την αλήθεια μέσα στον θόρυβο, ιδίως στο Διαδίκτυο, που προκλήθηκε από μια τέτοια απόφαση, οφείλω να σας εξηγήσω τους λόγους. Πράγματι, κατά την συνεδρία του Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής της 13ης Φεβρουαρίου 2013, καταρτίστηκε κατάλογος τριών υποψηφίων, χωρίς να συγκεντρώνει την ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου. Για να είμαι σύμφωνος με την συνείδησή μου και σεβόμενος το ισχύον καταστατικό της Εξαρχίας, δεν μπορούσα να υπογράψω τον κατάλογο των υποψηφίων όπως ήταν. Επίσης, το καθήκον μου ως Τοποτηρητού, που συνίσταται προ παντός στην οργάνωση των εκλογών του νέου Αρχιεπισκόπου, με υποχρεώνει να ενεργήσω με τρόπο που αυτές οι εκλογές να είναι απόλυτα διαφανείς, απρόσβλητες στο νομικό και κανονικό επίπεδο, ώστε να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της Αρχιεπισκοπής σας. Κατά τη γνώμη μου, οι προϋποθέσεις για μια τέτοια ακεραιότητα δεν ήταν εξασφαλισμένες» (ομιλία του Μητροπολίτου Εμμανουήλ, Κυριακή 17 Μαρτίου 2013).

                       Πώς να εξηγήσουμε ότι ο Τοποτηρητής, στην υποχρέωσή του ως αμερόληπτου, δεν έκανε τον Νοέμβριο, εκείνο που έκανε τον Μάρτιο, δηλαδή να αναβάλει εκλογές βάσει ενός καταλόγου που δεν έχει την ομοφωνία του Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής και οι οποίες δεν εγγυώντο, περισσότερο από τον Μάρτιο, την ακεραιότητα της Αρχιεπισκοπής;

                       Ως προς την ουσία του προβλήματος, η απόφασή σας μας ετάραξε. Δεν θέλουμε να μας παρανοήσετε: προσερχόμενοι στη Συνέλευση της 1ης Νοεμβρίου 2013, μερικοί από εμάς ήταν αποφασισμένοι να ψηφίσουν τον Αρχιμανδρίτη Ιώβ (Γκέτσα) και συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ήταν και παραμένει ένας ποιμένας ικανός να αναλάβει το βαρύ έργο του επισκόπου, όλοι όμως νομίζουμε – ψηφίσαντες και μη τον Αρχιμανδρίτη Ιώβ (Γκέτσα) – ότι ο νέος μας Αρχιεπίσκοπος θα άξιζε μια εκλογή με αξιοπρέπεια, και όχι μια προσποίηση εκλογής από μια Συνέλευση που κατέστη όμηρος από ένα timing που της επεβλήθη, υπό την απειλή ενδεχόμενης αποβολής από την κοινωνία της Εκκλησίας και θύμα ολοφάνερης κατάχρησης εμπιστοσύνης.

                       Τέλος, τολμούμε να σας δηλώσουμε ότι πιστεύουμε πως όχι μόνον υποστήκαμε μιαν αδικία, αλλά και φέραμε σε θλιβερή θέση τρεις άξιους Αρχιμανδρίτες της Εκκλησίας του Χριστού: τους πατέρες Γρηγόριο (Παπαθωμά), Ιώβ (Γκέτσα), και Συμεών (Κοσσέκ). Και οι τρείς, θα συνεχίσουμε να το πιστεύουμε, είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για να κριθούν, τουλάχιστον, εκλέξιμοι για το επισκοπικό λειτούργημα. Η Ιερά Σύνοδος θα μπορούσε, δεν θα παύσουμε να το λέμε, να αναγνωρίσει τα προσόντα τους και να εκλέξει αυτόν που επιθυμούσε, χωρίς να ακολουθήσει οπωσδήποτε την πρόταση της Συνελεύσεώς μας.

                       Από τώρα, ο Αρχιμανδρίτης Ιώβ (Γκετσά), εκλεγμένος Αρχιεπίσκοπος Τελμησσού, καλείται να αρχίσει να οικοδομεί το ποιμαντικό του κύρος, το οποίο μερικοί δεν θα παραλείψουν να του το αμφισβητούν. Παράλληλα οι Αρχιμανδρίτες Γρηγόριος (Παπαθωμάς) και Συμεών (Κοσσέκ), δύο αξιοσέβαστοι ποιμένες και θεολόγοι, υφίστανται το όνειδος γιατί εκρίθησαν μη εκλέξιμοι από μια κανονική εξουσία, που δεν επιδέχεται προσφυγή αναθεώρησης στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

                       Εάν μια κοσμική αρχή είχε, αυθαιρέτως, διαγράψει τα ονόματα των δύο εκ των τριών υποψηφίων μας, όπως επιτρέπει στον εαυτό του να κάμει ο Νομάρχης της Τουρκικής Επαρχίας της Ισταμπούλ-Κωνσταντινούπολης κατά τις πατριαρχικές εκλογές, θα ήμασταν δικαίως σκανδαλισμένοι, αλλά ολιγότερο πικραμένοι. Εν τούτοις, δεν αντιλαμβανόμαστε πώς μια εκκλησιαστική αρχή προέβη σ’ αυτήν τη διαγραφή, μάλιστα χωρίς να την δικαιολογεί.

                       Επιθυμούμε να διασώσουμε την ταυτότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Αρχιεπισκοπής μας. Περισσότερο παρά ποτέ, με την αγανάκτησή μας, αισθανόμαστε την μεταξύ μας κοινωνία, παρά την προέλευσή μας από διάφορες χώρες, παρά την πολλαπλότητα των γενεών και των πολιτισμών που αντιπροσωπεύουμε. Πιστεύουμε ότι το μέλλον της Ορθοδοξίας βρίσκεται στη διαφάνεια και τον διάλογο, στην ειλικρίνεια και την πιστότητα στο Ευαγγέλιο.

                       Με μεγάλη ταπείνωση και υιικό θάρρος σάς παρακαλούμε να μας απευθύνετε λόγο παρηγορίας, απαντώντας στην αγωνία που μας πνίγει σήμερα, για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε, με περισσότερη εμπιστοσύνη, τη διαδικασία ανοικοδόμησης της εκκλησιαστικής μας συνείδησης που έχει διαταραχθεί. Εάν ευαρεστηθείτε να μας απευθύνετε λόγο αδελφικό και πατρικό εν Κυρίω, νομίζουμε ότι θα καταστεί δυνατόν να θεραπεύσουμε την ανοιχτή πληγή και να ξαναβρούμε την κοινωνία αγάπης που μας συνέδεε, μέχρι το, θλιβερής μνήμης, επεισόδιο της 1ης Νοεμβρίου 2013.

                       Σας βεβαιώνουμε ότι προσευχόμαστε για σας και για τους πιστούς που είναι εμπεπιστευμένοι στην ποιμαντική σας μέριμνα, και σας παρακαλούμε να δεχθείτε, Παναγιώτατε, Σεβασμιώτατοι, την έκφραση του ευλαβούς σεβασμού μας.

Ακολουθούν οι υπογραφές 90 κληρικών και λαϊκών εκπροσώπων των ενοριών-κοινοτήτων.

English translation.

Deutsch Übersetzung.

Русский перевод.