Γράφει ο Γ. Σέκερης

Η ουκρανική κρίση επανέφερε επί τάπητος τον κίνδυνο ενός νέου ψυχρού πολέμου – έστω και πολύ πιο περιορισμένων διαστάσεων, δεδομένης της μεγάλης ανισορροπίας οικονομικών, ιδεολογικών και στρατιωτικών δυνάμεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και γενικότερα της Δύσης και της νέας Ρωσίας. 

Ωστόσο η εντύπωση αυτή είναι κατά πάσαν βεβαιότητα εσφαλμένη· καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει επιτακτικούς λόγους για να κλιμακώσει μια περιφερειακή  κρίση σε μείζονα αντιπαράθεση – και να ακυρώσει έτσι τις επίμονες και επίπονες προσπάθειες που καταβάλλονται μεταψυχροπολεμικώς από την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, από τη μια, και από τη Μόσχα, από την άλλη, για τη διαμόρφωση μεταξύ τους, αμοιβαίως χρήσιμων σχέσεων συνεργασίας, τόσο οικονομικής όσο και γεωπολιτικής.
 
Οι οποίες όμως σχέσεις κάθε άλλο παρά ανέφελες είναι. Οι ρωσικές αντιδράσεις στη νατοϊκή διεύρυνση προς Ανατολάς και στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο ρωσο-γεωργιανός πόλεμος, μεταξύ άλλων, κατέδειξαν ότι η Ρωσική Ομοσπονδία εννοεί να συνεχίσει τη διαχρονική ρωσική κρατική παράδοση, επιδιώκοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον ευρασιατικό χώρο και επιχειρώντας να διαμορφώσει μια ζώνη ρωσικής επιρροής κατά μήκος των συνόρων της. [i] (Σημειωτέον ότι η ρητή και δημόσια διεκδίκηση μιας τέτοιας ζώνης έγινε ήδη το 2008, όχι από τον κ. Πούτιν, αλλά από τον τότε πρόεδρο Μεντβέντεβ.)  [ii] Και συνακόλουθα το Κρεμλίνο αντιδρά με οξύτητα σε δυτικές ενέργειες τις οποίες εισπράττει ως αμφισβήτηση του στάτους της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης· καθώς μάλιστα τις βλέπει – άλλο ζήτημα αν δικαιολογημένα ή όχι – και ως απειλή για την ασφάλειά της.
 
Οι διαπιστώσεις δε αυτές φωτίζουν εν πολλοίς και τις εξελίξεις περί το Ουκρανικό. Καθώς οι Ρώσοι θεωρούν την Ουκρανία μέρος της ζώνης επιρροής τους. Και εκλαμβάνουν τη σύσφιγξη των σχέσεών της με την ΕΕ ως προοίμιο της ένταξής της στο ΝΑΤΟ και στο δυτικό σύστημα γενικότερα· και άρα και  ως υπονόμευση της συνεχούς από δυόμιση αιώνων, ζωτικής σημασίας στρατιωτικής παρουσίας τους στην Κριμαία – και πιο συγκεκριμένα ως εμπόδιο στη διατήρηση της εκεί μεγάλης ναυτικής βάσης τους. Και συγχρόνως ανησυχούν για την τύχη του πολυπληθούς ρωσικού και ρωσόφωνου στοιχείου εντός ουκρανικών συνόρων – έστω και αν σκοπίμως υπερβάλλουν τις ανησυχίες τους αυτές για να ενισχύσουν τη διπλωματική τους φαρέτρα.
 
Και, σε ό,τι μεν αφορά στην κριμαϊκή χερσόνησο – η οποία, σημειωτέον, μόλις το 1954, επί Σοβιετικής Ένωσης και ηγεσίας Χρουστσόφ, εκχωρήθηκε στην τότε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας και σήμερα διατελεί υπό καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας – η ρωσική ηγεσία δείχνει αποφασισμένη να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία για να εδραιώσει τον εκεί έλεγχό της, αξιοποιώντας τη στρατιωτική της ισχύ και τα φιλορωσικά αισθήματα των περισσότερων κατοίκων. Χωρίς όμως να είναι σαφές αυτή τη στιγμή, αν θα αρκεσθεί στην διαμόρφωση ενός φιλικού προς τη Ρωσία καθεστώτος διευρυμένης αυτονομίας – ουσιαστικά οιονεί ανεξάρτητου, αλλά τυπικώς εντεταγμένου στην ουκρανική επικράτεια·  ή αν θα επιδιώξει την πλήρη απόσχιση της Κριμαίας, και ενδεχομένως και την ενσωμάτωσή της στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ενώ ασάφεια περιβάλλει και τις πραγματικές ρωσικές προθέσεις σε σχέση με την υπόλοιπη Ουκρανία – και ειδικότερα με τις νοτιοανατολικές, κατά πλειοψηφία ρωσόφωνες, περιοχές της.
 
Το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι η Μόσχα θα αποφύγει ακραίες ενέργειες όπως η προσάρτηση της Κριμαίας και η στρατιωτική εισβολή σε πρόσθετα ουκρανικά εδάφη – ενέργειες που αναπόφευκτα  θα αποξενώσουν οριστικά το «αδελφό» ουκρανικό έθνος, ωθώντας το μάλιστα βαθύτερα στις αγκάλες της Δύσης, και θα εμπλέξουν την Ρωσία σε μακροχρόνια, υψηλού οικονομικού και γεωπολιτικού κόστους αντιπαράθεση με τον ευρωατλαντικό κόσμο· αλλά και θα επιτείνουν τις ήδη διαφαινόμενες ανησυχίες για τον ρωσικό στρατιωτικό επεμβατισμό ακόμη και των φίλα προσκείμενων στην Μόσχα πρώην σοβιετικών δημοκρατιών και ιδίως εκείνων – και είναι οι περισσότερες – στις οποίες διαβιούν σημαντικές ρωσόφωνες μειονότητες. [iii]
 
Οι ρωσικές όμως αποφάσεις θα επηρεασθούν σε μεγάλο, πιθανότατα καθοριστικό, βαθμό από τη στάση της Δύσης. Η οποία και αυτή έχει κάθε συμφέρον να αποφύγει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Με τις οικονομικές, και ιδίως οι ενεργειακές, συνέπειες μιας τέτοιας όξυνσης να προμηνύονται επώδυνες για τις δυτικές χώρες –  ιδίως τις ευρωπαϊκές· έστω και αν το τίμημα που θα καταβάλει η ρωσική πλευρά προβλέπεται πολύ βαρύτερο. Ενώ, προκειμένου για πλείονα, μείζονος σημασίας για τους Δυτικούς διεθνή ζητήματα, από το Συριακό έως το Ιρανικό και το Αφγανικό, η μεν ρωσική συνεργασία συχνά αποδεικνύεται χρήσιμη, τυχόν δε ρωσική κακή θέληση, πόσω μάλλον απροκάλυπτη αντιπαλότητα, θα μπορούσε να παρεμβάλει σοβαρά προσκόμματα στους δυτικούς χειρισμούς.  
 
Υπό τις συνθήκες δε αυτές, πρέπει μάλλον να αναμένεται ότι οι δυτικές δυνάμεις, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, θα ακολουθήσουν μια μέση οδό: από τη μια, αποκρούοντας τις προσπάθειες των Ρώσων να επωφεληθούν της κρίσης για να διευρύνουν βιαίως τη ζώνη επιρροής τους· και, από την άλλη, αναγνωρίζοντας εμπράκτως τα ζωτικά ρωσικά συμφέροντα στον ουκρανικό χώρο – και πρωτίστως τα αφορώντα στην κατοχύρωση της ασφάλειας του ρωσικού κράτους, στη διατήρηση και απρόσκοπτη χρησιμοποίηση της ρωσικής ναυτικής βάσης στη Σεβαστούπολη, και στην αποτελεσματική προστασία της ρωσικής μειονότητας και των ρωσοφώνων γενικότερα.
 
Άλλωστε, παρά τον συχνά αποπροσανατολιστικό επικοινωνιακό ορυμαγδό, οι εντατικές διπλωματικές επαφές που διεξάγονται μεταξύ Μόσχας και Δυτικών προς μία τέτοια συμβιβαστική διευθέτηση δείχνουν να κατατείνουν. Ενδεικτικές δε εν προκειμένω είναι και οι συγκλίνουσες δημόσιες παρεμβάσεις των κ.κ. Κίσινγκερ και Μπρεζίνσκι – κορυφαίων Αμερικανών διεθνολόγων με κρίσιμη προσωπική ανάμειξη, κατά το παρελθόν, στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους. Οι οποίοι μεταξύ άλλων εισηγούνται για την Ουκρανία διεθνές καθεστώς «φινλανδικής» έμπνευσης, που θα αποκλείει την ένταξή της σε στρατιωτικούς συνασπισμούς, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά θα της παρέχει πλήρη ευχέρεια να συνάπτει οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και με την ίδια τη Ρωσία.[iv]
 
Κατά τα λοιπά, η ουκρανική δεν είναι η πρώτη περιφερειακή μεταψυχροπολεμική κρίση στην οποία η Δύση και ειδικότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται σε αντιπαράθεση με μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη – και αναμφίβολα δεν θα είναι η τελευταία. Η ανασυγκροτούμενη Ρωσία και η ανερχόμενη Κίνα, ειδικότερα, θα  συνεχίσουν κατά πάσαν βεβαιότητα να καταβάλλουν αύξουσες προσπάθειες για να εδραιώσουν και επεκτείνουν την επιρροή, και ει δυνατόν τον έλεγχό τους, στον γεωπολιτικό τους περίγυρο – εκμεταλλευόμενες, μεταξύ άλλων, τις δυσλειτουργίες προβληματικών κρατών και κυβερνήσεων. Και θα αναγκάζουν έτσι τους Δυτικούς και κατά κύριο λόγο την αμερικανική υπερδύναμη να αναζητούν εκάστοτε τη χρυσή τομή μεταξύ της αναχαίτησης του επεκτατισμού των και της οικονομικής και διεθνοπολιτικής με αυτές συνεργασίας. Με την αμερικανική, πάντως, στρατιωτική ισχύ να καθιστά ένα γενικό πόλεμο άκρως απίθανο για το ορατό μέλλον.
 
[i]Σχετικά πρόσφατη εκδήλωση αυτών των φιλοδοξιών είναι το σχέδιο Πούτιν για τη συγκρότηση μιας Ευρωασιατικής Ένωσης, υπό ρωσική αιγίδα και με συμμετοχή πρώην σοβιετικών δημοκρατιών – μεταξύ των οποίων, όπως εκτιμούν δυτικοί αναλυτές, ο Ρώσος πρόεδρος θα ήθελε να συμπεριλάβει, σε κεντρική θέση, την Ουκρανία. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων: LeonNeyfakh, Putinslonggame? Meet the Eurasian Union, Boston Globe, 9-3-2014.

[ii]Βλ. ακόλουθη δήλωσή του: «Υπάρχουν περιοχές όπου η Ρωσία, όπως και άλλες χώρες, έχει περιοχές έχει  προνομιακά συμφέροντα….Στην παραμεθόριο, αλλά όχι μόνο.» Andrew E. Kramer, Russia Claims Its Sphere of Influence in the World, New York Times, 31-8-2008).

[iii]Σχετικά με τις πρώτες, λίαν επιφυλακτικές τοποθετήσεις της Λευκορωσίας και του Καζακστάν έναντι των ρωσικών χειρισμών, βλ. Vadzim Smok Belarus Refuses to Support Russia's Invasion of Ukraine, Belarus Digest, 6-3-2014. Επίσης: 4 Reasons Putin Is Already Losing in Ukraine, Time Magazine, 3-3-2014.
 

[iv]Βλ. Zbigniew Brzezinski, Russia needs a ‘Finland option’ for Ukraine, Financial Times, 23-2-2014, καιHenry A. Kissinger, How the Ukraine crisis ends, Washington Post, 6-3-2014