Ανάλυση από το Stratfor– Ειδική Συνεργασία με τον Τύπο της Κυριακής 

Την Δευτέρα, Ηνωμένες Πολιτείεςκαι Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσαν μια σειρά κυρώσεις εναντίον ρώσων αξιωματούχων -μια από τις πρώτες συγκεκριμένες κινήσεις, ως αντίποινα της Δύσης από τότε που ξεκίνησε η κρίση στην Κριμαία.. Και ενώ αναμενόταν ότι θα υπήρχε συντονισμός από την Δύση στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η διαφορά στις λίστες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους αξιωματούχους που βρίσκονται στο στόχαστρο δείχνει ότι η απόκλιση των συμφερόντων μεταξύ των δύο εταίρων είναι μεγαλύτερη από το αναμενόμενο.

Οι κυρώσεις ανακοινώθηκανμετά από το δημοψήφισμα στην Κριμαία, όπου οιπολίτες της αποσχισθείσας περιοχής της Ουκρανίας ψήφισαν υπέρ της ένταξης στην Ρωσική Ομοσπονδία. Και η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες επέλεξαν να περιορίσουν το εύρος του συγκεκριμένου γύρου κυρώσεων μόνο σε ταξιδιωτικούς περιορισμούς και πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων συγκεκριμένων ηγετών της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Κριμαίας.

Υπάρχει, ωστόσο μια μικρή σύμπτωση ανάμεσα στη λίστα των Αμερικανών με τα 11 άτομα και στην αντίστοιχη των Ευρωπαίων με τα 21 που επιβάλλονται οι κυρώσεις. Μόνοσε τέσσερα άτομα έχουν επιβληθεί κυρώσεις και από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτά, μόνο δύο είναι ρώσοι.

Οι αμερικανικές κυρώσεις ξεκάθαρα και σκόπιμα έχουν στόχο μέλη των υψηλότερων κλιμακίων της εξουσίας στην Ρωσία. Αυτές περιλαμβάνουν τους ηγέτες της ρωσικής Άνω και κάτω βουλής, καθώς επίσης και βασικούς συμβούλους σε θέματα στρατηγικής του ίδιου του προέδρου Β. Πούτιν, με πρώτον τον Vladislav Surkov, τον αρχιτέκτονα του πολιτικού συστήματος της εποχής Πούτιν. Η λίστα της ΕΕ μπορεί να είναι μεγαλύτερη, αλλά έχει στο στόχαστρο μικρότερης σημασίας πρόσωπα. Τα δυο τρίτα εξ αυτών είναι από την Ουκρανία ή την Κριμαία -που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Μόσχα. Στο μεταξύ, οι ρώσοι αξιωματούχοι που βρίσκονται στο στόχαστρο είναι είτε αξιωματικοί του στρατού, είτε αντιδρώντες, αλλά σχετικά ασήμαντα μέλη του ρωσικού κοινοβουλίου.     

Μέχρι τώρα, Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον έχουν καταγράψει μια ενιαίο μέτωπο στην ρητορική τους, καταδικάζοντας την ρωσική επέμβαση στην Κριμαία. Αλλά, όπως το Stratforέχει επισημάνει καθόλη την κάλυψη της ουκρανικής κρίσης, το διακύβευμα δεν είναι το ίδιο για την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ευρώπη είναι πολύ περισσότερο ευάλωτη στις ρωσικές ανταπαντήσεις της, εξαιτίας των ισχυρών οικονομικών της δεσμών με την Μόσχα, είτε σχετίζονται με την εξάρτηση της κεντρικής Ευρώπης από την ρωσική ενέργεια, είτε με τις μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις της Γερμανίας στην Ρωσία, ή ακόμα με τα τεράστια ποσά ρωσικών κεφαλαίων στην αγορά του Λονδίνου.    

Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον βλέπει ως ευκαιρία στην ουκρανική κρίση για τον περιορισμό της πρόσφατης επανεμφάνισης της Ρωσίας στην περιφέρειά της  και να αποδείξει ότι μπορεί να είναι μια αξιόπιστη σύμμαχος στην εξωτερική πολιτική για τα ευαίσθητα έθνη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και του Καυκάσου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνονται επιπλέον το βάρος μιας οφειλόμενης απάντησης στην ταπείνωση που υπέστησαν στα χέρια της Μόσχας στην υπόθεση του Snowden και στο σχεδόν φιάσκο της πιθανής παρέμβασής τους στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.

Αντίστοιχα, η ανάκληση της βίζας και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό αξιωματούχων μεσαίου επιπέδου έχει γίνει σχεδόν ένα είδος ρουτίνας στις διπλωματικές ανταλλαγές μεταξύ Δύσης και Ρωσίας την τελευταία δεκαετία. Μέχρι τώρα, ο όρος που χρησιμοποιείτο ήταν «μεσαίου επιπέδου». Στοχεύοντας πιο σημαντικούς αξιωματούχους, η Ουάσιγκτον έθεσε ψηλότερα τον πήχη στη διπλωματική αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Το έπραξε, ωστόσο, διότι θεωρεί ότι μπορεί να αντέξει οικονομικά το κόστος οποιασδήποτε απάντηση της Μόσχας, για την οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι υπερβαίνει την απλή αμοιβαία απαγόρευση των αξιωματούχων.

Οι Ευρωπαίοι δεν είναι τόσο σίγουροι, όσο η Ουάσιγκτον, ότι η απώλεια της Κριμαίας αξίζει κλιμάκωση της έντασης ή πλήρη ρήξη στις σχέσεις με τη Μόσχα, ενός σημαντικού εταίρου. Η προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να είναι η διαχείριση της εσωτερικής οικονομικής κρίσης. Η πιο διαφοροποιημένη πολιτική σχέση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που έχουν με τη Μόσχα καθιστά δύσκολο για τις Βρυξέλλες να ακολουθεί την επιθετικότητα των αμερικανικών κυρώσεων.

Το χάσμα μεταξύ των συμφερόντων που έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και αυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πιθανό να διευρυνθεί, όσο η αντιπαράθεση με τη Ρωσία συνεχίζεται. Ο συγκεκριμένος γύρος των κυρώσεων θα επηρεάσει ελάχιστα τη θέση της Μόσχας, σχετικά με την Κριμαία, την ώρα που η Δύση έχει ήδη απειλήσει για πρόσθετες κυρώσεις, ως μέρος της συνεχιζόμενης διαπραγματευτικής διαδικασίας με τη Ρωσία. Ωστόσο, θα είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης σχετικά με κυρώσεις που έχουν πραγματικό βάρος – κάτι που είναι βέβαιο ότι η Μόσχα θα εκμεταλλευτεί προς όφελός της, καθώς προσπαθεί να ανακτήσει την επιρροή της στην ηπειρωτική Ουκρανία.