Η Γερμανίδα καγκελάριος φτάνει σήμερα σε μια Αθήνα που μόλις πέτυχε μια συμβολική νίκη με την έξοδό της στις αγορές. Αλλά και σε μια Αθήνα με εμφανείς τις πληγές της κρίσης. Οι ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης και το αιώνιο δίλημμα της Μέρκελ. 

Όταν φτάσει σήμερα το μεσημέρι στην Αθήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ θα προσγειωθεί σε μια χώρα όπου όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ευρωπαϊκής κρίσης είναι πιο έντονα. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης, καθώς εδώ εξερράγησαν πρώτα τα προβλήματα του κοινού νομίσματος και εδώ ήταν μεγαλύτερες οι επιπτώσεις. Ορισμένοι Έλληνες θα υποδεχθούν την καγκελάριο με μίσος και ελάχιστοι θα αισθάνονται αισιοδοξία, όμως οι περισσότεροι θα τηρήσουν επιφυλάξεις ως προς το αν μία ακόμα επίσκεψη από έναν ακόμα Βορειοευρωπαίο πολιτικό μπορεί να προσφέρει κάποια πραγματική ευκαιρία για αλλαγή βραχυμεσοπρόθεσμα.

Αυτή η εβδομάδα έδωσε μια ξεκάθαρη εικόνα της Ελλάδας μετά από πέντε χρόνια κρίσης. Στις 9 Απριλίου, τα ελληνικά συνδικάτα έκαναν την πρώτη γενική απεργία της χρονιάς, υπενθυμίζοντας ότι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν από την ανεργία-ρεκόρ, το τεράστιο χρέος, τις περικοπές δαπανών και από τις αυξήσεις φόρων.

Στη συνέχεια, στις 10 Απριλίου, παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να τραυματίσει κανέναν, αλλά τρομάζοντας πολλούς. Αυτό υπήρξε μία ακόμα υπενθύμιση: οι μικρής κλίμακας τρομοκρατικές επιθέσεις ταλανίζουν ιστορικά την Ελλάδα, όμως η κρίση έχει δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για ομάδες που στοχεύουν τράπεζες, δημόσια κτίρια και πολιτικά κόμματα.

Όποιος επισκέπτης περπατήσει στους δρόμους της Αθήνας θα παρατηρήσει πολύ γρήγορα δύο πράγματα: τον τεράστιο αριθμό των κλειστών και εγκαταλελειμμένων καταστημάτων ως αποτέλεσμα της κρίσης και τη μεγαλύτερη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, ένδειξη του πόσο σοβαρά παίρνει η ελληνική κυβέρνηση τις διαδηλώσεις και τις τρομοκρατικές επιθέσεις.

Η οργή κατά των παραδοσιακών κομμάτων είναι τόσο μεγάλη που τα δύο αντίστοιχα κόμματα της χώρας, η κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία και το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ, που μόλις πριν από δέκα χρόνια θα συγκέντρωναν από κοινού περισσότερο από το 80% των ψήφων, σήμερα αγωνίζονται να επιβιώσουν σε έναν εύθραυστο συνασπισμό. Την ίδια ώρα, η στήριξη σε πρώην ακραία κόμματα έχει αυξηθεί, κι οι δημοσκοπήσεις φέρνουν συχνά τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ και την ακροδεξιά Χρυσή Αυγή στην πρώτη και στην τρίτη θέση αντίστοιχα.

Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε μια συμβολική νίκη την Πέμπτη, όταν η χώρα επέστρεψε στις αγορές ομολόγων για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια. Η Αθήνα, το χρέος της οποίας ξεπερνά το 170% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, άντλησε 3 δισ. ευρώ από την έκδοση 5ετών ομολόγων με σχετικά χαμηλό επιτόκιο. Δεδομένου ότι μόλις πριν από λίγους μήνες η Ελλάδα πέρασε μία από τις μεγαλύτερες χρεοκοπίες στη σύγχρονη οικονομική ιστορία -και σχεδόν βγήκε από την ευρωζώνη- αυτό ήταν ένα σημαντικό γεγονός για την προβληματική ελληνική ηγεσία.

Η χρηματοοικονομική αισιοδοξία της Αθήνας, ωστόσο, πρέπει να μετριαστεί. Το τρέχον περιβάλλον δημιουργήθηκε από την υπόσχεση παρέμβασης στις αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που άμβλυνε τις πιέσεις της αγοράς στα πιο αδύναμα μέλη του κοινού νομίσματος. Οι χώρες της ευρωπεριφέρειας σίγουρα αντιμετωπίζουν ένα πιο φιλικό περιβάλλον στις χρηματαγορές, γεγονός που επέτρεψε σε ορισμένες από αυτές, ιδιαίτερα στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, να ξεκινήσουν πάλι διστακτικά την έκδοση χρέους. Όμως η ρευστότητα δεν είναι το ίδιο με τη φερεγγυότητα, και η Ελλάδα εξακολουθεί να απέχει πολύ από το να επαναφέρει την οικονομία της σε σωστό δρόμο. Το σημαντικότερο είναι πως υπάρχει κενό μεταξύ της κατάστασης στις χρηματαγορές και της πραγματικότητας σε αυτό το κράτος που έχει πληγεί από τη λιτότητα.

Ως εκ τούτου, η Μέρκελ θα φθάσει σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις. Έχοντας λάβει δύο πακέτα διάσωσης και έχοντας εφαρμόσει επώδυνες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, η Ελλάδα ελπίζει ότι θα μπορέσει να διαπραγματευτεί με τους πιστωτές της πιο ήπιες οικονομικές πολιτικές. Το σημαντικότερο, η Αθήνα θα προσπαθήσει να αποφύγει ένα τρίτο πακέτο διάσωσης καθώς θα διασφαλίζει την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της, πιθανότατα για να καθυστερήσει τις αποπληρωμές. Η Μέρκελ, από την άλλη πλευρά, θα έρθει αντιμέτωπη με το αιώνιο δίλημμά της: την εύρεση ισορροπίας μεταξύ της απαίτησης για αυστηρές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα -κάτι που «πιάνει» στο γερμανικό κοινό- και της αποδοχής κάποιας ευελιξίας ώστε να αποτραπεί η κλιμάκωση της κρίσης στην ευρωζώνη.

Αυτή η εικόνα ενός ξένου ηγέτη που φθάνει στην Αθήνα για να διαπραγματευτεί το μέλλον της χώρας δεν είναι καινούρια στην ελληνική πολιτική. Μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, ο πληθυσμός της Αθήνας θα χαιρόταν με την άφιξη κάποιου απεσταλμένου από την Κωνσταντινούπολη. Τον 19ο αιώνα, ο απεσταλμένος θα ερχόταν από το Λονδίνο. Τον 21ο αιώνα, ο απεσταλμένος έρχεται από το Βερολίνο. Οι Έλληνες καταλαβαίνουν σε μεγάλο βαθμό ότι το μέλλον του κοινού νομίσματος (και ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτό) δεν θα αποφασιστεί στην Αθήνα, αλλά στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στη Ρώμη.

Η ειρωνεία είναι ότι οι Έλληνες τραγωδοί της Κλασικής Περιόδου εφηύραν την ιδέα του «από μηχανής θεού», της απρόσμενης παρέμβασης κάποιου θεϊκού χαρακτήρα ή ενός γεγονότος που θα βοηθούσε να προχωρήσει η Ιστορία ή θα έλυνε ένα πρόβλημα που προηγουμένως φαινόταν αδύνατον να επιλυθεί. Αυτήν τη φορά, οι Έλληνες εκφράζουν μεγάλο σκεπτικισμό ως προς το αν η Μέρκελ θα οδηγήσει την Ιστορία τους σε ένα ευτυχές τέλος.