Χωρίς κάθαρση παραμένει ο τραγικός θάνατος από εμπρησμό των τριών υπαλλήλων του υποκαταστήματος της Marfin στην οδό Σταδίου, τέσσερα χρόνια μετά το φονικό συμβάν.

Σε νέα αναβολή αναμένεται να οδηγηθεί, λόγω των επερχόμενων εκλογών, η δίκη στις 14 Μαΐου ενός 33χρονου Έλληνα που κατηγορείται για τον εμπρησμό της Marfin και ενός 29χρονου ομογενούς από το Καζακστάν ο οποίος κατηγορείται για την επίθεση στο γειτονικό βιβλιοπωλείο «Ιανός».
 
Σύμφωνα όμως με νομικούς, τα στοιχεία για τους δύο νεαρούς που ανήκουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο είναι «ασθενή» και αδύναμα, ενώ η πολυετής έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. και των δικαστικών αρχών για την επίθεση απέδωσε ελάχιστα. Και αυτό ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας του περιστατικού που οι κουκουλοφόροι δράστες «χάνονταν» μέσα σε μεγάλο πλήθος διαδηλωτών. Επιπλέον η προσπάθεια από την Πυροσβεστική για την κατάσβεση της πυρκαϊάς εξαΰλωσε πολλά από τα στοιχεία στον τόπο της επίθεσης.
 
Οι δύο κατηγορούμενοι νεαροί είναι ήδη ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Από την άλλη πλευρά το δικαστήριο που ασχολήθηκε με τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας στο κτίριο της Marfin καταδίκασε τον Ιούλιο του 2013 σε πολυετείς ποινές κάθειρξης τρία στελέχη της τράπεζας ενώ αθώωσε ένα άλλο.
 
Το χρονικό
 
Ο εμπρησμός της Marfin σημειώθηκε στις 5 Μαΐου 2010 κατά τη διάρκεια ογκώδους απεργιακής κινητοποίησης εναντίον του πρώτου μνημονίου. Σύμφωνα με το δικαστικό βούλευμα, στην περιοχή κινείτο μια ομάδα αντιεξουσιαστών η οποία «έσπασε» σε εκείνο το σημείο σε δύο κομμάτια. Μία με τέσσερις δράστες οι οποίοι και επιτέθηκαν στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» και μία ακόμα αποτελούμενη από τρεις -και υπό τον προστατευτικό κλοιό άλλων- η οποία κινήθηκε κατά του απέναντι καταστήματος της Marfin. Στην ομάδα αυτή, όπως σημειώνεται, συμμετείχε και μια ξανθιά γυναίκα.
 
Από τη ρίψη μολότοφ στo εσωτερικό του υποκαταστήματος εκδηλώθηκε πυρκαϊά, με 24συνολικά υπαλλήλους της τράπεζας να εγκλωβίζονται μέσα σε αυτό και τρεις από αυτούς -η έγκυος Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης– να χάσουν τη ζωή τους από ασφυξία.
 
Ένα χρόνο μετά το περιστατικό αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. είχαν προσαγάγει τέσσερα άτομα ως υπόπτους για τον εμπρησμό του τραπεζικού υποκαταστήματος με βάση αναλύσεις οπτικού υλικού από κάμερες στο κέντρο της Αθήνας, από φωτογραφίες που είχαν ληφθεί από ιδιώτες, από ευρήματα στον τόπο της επίθεσης αλλά και ανώνυμης καταγγελίας στην ΕΛ.ΑΣ.
 
Οι κατηγορίες
 
Τελικώς όμως για την υπόθεση παραπέμφθηκαν μόνο οι δύο αντιεξουσιαστές οι οποίοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας και της έκρηξης από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους. Και οι δύο κατηγορούμενοι βαρύνονται επιπλέον με τις κατηγορίες της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικής βόμβας και της απρόκλητης φθοράς ξένης περιουσίας δια εκρήξεων από πρόσωπο που είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
 
Από την άλλη πλευρά, ο 33χρονος κατηγορούμενος αντιεξουσιαστής έχει παραδεχθεί ότι συμμετείχε στην κινητοποίηση της 5ης Μαΐου 2010 αλλά αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τις επιθέσεις σε Marfin και «Ιανό». Συμπληρώνει ότι την ώρα του τραγικού συμβάντος ήταν σε άλλο σημείο του κέντρου της Αθήνας.
 
Όπως ανέφερε ο ίδιος, «σε καμία από τις φωτογραφίες που κατά την Αστυνομία έχουν ληφθεί τη στιγμή του συμβάντος και εμφανίζουν τους δράστες δεν φαίνομαι εγώ ή έστω κάποιος που να μου προσομοιάζει Από το σύνολο των φωτογραφιών αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων που υποδεικνύουν τους φερόμενους ως δράστες περιγράφοντας τις ενδυμασίες τους προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι δεν έχω καμία ανάμειξη».
 
Το πόρισμα της Επιθεώρησης Εργασίας
 
Όσον αφορά τις ευθύνες για τον εγκλωβισμό των υπαλλήλων μετά τον εμπρησμό εκδόθηκε πολυσέλιδο πόρισμα από την Επιθεώρηση Εργασίας που απεκάλυπτε ότι «η επιχείρηση δεν είχε το απαιτούμενο πιστοποιητικό πυρασφαλείας που εκδίδεται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία».
 
Η μοναδική έξοδος κινδύνου στο υποκατάστημα της Μarfin στην οδό Σταδίου ήταν κλειδωμένη, ενώ είχε χαθεί το τηλεχειριστήριο που θα μπορούσε να την ανοίξει. Οι εργαζόμενοι, στην προσπάθειά τους να διασωθούν μετά τον εμπρησμό από τις μολότοφ, εγκλωβίστηκαν σε μια… σιδερένια κλούβα. Η τραγωδία ίσως θα ήταν μεγαλύτερη αν δεν είχε μείνει συμπτωματικά ανοιχτή μια πόρτα διαφυγής «για να εξαερίζεται ο χώρος επειδή μύριζε μια τουαλέτα».
 
Στη δίκη το 2013 η αρμόδια εισαγγελέας ανέφερε στην αγόρευσή της ότι οι υπεύθυνοι της τράπεζας ακόμη και την ύστατη στιγμή δεν εκκένωσαν το κατάστημα, το οποίο ήταν γυμνό και απροστάτευτο. Έπρεπε να εκκενωθεί, όπως συνέβη και σε άλλες τράπεζες στην περιοχή εκείνη την ημέρα. Κατά την εισαγγελική λειτουργό, οι κατηγορούμενοι είχαν ρητή υποχρέωση να μεριμνήσουν για την πυρασφάλεια αλλά και να έχουν εκπαιδεύσει το προσωπικό, αφού το κατάστημα γινόταν συνεχώς στόχος εμπρησμών.
 
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας και ο υπεύθυνος ασφαλείας του υποκαταστήματος καταδικάστηκαν σε συνολική ποινή φυλάκισης 22 ετών (σύμφωνα με τον νόμο εκτιτέα είναι τα 10), ενώ το δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και ενός μήνα στη διευθύντρια της τράπεζας. Οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι καθώς το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημά τους να δοθεί αναστολή στην έφεση, ενώ δύο εξ αυτών κατέβαλαν χρηματική εγγύηση 30.000 ευρώ ο καθένας.