Διαβάστε πώς και για ποιους δουλεύει το σύστημα

Τα πράγματα είναι δύσκολα και οι δημοσκοπήσεις δυσοίωνες, τα επικοινωνιακά ψέματα σώθηκαν και αντί της ειλικρίνειας που πάντα εκτιμούσε ο Ελληνικός λαός, ο εγκέφαλος του υπουργείου Οικονομικών, υφυπουργός Οικονομικών κύριος Σταϊκούρας, αποφάσισε να συνεισφέρει στον αγώνα εντυπώσεων που δίνει η κυβέρνηση για να επηρεάσει υπέρ της την κοινή γνώμη μία κοινή απάτη με πολλά πανελληνίως θύματα.

 Αναλυτικότερα :

Δεν πέρασε καιρός που στο διαβόητο πολυνομοσχέδιο (Ν. 4254/2014) της υποπαραγράφου Ε, του κεφαλαίου Β’, με τίτλο“Ρυθμίσεις για το Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης της Εγγυητικής Ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου”περιελήφθη μεταξύ άλλων διάταξη με το εξής ακριβές περιεχόμενο : «Ειδικά για την περίπτωση της αναστολής καταβολής δόσεων εγγυημένων δανείων, η οποία δεν συνεπάγεται την επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου ή την επαύξηση της εγγυητικής ευθύνης του Δημοσίου, δεν απαιτείται η προηγούμενη εισήγηση του Συμβουλίου Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου.»

Η διάταξη αυτή, άγνωστο με ποιο κίνητρο, σκοπό ή όφελος για το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά με προφανές όφελος για τις τράπεζες, κατήργησε δια νόμου,κάθε δυνατότητας διαπραγμάτευσης των επιχειρήσεων με εγγυημένα δάνεια από το Ελληνικό Δημόσιο, να διαπραγματευθούν ελεύθερα με τα πιστωτικά ιδρύματα τον τρόπο αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους, καταργώντας επίσης και πάλι δια νόμου, σε βάρος των επιχειρήσεων, αυτό που προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις του δικαίου, ότι δηλαδή η εγγύηση που παρέχεται στα πλαίσια μίας τραπεζικής σύμβασης πίστωσης έχει εκ του νόμου εικοσαετή διάρκεια.

Υπό τους ήχους των χειροκροτημάτων μικρής μερίδας από τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων, που είχαν προφανώς εκ των προτέρων συναινέσει στην κατάργηση νομίμων δικαιωμάτων των μελών τους – επιχειρήσεων, με αντάλλαγμα τη δέσμευση της κυβέρνησης να μην εφαρμόσει την τελεσίδικη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αριθ. C24/04, σχετικά με την ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων, τους πανηγυρισμούς διαφόρων ανυποψιάστων ή και υποψιασμένων βουλευτών που έσπευσαν να δηλώσουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ότι “αυτοί έλυσαν το θέμα”, υπό την αδιαφορία όλων των αρμοδίων αρχών και εξουσιών κατά το σύνταγμα, για το γεγονός, ότι με τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση κατέστη απολύτως πλέον βέβαιη η κατάπτωση των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και η επιβάρυνση του με ένα δυσβάσταχτο για τις περιστάσεις δημοσιονομικό κόστος, κατέστη σαφές, ότι με τη συγκεκριμένη διάταξη :

  • Το σύνολο των 18.000 επιχειρήσεων σε 26 νομούς της χώρας και των χιλιάδων άλλων επιχειρήσεων από ένα μεγάλο αριθμό πληττόμενων κλάδων, με δάνεια προς τις τράπεζες τα οποία έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην οικονομική τους καταστροφή, στη διακοπή της λειτουργίας του, στην εξαθλίωση των φορέων και όλων όσων ενεπλάκησαν εγγυητικά με τον εγγυημένο από το Ελληνικό Δημόσιο τραπεζικό δανεισμό τους. Παράλληλες εξίσου επαχθείς συνέπειες από τη μεθόδευση αυτή, θα υποστούν οι οικογένειες των επιχειρηματιών, οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις αυτές, οι προμηθευτές τους και οι τοπικές κοινωνίες.

  • Παραβιάζεται, προς όφελος των τραπεζών για άλλη μία φορά η Κοινοτική Νομοθεσία, με το να αποσιωπάται για άλλη μία φορά το κοινώς γνωστό δεδομένο, ότι ήδη μία φορά, από τη στρεβλή εφαρμογή του συστήματος κρατικών ενισχύσεων (εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και επιδοτήσεων χρηματοοικονομικού κόστους από τον λογαριασμό ειδικού σκοπού του Ν. 128/1975ωφελήθηκαν αποκλειστικά και μόνο οι τράπεζες, διότι, όλες οι κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν με την παραπάνω μορφή, αποτέλεσαν κομμάτι μίας ιδιότυπης όσο και παράνομης νομισματικής πολιτικής των κυβερνήσεωνμε αποκλειστικό στόχο να στηρίξουν την κεφαλαιακή επάρκεια, την κερδοφορία και την ρευστότητα των τραπεζών.Οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες επί σειρά ετών, αποτέλεσαν απλώς και μόνο το πρόσχημα όλης της προαναφερθείσας μεθόδευσης και καλούνται τώρα να πληρώσουν το συνολικό τίμημα αυτής της πρωτοφανούς νομικής και οικονομικής εκτροπής.

  • Θεμελιώνεται η υποψία για την ύπαρξη μίας ιδιότυπης “ομερτά” με αντικείμενο την απέλπιδα προσπάθεια, να παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό, έστω και αν χρειασθεί να καταστραφεί το σύνολο των επιχειρήσεων με εγγυημένα δάνεια, “ποιά υπήρξε η αντιμετώπιση των εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο δανείων κατά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δηλαδή με ποιο ποσοστό επίπτωσης των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών σταθμίσθηκε η επισφάλεια της καταβολής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου ;” Η διαφύλαξη του συγκεκριμένου μυστικού αποδεικνύεται εξαιρετικής σημασίας διότι, στην περίπτωση που οι τράπεζες, όπως διαδίδεται, ανακεφαλαιοποιήθηκαν και για τα εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο δάνεια, είναι προφανές, ότι, οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις, που αυτές έλαβαν επί σειρά ετών, στο όνομα των εξαπατημένων και εγκλωβισμένων θανάσιμα επιχειρήσεων, κατά τα προαναφερόμενα (για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, της κερδοφορίας τους και της ρευστότητάς τους) παρεισέφρησαν και στο σύστημα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο εθνικής, κοινοτικής και μνημονιακής νομιμότητας.

Η ανάλγητη, παράνομη και μεροληπτική υπέρ των τραπεζών πολιτική του υπουργείου Οικονομικών, δεν αποτελεί έκπληξη και επανειλημμένα έχει καταγγελθεί εκ μέρους των φορέων των επιχειρήσεων. Με την “πρωτοβουλία” όμως που ανέλαβε, ο υφυπουργός Οικονομικών κύριος Χρήστος Σταϊκούρας, με την έκδοση υπουργικής απόφασής του, με την οποία υπαινίσσεται αυτός και οι πάσης φύσεως χειροκροτητές του, ότι προσφέρει έστω και μία στοιχειώδη προσωρινή λύση, στο πρόβλημα των επιχειρήσεων με εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο δάνεια, ξεπερνά κάθε όριο αισχύνης και επιχειρεί, να εξαπατήσει τις χιλιάδες υποψήφιες, εξαιτίας των όσων επισημάνθηκαν, για την οικονομική τους καταστροφή επιχειρήσεις, με πρώτες τις επιχειρήσεις της γενέτειρας του πρωθυπουργού Μεσσηνίας, επαγγελλόμενος την “δήθεν παράτασης” της αποπληρωμής των χρεωλυσίων των δόσεων των εγγυημένων δανείων.

Πρόκειται περί μίας απροκάλυπτης απάτης, διότι οι όροι και οι προϋποθέσεις για να τύχει μία επιχείρηση του δικαιώματος να ζητήσει να υπαχθεί στο καθεστώς της “παράτασης” συνοψίζονται :

  • Να έχει υπαχθεί στην προηγούμενη απόφαση παράτασης. Το 95% των επιχειρήσεων δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή. Η σημασία αυτής της προϋπόθεσης συνίσταται :

α) Στο συνολικό χρόνο αποπληρωμής της εγγυημένης απαίτησης, (π.χ. στη βόρειο Ελλάδα όσες επιχειρήσεις δεν έχουν υπαχθεί στην προηγούμενη απόφαση παράτασης υπ’ αριθ. 2/31728/0025/30.06.2010,, οφείλουν να εξοφλήσουν το σύνολο της εγγυημένης οφειλής έως 31.12.2016, ενώ οι ελάχιστες επιχειρήσεις που έχουν υπαχθεί έχουν την δυνατότητα να εξοφλήσουν την εγγυημένη οφειλή την 31.12.2022),

β) Στον αριθμό και στο ύψος των ανεξόφλητων ποσών κεφαλαίου και τόκων που πρέπει να καταβληθούν πριν από τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν με βάση τη νέα παράταση.

  • Να πληρωθούν όλοι οι προηγούμενοι τόκοι που οφείλονταν με βάση την προηγούμενη απόφαση παράτασης, για το 5%των “τυχερών” επιχειρήσεων που είχαν προλάβει να υπαχθούν σε αυτήν.

  • Να πληρωθούν οι τόκοι των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των οποίων τα χρεωλύσια υπόκεινται στην παράταση της απόφασης που εκδόθηκε.

  • Να εγκριθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα σχετική αίτηση υπαγωγής που οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση οφείλουν να απευθύνουν μόνο προς αυτά, αφού όπως είναι προφανές οι επιχειρήσεις καταβάλλουν – προσφέρουν στα πιστωτικά ιδρύματα όποια ανταλλάγματα τους ζητηθούν για την έγκρισή της υπαγωγής τους στην παράταση.

Δεν είναι ενδεχόμενα της παρούσας, η διαπίστωση εάν η παραπάνω μεθόδευση εμπίπτει στις ποινικές διατάξεις για υπαίτια βλάβη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 1, παρ. 1, του Ν. 1608/1950,βλάβη που προκαλείται όταν δια των προαναφερομένων διατάξεων – μεθοδεύσεων δημιουργούνται οι συνθήκες για την βέβαιη κατάπτωση των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και της ολοσχερούς οικονομικής καταστροφής ενός κρίσιμου μέρους του οικονομικού ιστού της χώρας, μέσω της καταστροφής των εγκλωβισμένων στο καθεστώς των κρατικών εγγυήσεων επιχειρήσεων, όπως επίσης δεν είναι της παρούσας να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις από την τεράστια στρέβλωση που προκαλείται στον ελεύθερο ανταγωνισμό σε βάρος της επιχειρηματικότητας, με αποκλειστικό σκοπό να εξυπηρετηθούν οι τράπεζες, ούτε είναι εύκολο να προσδιορισθεί το ύψος των κυρώσεων που θα υποστεί η χώρα μας στο εγγύς μέλλοναπό την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Είναι όμως πρόδηλη η πολιτική απάτη που επιχειρείται σε βάρος των πολιτών, ενόψει των ευρωοεκλογών, στην προσπάθεια υφαρπαγής της ψήφου τους. Και είναι επίσης βέβαιο, ότι εάν οι οιασδήποτε άλλης μορφής ευθύνες βαρύνουν τον υφυπουργό Οικονομικών κύριο Σταϊκούρα, οι πολιτικές ευθύνες βαρύνουν τον πρωθυπουργό κύριο Σαμαρά, ο οποίος γνωρίζοντας καλά το θέμα, οφείλει να αποτρέψει την εξαπάτηση των επιχειρήσεων και των επιχειρηματιών, ειδικά όταν η απάτη αυτή στρέφεται και κατά των επιχειρήσεων της ιδιαίτερης πατρίδας του της Μεσσηνίας και να παρέμβει για την ουσιαστική επίλυση του σοβαρότατου συνολικού προβλήματος.