Της Δρ. Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Παρουσίαση του νέου βιβλίου της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη, Ξυπόλυτες στην άμμο".

 

Επέπρωτο να είναι από τις φιλίες που δεν χάνονται. Ούτε απευγενίζονται. Από τις ανέμελες παιδικές, στις απρόσμενα οδυνηρές και συνέχεια στις ώριμες εμπειρίες της ενηλικίωσης.  Και δεν χάθηκαν από τη μυλόπετρα της πραγματικής ζωής-γιατί ήταν ίσως σμιλεμένες με μιαν αήττητη βούληση μνήμης όλων τους. Αλλά δεν χάθηκαν και από τη μυθιστορική τους διάσταση, μεταπλασμένες σε χιαστά αλληλοδάνεια σχήματα και διασταυρώσεις, τόσο που όλες μαζί οι παιδικές φιλενάδες να μεταμορφώνται σε ένα συμπαγές, ευαίσθητο στους κλυδωνισμούς της ζωής σύμπαν από έξι γυναίκες: να πορεύονται μέσα στον ακώλυτο χρόνο, να ονειρεύονται, να δρουν, να διαψεύδονται, να υποφέρουν, να υποκρίνονται, να κρύβουν από τους άλλους και να εξομολογούνται μεταξύ τους : συσσωρευμένα πάθη, μικρά και μεγαλύτερα μυστικά, εξωτερικές νίκες και εσωτερικά άδεια τοπία. Με άλλα λόγια, να μεγαλώνουν.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τις συναντάμε. Τις ζήσαμε στην πρώτη μυθιστορική τους ανάδυση, στα «Ψηλά» τους  τακούνια για πάντα»-έτσι νόμιζαν τότε που σκάλιζαν με σμάλτο της ζωής τους το όνειρο. Και σε μια ευφάνταστη παιδική, συμβολική της ενηλικίωσης, επινόηση που βιάζει το χρόνο, κάρφωσαν στις πλαστικές τους σαγιονάρες τακούνια κι αλώνιζαν το επτανησιακό καλντερίμι της γειτονιάς τους. Μέχρι τη στιγμή που εισόρμησε με τη βιαιότητα και την πειθώ ενός εφηβικού εφιάλτη διαταράσσοντας την κορύφωση μιας ωραίας εφηβικής ονειρικής ύπνωσης-εκεί στο τέλος του σχολείου, στην αρχή της ελευθερίας τους: η αυτοκτονία του Τηλέμαχου Παπαμηνά, του πατέρα της Τζούλιας, ανώτερου τραπεζικού στελέχους της μικρής πόλης που κατοικούν. Έκτοτε μια λίμνη αίματος μέσα στην ηχηρή αντίθεση της λευκής πορσελάνινης μπανιέρας, θ’ανοίξει το διαμέτρημα ενός πελώριου εφιάλτη για τη Τζούλια, που η σκιά του θα βαραίνει τη ζώσα μνήμη όλων τους. Και θα προσθέσει στη ζωή τους, μαζί με του χρόνου τις «έντεχνες» επιλογές, όχι μόνον πρόσωπα και καταστάσεις αλλά και τόπους, περισσότερο ή λιγότερο μακρινούς, εμπλουτίζοντας τον οικείο πολιτισμό του νησιού τους με τις εμπειρίες και τις διαψεύσεις άλλων προσμονών, που αυτές προσπαθούν να φιλιώσουν μέσα στους αλλότριους χρόνους τους.

Στο νέο μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη-θα το χαρακτήριζα ως τη μυθιστορική μετάπλαση του νόστου της συγγραφέως, όχι μονάχα της πατρώας γης, αλλά και των Ψηλών τακουνιών της πρώτης νεότητας -θα ζήσουμε ξανά ανάμεσα στις έξι συμμαθήτριες: τη Τζούλια, τη Νάνσυ, την Έμυ, τη Μαρία, την Αθηνά, την Καίτη, το ήσυχο χρονικό της γυναικείας ενηλικίωσης. Μια γυναικεία   τοιχογραφία της πολλαπλότητας των σεναρίων και των εκδοχών της πραγματικής ζωής, ένας κερματισμός συμβάντων και πλοκών της εμπρόθετης ή απρόθετης διαπλοκής του τυχαίου θα συνθέσουν τους δρόμους της ζωής των ηρωίδων της, που τελικά θα συγκλίνουν σε οριακά συναπαντήματα-πάντοτε κάτω από τη σκιά μιας ανεπούλωτης πληγής.  Ένα υπεσχημένο από το πρώτο μυθιστόρημα ραντεβού,  με προσδιορισμένο χρόνο, εκεί στη στροφή για τα σαράντα, στο μακρινό Κεμπέκ του Καναδά, αφετηριακό σημείο του νέου μυθιστορήματος της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη, θα δώσει την αρχή της  ατομικής ενηλικίωσης των έξι γυναικών και ταυτόχρονα το ψυχολογικό οδοιπορικό της συνολικής γυναικείας ενηλικίωσης.  Γιατί το έργο της Ιουστίνης Φραγκούλη, Ξυπόλυτες στην άμμο-πέρα από τις συναισθηματικές επιστροφές και τους απολογισμούς ενώπιον του χρόνου-δεν είναι παρά η σπουδή της ωρίμανσης, μια μακρά διάρκεια φεμινιστικής και μάλλον μεταφεμινιστικής αφήγησης, που υπογράφει το ελεγείο των αλληλοδιάδοχων διαψεύσεων. Σαν χρονικό των διαψεύσεων μοιάζει το μυθιστόρημα, με προεξάρχουσα εμπειρία την ερωτική-συζυγική. Σ’αυτό το πεδίο συγκρούεται η πρώτη παραμυθική σύλληψη του κόσμου των γυναικών με την εμπράγματη αποδοχή του. Πελώρια αντίθεση η ποιητική ιδανίκευση του έρωτα στην εφηβική φαντασίωση με το ανατρεπτικό σκηνικό της πεζής καθημερινότητας της συζυγικής συμβίωσης. Χαοτικές διαφορές χαρακτήρων και προσμονών, ανοίκειες και άφιλες εμπειρίες, αποξένωση, συμβιβασμός. Ανοχή, η μεγαλύτερη μορφή ανηθικισμού κατά τη νιτσεϊκή ηθική. Οι πρώτες αποκαλύψεις θα εκδιπλωθούν στο μεγάλο ραντεβού του Κεμπέκ, στο υπεσχημένο reunionεκεί στη μακρινή κρύπτη της  πληγωμένης συμμαθήτριας, της Τζούλιας. Ανάκληση στη χλωρή μνήμη όσων δραματοποιούν τις ζωές τους, ένα αρχικό terminusantequem, όπου ο κόσμος είναι καμωμένος από το ονειροπόλημα μιας αθώας γένεσης. Ό,τι θα ακολουθήσει την εφηβική λαίλαπα του κακού, και θα επανέρχεται κυκλικά στις επιστροφές της μνήμης τους δεν θα είναι παρά το φαιόχρωμο termimuspostquem, περιδίνηση μιας οριακής οδύνης-για την Τζούλια και την πορεία της μέσα στην οικογενειακή τραγωδία και τις περιστροφές της. Και στις άλλες,  που μηρυκάζουν τη ζωή τους στο ήσυχα δραματικό σκηνικό της ανοικείωσης της ζωής τους. Μια εμπειρική ψυχολογία, με διεισδύσεις στα ενδότερα της ψυχής  και ερμηνείες , ενοχές και απενοχοποιήσεις κατακλύζει το έργο, καθώς εστιάζει σε ψυχικά συμβάντα και ψυχολογικά τοπία μιας ήσυχα τρωμένης ψυχικής και συναισθηματικής ενδοχώρας.

 Όχι, οι συμμαθήτριες της Τζούλιας δεν είναι ικανοποιημένες από την αναμέτρηση με τη ζωή και τις προσδοκίες τους.  Οι γάμοι τους προπάντων-πέντε διαφορετικά γαμήλια σενάρια-και οι συζυγικές τους σχέσεις έχουν περάσει προ πολλού σε μια προϊούσα κόπωση, που διαβιβρώσκει τα κύτταρα και τα αισθήματά τους και αναρριπίζει συγκρουσιακές καταστάσεις, ανάμεσα στην καριέρα και την οικογένεια, ανάμεσα στα παιδιά και τους συζύγους, ανάμεσα στις συζυγικές και τις αθέμιτες εξωσυζυγικές σχέσεις. Κι εδώ παρακολουθούμε, από την απλή εξομολογητική αφήγηση της προσωπικής μικροϊστορίας των γυναικών, την εμπειρική ψυχανάλυση της μοιχείας, πάνω στο ανατομικό, λυτρωτικό τραπέζι της φιλίας και της μέθεξης.

Ακραία περίπτωση εκείνη της Καίτης και του φαλλοκράτη συζύγου της μεγαλογιατρού, με τους πολλούς εξωσυζυγικούς δεσμούς, ένα διαρκές μαρτύριο αναξιοπρέπειας και ταπείνωσης για την Καίτη, που τελικά θα καταλήξει σε  διαζύγιο. Και της ασυγκράτητης Νάνσυς, που μετά από κάθε ερωτική περιπέτεια ξαναγυρίζει ανανεωμένη στον στωικό σύζυγο. . «Μα ναι, οι άνθρωποι ερωτεύονται, θα πει η Νάνσυ, συναρμολογώντας την ηχηρή ρητορική της γύρω από τον παράνομο έρωτα, «και θεωρούν πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Πως μπορούν να ζήσουν αιώνια με το ίδιο ταίρι, πως το πάθος τους θα προσυπογράψει το γάμο τους. Αστεία υπόθεση! Μετά από μια τριετία καταλήγουν να αδιαφορούν ο ένας για τον άλλο, να βαριούνται αφόρητα, καταφεύγοντας στον καναπέ του σαλονιού και βλέποντας τηλεόραση. Όταν έρθουν και τα παιδιά, εκεί ο γάμος γίνεται κανονικό πλυντήριο της αναπαραγωγής…»

Διάχυτος ερωτισμός κατακλύζει τις σελίδες του βιβλίου, πότε με τη μορφή της εφηβικής φαντασίωσης, καθώς οι πενηντάχρονες πια γυναίκες αναμιμνήσκονται νοσταλγικά και επικίνδυνα τη νεότητα. Και πότε με τη μορφή τυχαίων συναντήσεων και διαπλοκών της τύχης, που τις ωθούν να ξαναζήσουν τη σκέψη ή και τον ίδιο τον έρωτα στην όποια του εκδοχή, αναζητώντας το ξανάνιωμα μιας ζωής που έχει μοιραία χαθεί στην πλήξη και στην ανυπόφορη frustration. Κι αυτό είναι ακόμη ένα από τα στοιχεία που αναδεικνύει η συγγραφέας καθώς πορεύεται εκμυστηρευτικά και ενσυναισθητικά στα μυστικά των ώριμων πια συμμαθητριών: η δραματικότητα της πλήξης. Η απλή διεκπεραίωση της ζωής χωρίς εξάρσεις, προσμονές και κορυφώσεις, η γεωγραφία των ψυχικών συμβάντων της καθημερινότητας, που γίνεται το ευθύγραμμο ψυχογράφημα της πλήξης, ισοδύναμης του καθημερινού θανάτου, όχι της βιολογίας, αλλά ενός διαβρωτικού εμποτίσματος της ψυχής που τιτρώσκει τις βασικές ψυχικές και συναισθηματικές λειτουργίες ακυρώνοντας το νόημα. Τα πρωταρχικά αιτήματα της ψυχής-και πάνω από όλα ο έρωτας, το ζωντάνεμα της ύπαρξης από το σκίρτημα της ψυχικής αναστάτωσης,  με την απαγορευμένη ηθικά επιθυμία ή και πράξη της μοιχείας, υπερβαίνει κανόνες και πολιτισμικές συμβάσεις, ανταλλάσσοντας την ηθική με τα «χαϊδεμένα των αισθήσεων», που λέει και ο ποιητής (Ελύτης, «Ο κήπος με τις αυταπάτες», σ. 18). Καμιά τους δεν είναι απαλλαγμένη απ’αυτή την πρόκληση, όλες τους προσπαθούν να ανταλλάξουν το άχαρο παρόν εγκιβωτίζοντας επιθετικά απέναντί του τη διάθλαση του εφηβικού φωτός, που μόνο σαν μια δεύτερη ανααφηγημένη παράσταση διαπερνά τις ίνες του σώματος και της ψυχής τους. Οι συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται όπου υποφώσκει ύπουλη η πλήξη και ο ψυχικός κάματος.  «Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω», (ό.π. σ. 27) ξεσπούσε ο ποιητής, μιλώντας για λογαριασμό και πολλών ακόμα, πιστεύω.

Σ’αυτό τον μέσο όρο του χρόνου και του κόσμου τους, δεν υπάρχουν «γεγονότα». Ακόμα και η ιστορία περνάει δίπλα τους χωρίς κανένα πια αποτύπωμα στην ψυχή τους. Πού είναι ο επαναστατημένος εξπρεσιονισμός τους,  η πύρινη ζώνη της επαναστατημένης ιστορικότητας της εφηβείας τους, η ίδια η εφηβεία της ιστορίας που προκαλούν ν’αλλάξουν τη φορά της; Τώρα, η ιστορία ενηλικιώθηκε, ρυτίδιασε, τα αντικειμενικά γεγονότα της χάθηκαν από το κάτοπτρο των κουρασμένων γυναικών, καθώς συγκεντρώνουν στη δική τους, την ανακυκλούμενη κόπωση της ανθρωπότητας. Και προβάλλουν πρόθυμα ένα πελώριο υπερτροφικό εγώ, έναν τραυματικό ναρκισσισμό της ιδιωτικότητας και της ατομικότητας. Τώρα είναι να λύσουν τις οδύνες τους, να προχωρήσουν σε μια διαλλακτική λύτρωση από το παρόν και σε μιαν απελευθερωμένη κατάφαση στο μέλλον τους. Ένας τόπος, μια περιοχή που θα παιχτεί το επιλογικό σενάριο της λύτρωσης, αλλά και το καθαρτήριο «τέλος», ο κεντρικός μυθιστορικός στόχος της συγγραφέως, που κινεί πίσω από όλους τους ελάσσονες εγκιβωτισμούς, τον κύριο ρυθμό της «ιστορίας» της: το νησί τους-η συνεκτική εντοπιότητα, η απαλλακτική του φόβου οικείωση με τις μνήμες και την καταλυτική τους χαραγή στην ανέλιξη της ζωής τους.  Η συμφιλίωση και η αποδοχή του παρόντος χρόνου τους και η συναισθηματική ανακωχή με τους φόβους και τις ανασφάλειες του μέλλοντος. Όλα τα ψυχικά συμπαρακόλουθα των επιλογών τους θα παρελαύνουν πίσω από ένα διαρκές και αήττητο grosplanπου θα φιλοξενεί τις  συγκλίνουσες αναμνήσεις τους και κύρια θα εστιάζει στο πελώριο κόκκινο ηφαίστειο της αυτοκτονίας του Τηλέμαχου Παπαμηνά. Ο τόπος της πληγής, το νησί τους, θα γίνει η terraeutopiaτης μετατραυματικής τους λύτρωσης.

Έχει, ωστόσο, προηγηθεί μια επίπονη ψυχική προετοιμασία. Η Τζούλια θα ξεπεράσει τους μακροχρόνιους ενδοιασμούς και τους φόβους της και θ’αρχίσει ψυχοθεραπεία στον Έλληνα ψυχίατρο, κατακτώντας την αυθεντικότητα του υποσυνειδήτου της μέσ’από την ελληνική, τη μητρική της γλώσσα. Ό,τι έχει τραυματίσει ανεπούλωτα την ψυχή της είναι συνυφασμένο με την πατρίδα και τη γλώσσα της, κι αυτές ως μέσον θεραπευτικό μπορούν να την οδηγήσουν στη λύτρωση, στην τελική κάθαρση των παθών της. Μετά την πρώτη της επίσκεψη στον ψυχίατρο, μια τελετουργία εμπρόθετων συμβολικών πράξεων και χειρονομιών θ’αρχίσουν τολμηρά να αποκαθαίρουν το σκοτεινό της υποσυνείδητο και να προετοιμάζουν μέσα της το δρόμο της οικείωσης με τη μικρή πατρίδα και το παρελθόν της. Η επίσκεψη στη θεία Λουκία, απ’όπου θα δεχτεί να παραλάβει τα γράμματα και τα δέματα της μητέρας της-τόσων χρόνων άρνηση και απάρνηση- θα είναι το πρώτο βήμα συγνώμης και συγκατάβασης προς τα αμείλικτα κατηγορώ της. Οι ψυχολογικές κορυφώσεις, οι εσωτερικοί μονόλογοι, οι διαλογισμοί με το παρελθόν και το παρόν, τα ψυχικά πάθη και η συναισθηματική διατάραξη και η διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην απόφαση και την πράξη, συνθέτουν στην πορεία προς τη λύτρωση, το στημένο πάνω στην ψυχαναλυτική σπουδή ευπαθές σκηνικό των ψυχικών μεταμορφώσεων της πρωταγωνίστριας και των παράλληλων ιστοριών των άλλων γυναικών της μυθιστορικής αφήγησης. Κορυφαίες στιγμές συναισθηματικής φόρτισης, γνήσιες ψυχαναλυτικές-φροϋδικές οντότητες, είναι τα όνειρα της Τζούλιας, η μεταγραφή και ταυτόχρονα η απελευθέρωση του αιχμάλωτου στις πληγές της υποσυνειδήτου. Και τότε γίνεται στο όνειρο κι έπειτα στην πραγματικότητα, η ανακάλυψη της ψυχής, όχι όπως η ίδια την ήθελε στην παιδική της αθωότητα ή όπως των φυσιολόγων η υλική θεώρηση. Αλλά σαν μια άυλη, αιθέρια, ευπαθής και ευαίσθητη οντότητα, της οποίας «οι πόνοι είναι τυραννικοί και αγιάτρευτοι, κι ούτε μοιράζονται με κανέναν και μόνον ο θάνατος είναι η λύτρωση». Είναι η γνωριμία με την προσωπική τραγωδία του πατέρα της, του πρωταγωνιστή της ψυχικής της βασάνου, που δεσπόζει πάντοτε σαν μια κόκκινη αιμάτινη κηλίδα στη σκέψη και στην τέχνη της. Ο Τηλέμαχος Παπαμηνάς θα τολμήσει την-υβριστική για τα ανθρώπινα- αναμέτρηση με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και θα συντριβεί κάτω από το βάρος της φιλοσοφικής τους πολυπλοκότητας.  Ένας υπαρξιστικός μηδενισμός και μια τραγική ματαίωση του νοήματος-κοσμοθεωρία της ψυχικής διαταραχής που υπονομεύει και αποσυνθέτει τα ίδια τα θεμέλια της ζωής.

Η συγγραφέας ξέρει να αναγιγνώσκει και να αναλύει την ψυχική ενδοχώρα, παίζοντας με αντιθέσεις και συγκρούσεις, με ισχυρή και ασθενική βούληση, με την ισορροπία και την αυτοκαταστροφή, με τα όρια ανάμεσα στο φυσιολογικό και τις υπερβάσεις του, τις ψυχοπαθολογικές αποκλίσεις του. Ξέρει, επίσης, την ευάλωτη ψυχολογία των μεταβάσεων, στην οποία ενδίδει με συμβολικές χειρονομίες τόσο περιεκτικές νοήματος! Οι συμμαθήτριες, 32 χρόνια μετά το σχολείο και δέκα χρόνια μετά το ραντεβού με την πρώτη ενηλικίωση στο Κεμπέκ του Καναδά, χαμηλώνουν συμβολιστικά τα τακούνια τους, εγκαταλείποντας τον αισθησιακό ερωτισμό της νεότητας και ακολουθώντας τον στέρεο βηματισμό της ώριμης γυναικείας ενηλικίωσης. Θα βαδίσουν στις παραλίες του νησιού τους, πάνω στην άμμο ξυπόλυτες, έχοντας βιώσει πολλαπλά πένθη και απώλειες:  βιολογικοί θάνατοι γονιών-η μητέρα της Αθηνάς-, νοητικοί θάνατοι-το αλτσχάιμερ της Τζένης Παπαμηνά, της μητέρας της Τζούλιας, θάνατοι της συζυγίας-συμβιβασμοί και διαζύγια, θάνατοι συν-αισθημάτων-η αήττητη ταυτότητα της εφηβείας-. Θα συντροφέψουν τη Τζούλια στην ψυχική της περιπέτεια –προετοιμασία πολλών χρόνων-να αντικρίσει κατάματα την αστείρευτη ροή του κόκκινου αίματος, που θα πραϋνθεί  μέσ’από τη σκέπη των κόκκινων τριαντάφυλλων που στεγάζουν στο παραμυθητικό όνειρό της το ζεστό ακόμα σώμα του πατέρα της. Ο γενέθλιος τόπος αναγεννιέται στο συναπάντημά τους εκεί, η συνείδησή τους αποκαθαίρεται  γαλήνια από το τυραννικό φορτίο της μνήμης. Στο καφενείο των Πλατανιών, στη λιμνοθάλασσα, στους Μύλους, στα σοκάκια της γειτονιάς, στον κορυφαία δραματικό μονόλογο των αναμνήσεων της Τζούλιας στο κοιμητήριο, και στον συγκλονιστικό επίλογο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, σκηνοθεσία αστυνομικής μυστικότητας ενός εικαστικού γεγονότος που δεν είναι χρωματική εμπειρία αλλά η τελική θριαμβική πράξη μιας μακρόβιας ψυχαναλυτικής θεραπείας.

 Έτσι, σε τόπους και χρόνους, μπερδεμένους και ασύντακτους, συρράπτεται η δεύτερη ζωή των παιδικών αναμνήσεων, η εγχάρακτη βίβλος της τοπικής μικροϊστορίας και ηχεί φιλικά το ακούραστο πορτρέτο της μεταμορφούμενης ανάμνησης. Αυτή-η μεγάλη πρωταγωνίστρια της συγγραφέως-, η ανάμνηση, κατατίθεται μοναδική δωρεά όχι μόνον στη γενναιόδωρη φιλία των έξι συμμαθητριών αλλά σε όλη εκείνη τη γενιά και στις επόμενες που θα ερωτοτροπούν με το ανεπίστρεπτο ύφος της κοινής πατρίδας. Η ανάμνηση τώρα μεταπλάθεται σε συγνώμη, και οι παλιές πληγές διυλίζονται λυτρωτικά μέσ’από το παραμυθικό στοιχείο της μικρής Γιολάντας, που παίζει σκοινάκι στο στενό- σπουδή του κύκλου της ζωής και του άκοπου ταξιδιού της μέσα στο χρόνο.

Ένας προνομιακός αφηγητής που ξέρει τη γεωμετρία της αφήγησης, εγκιβωτίζει σε παράλληλες συστοιχίες τα πορτρέτα και τις διαφορετικές ζωές των ηρώων και στη συνέχεια, με μια αντικειμενική συστοιχία ακολουθίας συμβάντων-πραγματικών και ψυχικών-οικοδομεί τις μοιραίες, μεταξύ τους, συγκλίσεις –τη μοίρα της φιλίας πάνω από όλα-. Και με την ψυχραιμία, θα έλεγα, μιας γλώσσας στα όρια της πρακτικότητας, που προστατεύει την αφήγηση από την εύκολη «συναισθηματική φλυαρία» οικοδομείται η γυναικεία ψυχολογία της καθημερινότητας, κάτοπτρο αλληλοαναγνώρισης της γυναικείας φύσης, αλλά και εγχειρίδιο εγνωσμένης εμπειρίας για τους άντρες, στην αποκωδικοποίηση των μυστικών και της διαχρονικής ευθύνης της συνύπαρξης.-