15 χρόνια από τον θάνατο του µεγάλου δηµοσιογράφου  της Αίγινας, µια αναφορά στην πνευµατική κληρονοµιά που άφησε πίσω και βρίσκεται συγκεντρωµένη στο Πνευµατικό Κέντρο Κυψέλης. Του Γιώργου Μπήτρου

Τούτες τις μέρες που η είδηση της συνάντησης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα έδωσε πλούσια τροφή σε εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς κύκλους για συζητήσεις και σχόλια, στον νου έρχεται η φυσιογνωμία του δικού μας Σπύρου Αλεξίου, ο οποίος εβίωσε όσο κανείς άλλος δημοσιογράφος πριν από πενήντα χρόνια τις ιστορικές συναντήσεις των Οικουμενικών Πατριαρχών Αθηναγόρα και Δημητρίου με τους Πάπες Παύλο ΣΤ’ και Ιωάννη Παύλο Β’ στο Βατικανό και στο Φανάρι. Συναντήσεις που συνέβησαν μετά από 525 χρόνια, και που ο ίδιος ο Αλεξίου είχε συμβάλει στη διαμόρφωση κατάλληλου κλίματος, βάζοντας το δικό του λιθαράκι με τα δημοσιεύματά του στην προώθηση του διαλόγου αγάπης και αλήθειας μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Φέτος συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου δημοσιογράφου, και ακόμη δεν έχει αποτιμηθεί και αξιολογηθεί όπως θα έπρεπε η σημαντική και ανεπανάληπτη προσφορά του Σπύρου Αλεξίου στα δημοσιογραφικά, εκκλησιαστικά και πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας.

Σε πολλούς σύγχρονους η μορφή, το έργο αλλά και η βαριά κληρονομιά που άφησε παραμένουν άγνωστα. Ο Σπύρος Αλεξίου γεννήθηκε στην Αίγινα το 1923 και ήταν το μικρότερο παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ιερατική Σχολή Κορίνθου, μια που η Αίγινα δεν διέθετε τότε Γυμνάσιο. Κατόπιν σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή. Στόχος του ήταν η ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά ένα τυχαίο γεγονός τον έστρεψε στη δημοσιογραφία. Δούλεψε στο «Έθνος» και από νωρίς ειδικεύτηκε στο εκκλησιαστικό ρεπορτάζ, σε σημείο που να θεωρείται μέχρι σήμερα ο εγκυρότερος και αξεπέραστος δημοσιογράφος αυτού του χώρου. Παράλληλα, έκανε μεταφράσεις και έγραψε θεατρικά έργα, που ανέβηκαν με επιτυχία. Μαζί με τη φίλη του, Γωγώ Κουλικούρδη, έγραψαν τον πρώτο οδηγό για την Αίγινα, ενώ με φίλους –όπως τον Σώζοντα Βελιώτη– εξέδιδε την  εφημερίδα «Αίγινα». Από το 1958 ασχολήθηκε με την ακτοπλοΐα και συνδέθηκε στενά με τον εφοπλιστή Γιάννη Λάτση, ο οποίος τον πήρε κοντά του ως σύμβουλο Τύπου, όπου παρέμεινε επί τέσσερις δεκαετίες. Οι επόμενες δεκαετίες τον βρήκαν να δουλεύει στη «Βραδυνή», στο «Βήμα» και στην «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου. Το τελευταίο του άρθρο δημοσιεύτηκε δύο ημέρες μετά το θάνατό του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 21 Μαρτίου 1999. Τιμήθηκε ενόσω ζούσε από την Ακαδημία Αθηνών και με το οφίκιο του άρχοντα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα. Άφησε την τελευταία του πνοή στον κήπο του σπιτιού του, στο Λιβάδι της Αίγινας, στις 19 Μαρτίου του 1999. Αξίζει να αναφέρουμε τα όσα ειπώθηκαν για το πρόσωπο και το έργο του Σπύρου Αλεξίου στην ειδική εκδήλωση που είχαν διοργανώσει ο Σύλλογος των εν Αθήναις Αιγινητών και ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» στην αίθουσα του τελευταίου στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2009.

f2_16plat

«Αυτό που έκανε τον Αλεξίου να ξεχωρίζει ήταν η δημοσιογραφική τόλμη και παρρησία του, που του εξασφάλισε τον σεβασμό εχθρών και φίλων, χωρίς ποτέ να βλάψει κανέναν, ενώ αντιθέτως παρείχε απλόχερα τη βοήθειά του σε όλους».

Δ. Καλαμάκης, Πρόεδρος Συνδέσμου των εν Αθήναις Αιγινητών, καθηγητής Πανεπιστημίου

Ο βουλευτής και πρώην πρόεδρος της Βουλής επί πολλά έτη κ. Απόστολος Κακλαμάνης μνημόνευσε την αξία των δημοσιογραφικών κειμένων του εγκυρότερου εκκλησιαστικού δημοσιογράφου Σπύρου Αλεξίου, λέγοντας: «Ήταν ένας μεγάλος της ελληνικής δημοσιογραφίας». Χαρακτηριστικά είπε ότι «επειδή ο Αλεξίου είχε γεννηθεί σε νησί που ο ορίζοντας του δεν διακόπτεται από μεγάλα βουνά, γι’ αυτό η δημοσιογραφία του ήταν ένας ανοικτός ορίζοντας. Ο λόγος του δεν ήταν διχαστικός, δεν είχε αφορισμούς, αλλά τον διέκριναν η σκέψη, η αγωνία, ο προβληματισμός για την κοινωνία. Και κατέληξε λέγοντας ότι σήμερα, που λείπουν τα πρότυπα και ο ρόλος της τηλεόρασης είναι αρνητικός, θα ήταν ευχής έργο να συγκεντρωθεί ο πνευματικός πλούτος του δημοσιογραφικού έργου του Αλεξίου, για να είναι προσβάσιμος στους πολίτες και ιδιαίτερα στη νεολαία».

Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και πρώην υπουργός κ. Ι. Καψής, μιλώντας από στήθους και αρκετά συγκινημένος, θυμήθηκε τα σαράντα χρόνια φιλίας τους και με αρκετή γλαφυρότητα περιέγραψε τα πέτρινα χρόνια της Χούντας και τις ατελείωτες συζητήσεις-αναλύσεις που είχε με τον Αλεξίου για το έργο του Ν. Καζαντζάκη. Ο Αλεξίου του γνώρισε την Αίγινα αλλά και την Εκκλησία της Αμερικής. Αναφέρθηκε στις ριζοσπαστικές και πολύ προχωρημένες απόψεις του Αλεξίου για την καύση των νεκρών, την απαλλαγή των κληρικών από το ράσο στην καθημερινή τους ζωή, το αυτόματο διαζύγιο και τον πολιτικό γάμο. Η δημοσιογράφος κ. Ελ. Μπίστικα της εφημερίδας «Καθημερινή» μίλησε ως άμεση συνεργάτις στο γραφείο του «ευπατρίδη δημοσιογράφου» και «πρύτανη» της εκκλησιαστικής δημοσιογραφίας.

f3_26plat

Τον χαρακτήρισε ευγενή, αριστοκρατικό και ως έναν από τους τελευταίους που είχαν μια ατελείωτη σχέση με το χαρτί. Σήμερα η πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Σπύρος Αλεξίου βρίσκεται συγκεντρωμένη στο Πνευματικό Κέντρο Κυψέλης, όπου φυλάσσονται πλέον τα βιβλία της συλλογής του, αλλά και το αρχείο με τα άρθρα που είχε δημοσιεύσει στις αθηναϊκές εφημερίδες. Το πλούσιο αυτό υλικό είχε δωριθεί μετά τον θάνατό του –από την οικογένειά του– στο Πνευματικό Κέντρο Αίγινας που στεγαζόταν στον Πύργο του Μάρκελλου. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στο κτίριο του Πύργου, πολλά βιβλία είχαν αρχίσει να καταστρέφονται από τα νερά της βροχής που έμπαιναν από την οροφή του κτιρίου. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου τον Μάιο του 2010, επί δημαρχίας Π. Κουκούλη, και μετά από σχετικό αίτημα του Δ.Σ. του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης, αποφασίστηκε τα βιβλία να μεταφερθούν στο τελευταίο.

Σήμερα τα βιβλία έχουν τοποθετηθεί σε ράφια που κατασκευάστηκαν με έξοδα της κ. Κ. Αλεξίου και βρίσκονται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης. Η πλούσια συλλογή των περίπου 3.000 βιβλίων περιλαμβάνει έναν μικρό θησαυρό. Ανάμεσά τους σπάνιες εκδόσεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα, που μόνο σε παλαιές βιβλιοθήκες μπορεί κάποιος να συναντήσει. Μια ολόκληρη πολύτομη σειρά Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, μια επίσης πολύτομη σειρά Εκκλησιαστικών Πατέρων, βιβλία λειτουργικά, εκκλησιαστικά, θεολογικά, ιστορικά, λογοτεχνικά Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, νομικά, περιοδικά, ναυτιλιακά, σπάνια λευκώματα και πολλά σημαντικά βιβλία που αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Βιβλία που στις πρώτες τους σελίδες συναντά ο αναγνώστης αφιερώσεις και υπογραφές των συγγραφέων και φίλων του Σπύρου Αλεξίου. Ένας σπάνιος πνευματικός θησαυρός στην Κυψέλη, όπου καταβάλλεται προσπάθεια να καταγραφεί και ηλεκτρονικά, ώστε μέσα από τη λειτουργία Δανειστικής Βιβλιοθήκης να είναι προσβάσιμος σε κάθε αναγνώστη.

– See more at: http://www.saronicmagazine.com/?p=24895#sthash.1vtnr5Tf.WOQlrnJG.dpuf15 χρόνια από τον θάνατο του µεγάλου δηµοσιογράφου  της Αίγινας, µια αναφορά στην πνευµατική κληρονοµιά που άφησε πίσω και βρίσκεται συγκεντρωµένη στο Πνευµατικό Κέντρο Κυψέλης. Του Γιώργου Μπήτρου

Ο άνθρωπος που έζησε από κοντά και περιέγραψε ιστορικά γεγονότα

-15 χρόνια από τον θάνατο του µεγάλου δηµοσιογράφου  της Αίγινας, µια αναφορά στην πνευµατική κληρονοµιά που άφησε πίσω και βρίσκεται συγκεντρωµένη στο Πνευµατικό Κέντρο Κυψέλης. 

Του Γιώργου Μπήτρου 

Τούτες τις μέρες που η είδηση της συνάντησης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα έδωσε πλούσια τροφή σε εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς κύκλους για συζητήσεις και σχόλια, στον νου έρχεται η φυσιογνωμία του δικού μας Σπύρου Αλεξίου, ο οποίος εβίωσε όσο κανείς άλλος δημοσιογράφος πριν από πενήντα χρόνια τις ιστορικές συναντήσεις των Οικουμενικών Πατριαρχών Αθηναγόρα και Δημητρίου με τους Πάπες Παύλο ΣΤ’ και Ιωάννη Παύλο Β’ στο Βατικανό και στο Φανάρι. Συναντήσεις που συνέβησαν μετά από 525 χρόνια, και που ο ίδιος ο Αλεξίου είχε συμβάλει στη διαμόρφωση κατάλληλου κλίματος, βάζοντας το δικό του λιθαράκι με τα δημοσιεύματά του στην προώθηση του διαλόγου αγάπης και αλήθειας μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

 

Φέτος συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου δημοσιογράφου, και ακόμη δεν έχει αποτιμηθεί και αξιολογηθεί όπως θα έπρεπε η σημαντική και ανεπανάληπτη προσφορά του Σπύρου Αλεξίου στα δημοσιογραφικά, εκκλησιαστικά και πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας.

Σε πολλούς σύγχρονους η μορφή, το έργο αλλά και η βαριά κληρονομιά που άφησε παραμένουν άγνωστα. Ο Σπύρος Αλεξίου γεννήθηκε στην Αίγινα το 1923 και ήταν το μικρότερο παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Ιερατική Σχολή Κορίνθου, μια που η Αίγινα δεν διέθετε τότε Γυμνάσιο. Κατόπιν σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή. Στόχος του ήταν η ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά ένα τυχαίο γεγονός τον έστρεψε στη δημοσιογραφία. Δούλεψε στο «Έθνος» και από νωρίς ειδικεύτηκε στο εκκλησιαστικό ρεπορτάζ, σε σημείο που να θεωρείται μέχρι σήμερα ο εγκυρότερος και αξεπέραστος δημοσιογράφος αυτού του χώρου. Παράλληλα, έκανε μεταφράσεις και έγραψε θεατρικά έργα, που ανέβηκαν με επιτυχία. Μαζί με τη φίλη του, Γωγώ Κουλικούρδη, έγραψαν τον πρώτο οδηγό για την Αίγινα, ενώ με φίλους –όπως τον Σώζοντα Βελιώτη– εξέδιδε την  εφημερίδα «Αίγινα». Από το 1958 ασχολήθηκε με την ακτοπλοΐα και συνδέθηκε στενά με τον εφοπλιστή Γιάννη Λάτση, ο οποίος τον πήρε κοντά του ως σύμβουλο Τύπου, όπου παρέμεινε επί τέσσερις δεκαετίες. Οι επόμενες δεκαετίες τον βρήκαν να δουλεύει στη «Βραδυνή», στο «Βήμα» και στην «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου. Το τελευταίο του άρθρο δημοσιεύτηκε δύο ημέρες μετά το θάνατό του στην «Καθημερινή» της Κυριακής 21 Μαρτίου 1999. Τιμήθηκε ενόσω ζούσε από την Ακαδημία Αθηνών και με το οφίκιο του άρχοντα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα. Άφησε την τελευταία του πνοή στον κήπο του σπιτιού του, στο Λιβάδι της Αίγινας, στις 19 Μαρτίου του 1999. Αξίζει να αναφέρουμε τα όσα ειπώθηκαν για το πρόσωπο και το έργο του Σπύρου Αλεξίου στην ειδική εκδήλωση που είχαν διοργανώσει ο Σύλλογος των εν Αθήναις Αιγινητών και ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» στην αίθουσα του τελευταίου στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2009.

f2_16plat

«Αυτό που έκανε τον Αλεξίου να ξεχωρίζει ήταν η δημοσιογραφική τόλμη και παρρησία του, που του εξασφάλισε τον σεβασμό εχθρών και φίλων, χωρίς ποτέ να βλάψει κανέναν, ενώ αντιθέτως παρείχε απλόχερα τη βοήθειά του σε όλους».

Δ. Καλαμάκης, Πρόεδρος Συνδέσμου των εν Αθήναις Αιγινητών, καθηγητής Πανεπιστημίου

Ο βουλευτής και πρώην πρόεδρος της Βουλής επί πολλά έτη κ. Απόστολος Κακλαμάνης μνημόνευσε την αξία των δημοσιογραφικών κειμένων του εγκυρότερου εκκλησιαστικού δημοσιογράφου Σπύρου Αλεξίου, λέγοντας: «Ήταν ένας μεγάλος της ελληνικής δημοσιογραφίας». Χαρακτηριστικά είπε ότι «επειδή ο Αλεξίου είχε γεννηθεί σε νησί που ο ορίζοντας του δεν διακόπτεται από μεγάλα βουνά, γι’ αυτό η δημοσιογραφία του ήταν ένας ανοικτός ορίζοντας. Ο λόγος του δεν ήταν διχαστικός, δεν είχε αφορισμούς, αλλά τον διέκριναν η σκέψη, η αγωνία, ο προβληματισμός για την κοινωνία. Και κατέληξε λέγοντας ότι σήμερα, που λείπουν τα πρότυπα και ο ρόλος της τηλεόρασης είναι αρνητικός, θα ήταν ευχής έργο να συγκεντρωθεί ο πνευματικός πλούτος του δημοσιογραφικού έργου του Αλεξίου, για να είναι προσβάσιμος στους πολίτες και ιδιαίτερα στη νεολαία».

Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος και πρώην υπουργός κ. Ι. Καψής, μιλώντας από στήθους και αρκετά συγκινημένος, θυμήθηκε τα σαράντα χρόνια φιλίας τους και με αρκετή γλαφυρότητα περιέγραψε τα πέτρινα χρόνια της Χούντας και τις ατελείωτες συζητήσεις-αναλύσεις που είχε με τον Αλεξίου για το έργο του Ν. Καζαντζάκη. Ο Αλεξίου του γνώρισε την Αίγινα αλλά και την Εκκλησία της Αμερικής. Αναφέρθηκε στις ριζοσπαστικές και πολύ προχωρημένες απόψεις του Αλεξίου για την καύση των νεκρών, την απαλλαγή των κληρικών από το ράσο στην καθημερινή τους ζωή, το αυτόματο διαζύγιο και τον πολιτικό γάμο. Η δημοσιογράφος κ. Ελ. Μπίστικα της εφημερίδας «Καθημερινή» μίλησε ως άμεση συνεργάτις στο γραφείο του «ευπατρίδη δημοσιογράφου» και «πρύτανη» της εκκλησιαστικής δημοσιογραφίας.

f3_26plat

Τον χαρακτήρισε ευγενή, αριστοκρατικό και ως έναν από τους τελευταίους που είχαν μια ατελείωτη σχέση με το χαρτί. Σήμερα η πνευματική κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Σπύρος Αλεξίου βρίσκεται συγκεντρωμένη στο Πνευματικό Κέντρο Κυψέλης, όπου φυλάσσονται πλέον τα βιβλία της συλλογής του, αλλά και το αρχείο με τα άρθρα που είχε δημοσιεύσει στις αθηναϊκές εφημερίδες. Το πλούσιο αυτό υλικό είχε δωριθεί μετά τον θάνατό του –από την οικογένειά του– στο Πνευματικό Κέντρο Αίγινας που στεγαζόταν στον Πύργο του Μάρκελλου. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών που επικρατούσαν τότε στο κτίριο του Πύργου, πολλά βιβλία είχαν αρχίσει να καταστρέφονται από τα νερά της βροχής που έμπαιναν από την οροφή του κτιρίου. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου τον Μάιο του 2010, επί δημαρχίας Π. Κουκούλη, και μετά από σχετικό αίτημα του Δ.Σ. του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης, αποφασίστηκε τα βιβλία να μεταφερθούν στο τελευταίο.

Σήμερα τα βιβλία έχουν τοποθετηθεί σε ράφια που κατασκευάστηκαν με έξοδα της κ. Κ. Αλεξίου και βρίσκονται στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης. Η πλούσια συλλογή των περίπου 3.000 βιβλίων περιλαμβάνει έναν μικρό θησαυρό. Ανάμεσά τους σπάνιες εκδόσεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα, που μόνο σε παλαιές βιβλιοθήκες μπορεί κάποιος να συναντήσει. Μια ολόκληρη πολύτομη σειρά Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, μια επίσης πολύτομη σειρά Εκκλησιαστικών Πατέρων, βιβλία λειτουργικά, εκκλησιαστικά, θεολογικά, ιστορικά, λογοτεχνικά Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, νομικά, περιοδικά, ναυτιλιακά, σπάνια λευκώματα και πολλά σημαντικά βιβλία που αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Βιβλία που στις πρώτες τους σελίδες συναντά ο αναγνώστης αφιερώσεις και υπογραφές των συγγραφέων και φίλων του Σπύρου Αλεξίου. Ένας σπάνιος πνευματικός θησαυρός στην Κυψέλη, όπου καταβάλλεται προσπάθεια να καταγραφεί και ηλεκτρονικά, ώστε μέσα από τη λειτουργία Δανειστικής Βιβλιοθήκης να είναι προσβάσιμος σε κάθε αναγνώστη.