Γράφει ο Κωνσταντίνος

Είναι καιρός τώρα, που πάτησαν την πατρίδα ετούτοι οι σκυθρωποί, καλεσμένοι από τους εφιάλτες. Και άρχισαν να γκρεμίζουν, για να πουλήσουν τα ερείπια, φτηνή πραμάτεια, στους εμπόρους των εθνών. 

Και άδειασαν οι δρόμοι από τα χαμόγελα, και ήρθαν οι ουρές των πεινασμένων. Άλλοι, εκείνοι που δεν άντεχαν, έφυγαν από τη μια στιγμή στην άλλη, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη την εικόνα του χαμού τους.
 
Η κρίση που ζούμε τώρα είναι πνευματική… είναι η ταραχή που το νου μας σκοτίζει και οι μέριμνες μιάς δανεικής χαλαρής και πλούσιας βιοτής που κληθήκαμε να την πληρώσουμε παραδίδοντας τις αξίες μας και την πατρίδα μας. Στο ανταλλακτήριο της απάτης γελαστήκαμε με τα γυαλιστερά και τα χρώματα, κι αφήσαμε την μέριμνα του αύριο σε τιποτένιους…
 
Η πραγματική κρίση δεν ήρθε ακόμη… H κρίση εκείνη που το σώμα θα λυγίσει και η ψυχή θα κολαστεί για τιποτένια μέχρι χθες και σήμερα πράγματα…
 
Αυτή την κρίση, την μεγάλη, που εκτός από το σώμα, τώρα και την ψυχή μας θα προσπαθήσει να αλώσει, αυτή φοβάμαι περισσότερο και παρακαλώ σαν έρθει η ώρα εκείνη να έχω τη δύναμη να αντέξω στην φριχτή παλαίστρα, εκεί που βασιλεύει η απόλυτη φρίκη, εκεί που εδώ και χρόνια ως τα τώρα μας στοιβάζουν, εκεί που θα κληθούμε εγώ κι εσύ για να αντιμετωπίσουμε τους δικούς μας δαίμονες και τους δικούς τους ψυχοθεριστές.
 
Αυτά τα λίγα τα μοιράζομαι μαζί σου και με περισσή έννοια, μήπως ο νους μου παίζει παιχνίδια και οι φωνές είναι σειρήνες που προκαλούν τον δρόμο μου να αφήσω.
 
Συγχώρα με εάν τα λόγια αυτά κουράζουν, δεν έχω άλλα, άδειασε ο νους… κι έλα να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλο, άντρες, γυναίκες και παιδιά, για ν’ απαιτήσουμε της ζωής μας να γίνουμε οι αφέντες, από εκείνους που αρχίσαν ήδη να ετοιμάζονται να πάρουν τώρα την ψυχή μας…