Του Nicholas Borst, Ινστιτούτο Peterson– Συνεργασία με τον Τύπο της Κυριακής

Η υψηλού επιπέδου διμερής συνάντηση της περασμένης εβδομάδας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας ήρθε σε μια περίοδο που η σχέση των δυο μεγάλων δυνάμεων είναι ολοένα και περισσότερο τεταμένες. Ο συνδυασμός του ανταγωνισμού και της συνεργασίας χαρακτήριζε πάντα τη σχέση τους, ωστόσο τους τελευταίους μήνες η ισορροπία των δύο αυτών στοιχείων έχει μετατοπιστεί. Οι εδαφικές διαφορές με τους συμμάχους των αμερικανών και μια συνεχιζόμενη σύγκρουση στον κυβερνοχώρο είναι οι κύριοι παράγοντες πίσω από την ολοένα και πιο τεταμένη σινο-αμερικανική σχέση. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική κατάσταση της διμερούς σχέσης, ήταν λίγοι αυτοί που ανέμεναν μεγάλη πρόοδο στις διαπραγματεύσεις στα οικονομικά θέματα στο πλαίσιο του Στρατηγικού και Οικονομικού Διαλόγου, γεγονός που αποδεικνύεται από το κοινό ανακοινωθέν που εξεδόθη μετά τη σύνοδο κορυφής.

Τους τελευταίους μήνες, για ακόμη μια φορά έχει εγερθεί το ζήτημα της διμερούς ισοτιμίας. Ενώ φέτος η υποτίμηση του γιουάν ήταν μέτρια συγκριτικά με άλλα νομίσματα αναδυόμενων αγορών, το γεγονός δείχνει μια τεράστια αλλαγή από την τάση της σταδιακής ανατίμησης που ξεκίνησε το 2005 (παρά τις κάποιες διακοπές). Αντιδρώντας στην πίεση από το Κογκρέσο και στην υποψία ότι η Κίνα ενδέχεται να ασκεί ανταγωνιστική υποτίμηση σε μια περίοδο οικονομικής αδυναμίας, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πιέζει να σταματήσει η κινεζική κρατική παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος. Η θέση της Κίνας υποστηρίζει ότι η κίνηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά κύριο λόγο καθοδηγείται από την αγορά και είναι φυσικό να υπάρχει αμφίδρομη κίνηση, διότι το νόμισμα βρίσκεται κοντά στην τιμή ισορροπίας (equilibrium). Επιπλέον, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας διατηρεί το δικαίωμα να παρέμβει στην ξένη αγορά συναλλάγματος, με σκοπό την καταπολέμηση αυτού που θεωρεί "υπερβολική εισροή ζεστού χρήματος".

Η γλώσσα του κοινού ανακοινωθέντος αποκαλύπτει ότι σημειώθηκε ισοπαλία στο θέμα. Οι Κινέζοι συμφώνησαν «να μειώσουν -όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες- την παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος", μια διατύπωση που δίνει την δυνατότητα στην αμερικανική πλευρά να κάνει λόγο για νίκη, χωρίς ωστόσο να απαιτεί πολλά από τους Κινέζους. Στην πραγματικότητα, η δέσμευση για τον τερματισμό της κανονικής παρέμβασης στην αγορά συναλλάγματος αποτέλεσε προϋπάρχων πολιτικός στόχος που διατυπώθηκε από τον κυβερνήτη της Λαϊκής Τράπεζας, Zhou Xiaochuan το περασμένο φθινόπωρο.

Η Κίνα δεσμεύτηκε επίσης σε ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα που, πλην όμως, ενοχλούσε ιδιαίτερα το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών, με την άρνηση της Λαϊκής Τράπεζας να αναφέρονται οι παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος μέσω του Ειδικού Προτύπου Διάδοσης Στοιχείων του ΔΝΤ (SDDS). Οι ΗΠΑ επιθυμούν η Κίνα να συμμορφωθεί με το εν λόγω πρότυπο, δεδομένου ότι απαιτεί την έγκαιρη ενημέρωση εκ μέρους της κινεζικής κεντρικής τράπεζας ως προς τις δράσεις παρέμβασης. Οι Κινέζοι συμφώνησαν να «κάνουν τεχνικές προετοιμασίες" προκειμένου να ενταχθούν στο πρόγραμμα, κάνοντας ένα βήμα περισσότερο σε σχέση με την περσινή  δέσμευση τους να «εξετάσουν επισταμένα" το SDDS.

Η διμερής συνθήκη επενδύσεων (BIT) είναι το άλλο μεγάλο ζήτημα στην οικονομική ατζέντα. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του περσινού στρατηγικού και οικονομικού διαλόγου ήταν η συμφωνία της Κίνας να διαπραγματευτεί μια υψηλών προδιαγραφών διμερή συνθήκη επενδύσεων (BIT), με την προσέγγιση της "αρνητικής λίστας" στην έγκριση των επενδύσεων. Η αποδοχή του πλαισίου της "αρνητικής λίστας" αποτελεί ριζική αλλαγή στην κινεζική προσέγγιση,  δίνοντας την δυνατότητα σε ξένες επιχειρήσεις να αυξήσουν σημαντικά την πρόσβαση στην αγορά.

Η φετινή ανακοίνωση για την διμερή συνθήκη επενδύσεων (BIT) δεν περιείχε κάποια σημαντική πρόοδο, ωστόσο έθεσε πιο συγκεκριμένους στόχους στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Μέχρι το τέλος του 2014 οι δύο πλευρές θα «καταλήξουν σε συμφωνία για τα ουσιώδη θέματα και τα σημαντικότερα άρθρα της Συνθήκης" και στις αρχές του 2015 θα "ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις" για τις λεπτομέρειες της "αρνητικής λίστας". Είναι απογοητευτικό ωστόσο ότι οι διαπραγματεύσεις, ένα χρόνο μετά την περσινή ανακοίνωση, παραμένουν σε τόσο πρώιμο στάδιο.

Από τις διαπραγματεύσεις, σημειώθηκαν κάποια βήματα προόδου σε ορισμένους τομείς. Η Κίνα δεσμεύτηκε να αφήσει την αγορά να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στον καθορισμό των τιμών σε αρκετούς σημαντικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου. Παρά το γεγονός ότι δεν συνιστούν παραχωρήσεις, αφού ήταν μέρος της Τρίτης Ολομέλειας του περασμένου φθινοπώρου, εντούτοις αποτελούν θετικό βήμα στην επαναδιαβεβαίωση των εν λόγω δεσμεύσεων στο διεθνές περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει και για τη δέσμευση περί άρσης των περιορισμών στις ξένες επενδύσεις σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, του εμπορίου και των logistics, καθώς και του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Η οικονομική σχέση παραμένει ισχυρή και αμοιβαία επωφελής, αλλά το πεδίο για την επέκταση της συνεργασίας περιορίζεται από μια θεμελιώδη ασυμμετρία. Η αμερικανική αγορά είναι λίγο-πολύ ανοιχτή προς τον υπόλοιπο κόσμο και ως εκ τούτου, οι Αμερικανοί δεν μπορούν να "δώσουν" πολλά στους Κινέζους. Αντίθετα, μεγάλα τμήματα της κινεζικής οικονομίας παραμένουν απαγορευμένα ή εν μέρει περιορισμένα για τις ξένες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι Κινέζοι κάνουν τις περισσότερες παραχωρήσεις.

Για τα δύο ζητήματα που ενδιαφέρονται πολύ οι Κινέζοι, τις μεταρρυθμίσεις στη διαδικασία της Επιτροπής Εξωτερικών Επενδύσεων των ΗΠΑ  (CFIUS ) και την έγκριση της ποσόστωσης στο  ΔΝΤ, η αμερικανική πλευρά δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Οι ενέργειες αυτές απαιτούν τη συνεργασία του Κογκρέσου, την οποία η κυβέρνηση Ομπάμα είναι απίθανο να λάβει, ακόμα και αν αποφασίσει να τεθούν σε υψηλή προτεραιότητα.

Αυτό οδηγεί στο μεγαλύτερο ερώτημα για τι μπορούμε να περιμένουμε από τη διμερή οικονομική σχέση στο προσεχές μέλλον. Είναι βέβαιο ότι το εμπόριο και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν την οικονομική πολιτική που θα βασίζεται κατά κύριο λόγο σε εσωτερικές ιδιαιτερότητες, ανεξάρτητα από το κείμενο των κοινών δηλώσεων. Η νέα κινεζική κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να κάνει μεταρρυθμίσεις, οι νέες αυτές πολιτικές όμως είναι πιθανό να εφαρμοστούν σταδιακά και επιλεκτικά, γεγονός που θα αποτελεί την κύρια αιτία ενόχλησης των αμερικανών. Το πεδίο συνεργασίας  σε παγκόσμιο επίπεδο είναι επίσης περιορισμένο. Οι νέες διεθνείς πρωτοβουλίες των Κινέζων, όπως η προτεινόμενη Ασιατική Τράπεζα Υποδομών, είναι πιθανόν να έχει μια χλιαρή υποδοχή από τις ΗΠΑ.

Μετά από πολλά χρόνια μεγάλων προσδοκιών για το Στρατηγικό και Οικονομικό Διάλογο, οι διμερείς οικονομικές σχέσεις έχουν φτάσει σε ένα σταθερή, με μειωμένη δυναμική κατάσταση. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν με ταχύ ρυθμό, αλλά η πρόοδος θα είναι σταδιακή. Το περιορισμένο πεδίο της οικονομικής εταιρικής σχέσης δεν είναι κάτι αναγκαστικά κακό, αλλά εγείρει ανησυχίες για το κατά πόσον μπορεί να συνεχίσει να είναι η κόλλα που συγκρατεί τη συνολική σχέση υπό το φως της επιδείνωσης των στρατηγικών σχέσεων. Για την αναζωογόνηση του διαλόγου, θα δεσμευθούν όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένου και του Κογκρέσου, προκειμένου να ανέβει ο πήχης, επεκτείνοντας το πεδίο για μια πραγματική οικονομική συνεργασία.