Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα μίας κρίσης σαρωτικής, που έφερε το ευρώ στο χείλος του γκρεμού, η Ευρώπη παραμένει διχασμένη – ίσως και σε σύγχυση θα έλεγε κανείς. 

Και ο ορίζοντας δεν ανοίγει, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι υποστηρίζουν ότι «τα χειρότερα πέρασαν» και πλέον μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία. Αντιθέτως, τα σύννεφα ίσως να πυκνώνουν, όχι με την έννοια ότι πλησιάζει μία καταιγίδα, αλλά με την έννοια ότι μας δυσκολεύουν να δούμε μπροστά, να προβλέψουμε και να πορευθούμε με ασφάλεια.
 
Στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε στο νησί της Χάλκης, στα Δωδεκάνησα, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής κι Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) σε συνεργασία με το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (European Policy Center – EPC) των Βρυξελλών – και στο οποίο συμμετείχαν όχι μόνο ακαδημαϊκοί από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά επίσης στελέχη κοινοτικών θεσμών – κατέστη σαφές ότι τα ερωτήματα υπερτερούν σε πλήθος των απαντήσεων. Απλώνονται δε σε τομείς που υπερβαίνουν την οικονομία ή την ευρωζώνη, σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική, η κοινωνική συνοχή, η ενέργεια, ακόμη και η μελλοντική συνοχή της ΕΕ (ζήτημα που σχετίζεται κυρίως με την παραμονή ή όχι της Βρετανίας σε αυτή).
 
Στον πυρήνα της συζήτησης (σσ. ο τίτλος του συνεδρίου ήταν «Ολοκλήρωση ή Αποσύνθεση: Ποιος είναι ο δρόμος μπροστά για την Ευρώπη;») βρέθηκε όπως ήταν αναμενόμενο η επόμενη ημέρα της οικονομικής κρίσης. Δύο ήταν τα καίρια ζητήματα. Πρώτον, πως θα διαμορφωθεί το μίγμα ανάμεσα σε δημοσιονομική πειθαρχία/ λιτότητα και ανάπτυξη / επενδύσεις. Και δεύτερον, ποια θα είναι η νέα θεσμική ισορροπία την επόμενη πενταετία ανάμεσα σε Συμβούλιο, Επιτροπή και Ευρωβουλή έπειτα από μία περίοδο ισχυρότατου διακυβερνητισμού.
 
Συγκρούονται ουσιαστικά δύο απόψεις. Η μία τονίζει ότι ενώ η κρίση χρέους εξελισσόταν με ρυθμό ραγδαίο, δημιουργήθηκαν μηχανισμοί που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν ανήκουστοι, ώστε αυτή να ελεγχθεί. Επομένως, πρέπει να αφεθούν αυτοί οι μηχανισμοί να δουλέψουν και να προχωρήσει περαιτέρω η εμβάθυνση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης – κατά προτίμηση χωρίς αλλαγή Συνθηκών. Ο στόχος πρέπει να είναι να συμπληρωθεί η κοινή νομισματική πολιτική με μία κοινή δημοσιονομική πολιτική και περιθώρια υπάρχουν (όπως π.χ μέσω ενίσχυσης του ρόλου του ESM και της ECB ή ακόμη και με τη δημιουργία μηχανισμού απορρόφησης των οικονομικών σοκ για να ενθαρρυνθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – άποψη που προσεγγίζει την ιδέα για κάποιου είδους προϋπολογισμό της ευρωζώνης).
 
Η άλλη άποψη είναι πιο επιθετική. Ζητάει ουσιαστικά να δοθεί μεγάλη έμφαση στην ανάγκη ενός σοβαρού επενδυτικού προγράμματος, μέσω καλύτερης αξιοποίησης τόσο των κοινοτικών κονδυλίων όσο και των δυνατοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ). Και παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη η λιτότητα να μην είναι τόσο ασφυκτική, να υπάρχει περιθώριο πολιτικών ελιγμών με βάση και τη ρητορική του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.   
 
Το τρίτο θέμα που απασχόλησε τους συνέδρους ήταν η θέση της Ευρώπης στον κόσμο. Είναι άλλωστε εμφανές ότι η κρίση Ουκρανίας – Ρωσίας αλλά και η γενικότερη γεωπολιτική αστάθεια στην ευρωπαϊκή γειτονιά θέτουν μείζονα ερωτήματα στους Ευρωπαίους. Ίσως δε να είναι η πρώτη φορά που η εξωτερική πολιτική «απειλεί» τη συνοχή της ΕΕ και το μοντέλο της «ήπιας ισχύος» που η ίδια προωθεί διεθνώς.
 
Το ενδοευρωπαϊκό παιχνίδι όμως, σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, εξακολουθεί να είναι μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game). Αυτό δεν προδιαθέτει για συντονισμένες κινήσεις, ενώ υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ μεγάλων – μικρών, Βορείων – Νοτίων, Δυτικών – Ανατολικών, Παλαιάς – Νέας Ευρώπης, πυρήνα και περιφέρειας. Συμπέρασμα: ίσως να απαιτείται να περιοριστούν οι προσδοκίες που κατά καιρούς δημοσιοποιούνται.   
 
Για αυτό και μία νέα «μεγάλη συμφωνία» δεν μοιάζει πιθανή. Πιο προσιτή φαντάζει μία αλυσίδα «μικρότερων συμφωνιών» με βάση την κατά καιρούς σύγκλιση εθνικών συμφερόντων – που ίσως και να προδιαγράφει μία «Ευρώπη πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων». Πριν φθάσουμε εκεί όμως, υπάρχουν προβλήματα οικονομικής και κοινωνικής ετερογένειας, δημοκρατικής νομιμοποίησης, ακόμη και πολιτικής διαχείρισης. Είναι σαφές, όπως αρκετοί υπογράμμισαν, ότι αναδεικνύεται μία κόπωση. Και παράλληλα, λείπει ένα όραμα για το επόμενο μοντέλο ανάπτυξης, ιδιαίτερα για τη Νότια Ευρώπη. Ίσως για αυτό τον λόγο, η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να κάνει πιο σωστά όσα κάνει σήμερα, φροντίζοντας περισσότερο τους «χαμένους» της κρίσης.