Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας

Η επιδίωξη της καγκελαρίου Α. Μέρκελ για την άσκηση ισχύος υπονομεύεται από μία κοινή γνώμη που της χαρίζει δημοφιλία, αλλά απορρίπτει τον ισχυρό ρόλο της Γερμανίας στην εξωτερική και αμυντική πολιτική.

Παρομοίως, ο υπουργός Εξωτερικών Φ. Στάινμαγιερ αντιγράφει την «πολιτική έκδοσης επιταγών» του θρυλικού Χ. Γκένσερ (μοίρασμα υποσχέσεων προς μελλοντική αμφίβολη εξαργύρωση), αλλά οι εποχές άλλαξαν και ελάχιστοι, διεθνώς, τις παραλαμβάνουν.

Σε αυτό το πλαίσιο, η προ ημερών παρέμβαση της κυρίας Μέρκελ στην υπόθεση της ΠΓΔΜ (με τη χρήση του όρου «Μακεδονία») δεν αποτελεί καθεαυτήν έκπληξη. Αφού δεν επιτυγχάνει τα προσδοκώμενα στις μείζονες διεθνείς κρίσεις, όπως η Ουκρανία, αναζητεί επιτυχίες στα περιφερειακά προβλήματα.

Άλλωστε, στην υπόθεση των Σκοπίων έχουν προηγηθεί και άλλες παρεμβάσεις: Τον Ιούλιο του 2012, με τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών Μ. Λινκ να αξιώνει (παρασκηνιακά) άμεσο συμβιβασμό, και τον Αύγουστο του 2013 με τον ειδικό απεσταλμένο για θέματα Ν.Α. Ευρώπης Ε. Ράιχελ να δηλώνει ότι «εξαρτάται από την ελληνική πλευρά η έκφραση ετοιμότητας για συμβιβασμό». Και, ως γνωστόν, το Νοέμβριο του 2013 η κυρία Μέρκελ, έπειτα από συνάντηση με τον ειδικό εκπρόσωπο του ΟΗΕ Μ. Νίμιτς, εξίσωσε την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ ως προς την απουσία πολιτικής βούλησης για λύση.

Αντίθετα, τα επιμέρους στοιχεία των δηλώσεων Μέρκελ είναι εκείνα που προκαλούν έκπληξη. Συγκεκριμένα, η επισήμανση ότι «είναι σε συζητήσεις για το θέμα και με τον Έλληνα πρωθυπουργό», επίσης, η προαναγγελία ότι «θα έρθει, με βεβαιότητα, η χρονική στιγμή που προσωπικά θα προσπαθήσω πολύ» για έναν συμβιβασμό.

Αν η κυρία Μέρκελ λαμβάνει αξιόπιστες αναφορές από τη γερμανική πρεσβεία Αθηνών, θα γνωρίζει ότι η πρόσθεση ακόμη ενός (και μάλιστα τέτοιου) βάρους στην ατζέντα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στην Ελλάδα και, κατ’ επέκταση στα Βαλκάνια. Θα οδηγήσει σε επικίνδυνες εξελίξεις, όταν μάλιστα οι σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ δεν επηρεάζονται μόνον από το όνομα, αλλά και από την ξεδιάντροπη παραβίαση των θεμελιωδών αρχών καλής γειτονίας.

Ταυτόχρονα, προκαλεί απορία ποια θα είναι η «προσωπική» πρωτοβουλία της καγκελαρίου. Θα «καπελώσει» τον ΟΗΕ; Θα επιδιώξει συζήτηση στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής, αν και είναι γνωστό ότι δεν θα εξεταστούν θέματα διεύρυνσης της Συμμαχίας;

Ή, όπως φημολογείται εδώ και μέρες, θα κινητοποιήσει και άλλα δύο – τρία ισχυρά μέλη της Ε.Ε., για μεγαλύτερη πίεση προς την Αθήνα, αμφισβητώντας ακόμα και την ύστατη υποχώρηση του ergaomnes(μία ονομασία για όλες τις χρήσεις και έναντι όλων).

Ήδη ακούγονται ψίθυροι ότι το erga omnes χρειάζεται «διευκρινήσεις», αφού δεν μπορεί να εφαρμοστεί π.χ. σε επιθετικούς προσδιορισμούς και στις γεωγραφικές ενδείξεις προϊόντων.

Έως τώρα η κυβερνητική αγωνία αφορούσε τη γερμανική καθυστέρηση στην έναρξη διαπραγμάτευσης για το χρέος. Τώρα το Βερολίνο θα συνοδεύσει την οικονομική διαπραγμάτευση με την απειλή εκρηκτικών εξελίξεων στη Ν.Α. Ευρώπη.

Πηγή εφημ. «Δημοκρατία»