Όσοι αφελώς πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει οριστική ειρήνη στον ανεπτυγμένο κόσμο καλά θα κάνουν να εξετάσουν κάποιες πολύ καυτές πραγματικότητες με ιστορικό περιεχόμενο
Η σημασία των λέξεων και η νέα μορφή δειλίας στη Δύση
Γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
Δεν θα ξεχάσω εύκολα τη συζήτηση που είχα πριν από μία δεκαετία με τον αείμνηστο Πολωνό ιστορικό, πολιτικό και ευρωβουλευτή Μπρόνισλαφ Γκέρεμεκ, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Συγγραφέας το 1980 του βιβλίου «Άθλιοι και Κακοποιοί» (εκδ. Grasset, Γαλλία), ο Πολωνός διανοούμενος πίστευε ότι μία μόνιμη αιτία πολέμου στον πλανήτη μας θα είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για την ειρήνη!
Πίστευε, επίσης, ότι ο δυτικός νεωτερικός κόσμος, χάρη στην εντυπωσιακή υλική ανάπτυξή του, έχει απομακρυνθεί από τις βασικές αιτίες που προκαλούν βία στις υποανάπτυκτες κοινωνίες -που είναι ο φανατισμός, η τιμή και η εκδίκηση. «Η κατάσταση αυτή», μας έλεγε ο Πολωνός ιστορικός και ευρωβουλευτής, «απομακρύνει από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες την αίσθηση του θανάτου, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να ατονούν μπροστά σε σοβαρούς κινδύνους και να μην είναι έτοιμες να προστατεύσουν τη ζωή τους. Αυτή είναι μία μορφή δειλίας που θα αποθρασύνει σε βάθος χρόνου τους εχθρούς της Δύσης και των ανοικτών κοινωνιών γενικά…».
Μελετητής των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, ο Μπ. Γκέμερεκ πίστευε στον αρνητικό ρόλο που παίζουν οι λέξεις όταν χρησιμοποιούνται από ολοκληρωτικές ιδεολογίες και πώς, μέσα από αυτές, αδίστακτοι δημαγωγοί και συμπλεγματικοί πολιτικοί εξαπατούσαν λαούς. «Υπάρχει πιο κραυγαλέα απάτη από το να αυτοχαρακτηρίζονται λαϊκές δημοκρατίες καθεστώτα που μόνον δημοκρατικά δεν ήσαν;», τόνιζε ο Πολωνός διανοούμενος.
Στη δύναμη των λέξεων και στον ρόλο τους πιστεύει και ο Γάλλος στρατηγός Αλέξανδρος Λαλάν-Μπερτράν, πρώην επικεφαλής των ενδιάμεσων δυνάμεων του ΟΗΕ στον Λίβανο και σήμερα στέλεχος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανωτάτων Μελετών Εθνικής Άμυνας. Μιλώντας σε εκδήλωση του Ινστιτούτου, επεσήμανε ότι οι λέξεις αποτελούν σοβαρό όπλο παραπλάνησης, μέσω δε αυτών επιχειρείται -ερήμην της πραγματικότητας– η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, η οποία, ανεξαρτήτως του χρώματός της, συνιστά μία πολύ σοβαρή, αν όχι θανάσιμη, ασθένεια του πνεύματος.
«Αν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί σε μια αντιπαράθεση, προέχει η υιοθέτηση της αρχής της πραγματικότητας, η οποία μας λέει ότι, ασχέτως αν μας αρέσει ή όχι, τα πράγματα είναι αυτά που είναι. Όσο πιο κοντά είμαστε στην αντίληψη αυτή, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουμε να κάνουμε σοβαρά λάθη», είπε ο Γάλλος στρατηγός. Για να επισημάνει στη συνέχεια ότι ένας άτυπος τρίτος παγκόσμιος πόλεμος βρίσκεται ήδη στα σκαριά.
«Ένας πόλεμος που θα έχει διάρκεια, διότι το ακραίο Ισλάμ θα εκμεταλλεύεται την κατάσταση παράνοιας που επικρατεί στον μουσουλμανικό κόσμο και θα επιχειρεί συνεχώς να αποκτά εξουσίες, ώστε κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσει κατά της Δύσης τόσο τα οπλοστάσια συμβατικών όπλων, όσο και αυτά της μαζικής καταστροφής που θα έχει στη διάθεσή του. Συνεπώς, η σύγκρουση Δύσης – Ισλάμ είναι αναπόφευκτη και απομένει να δει κανείς τι θα προκύψει. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Δύση θα έχει στο πλευρό της την Ιαπωνία και την Ινδία, πιθανότατα δε και τη Ρωσία – η οποία, όμως, απομακρυνόμενη σήμερα από τις δυτικές δυνάμεις, προφανώς επιδιώκει να ισχυροποιηθεί γεωπολιτικά για να μην είναι ένας φτωχός συγγενής στην περίπτωση της σύγκρουσης με το Ισλάμ.
Όσο για την Κίνα, η πιθανότερη εκδοχή είναι να βρεθεί στο πλευρό του ισλαμικού κόσμου, κυρίως από αντίθεση προς την Ιαπωνία και την Ινδία. Σε αυτήν τη νέα γεωπολιτική συγκυρία, το Ινστιτούτο εκτιμά ότι τρεις χώρες που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αντιπαράθεση Δύσης – Ισλάμ είναι το Ισραήλ, ως εργαστήριο, η Αίγυπτος, το Ιράν και η Τουρκία – με την τελευταία να παίζει τα χρόνια που έρχονται πολύ σημαντικό ρόλο για τη μερική ισλαμοποίηση των Βαλκανίων, αφενός, και ως ενεργειακός κόμβος, αφετέρου», τόνισε ο Γάλλος στρατηγός.
«Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η Τουρκία δεν είναι μόνον 80 εκατομμύρια Τούρκοι εντός της χώρας. Υπάρχουν άλλα 150 εκατομμύρια τουρκόφωνοι πληθυσμοί, τους οποίους η σημερινή ισλαμική εξουσία θα επιδιώξει να θέσει υπό τον έλεγχό της. Το σημερινό δίδυμο εξουσίας στην Τουρκία μπορεί να έχει απέναντί του τον κεμαλισμό ως αντίπαλον δέος, όμως πολύ αμφιβάλλουμε αν έχει εγκαταλείψει την αντίληψη του παντουρκισμού, πιθανότατα δε και αυτήν του Μεγάλου Χαλιφάτου», τονίζει ένας ερευνητής του Γαλλικού Ινστιτούτου Ανώτατων Μελετών Εθνικής Άμυνας.
Έτσι, σε διάφορα σενάρια που εκπονούν μελετητές-αναλυτές του Ινστιτούτου ως προς την Ευρώπη, η Τουρκία έχει την πρώτη θέση όχι πλέον ως πιθανός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά ως δυνητικός της αντίπαλος, με διφορούμενους κάθε φορά ρόλους. Γι' αυτό, σήμερα η Ε.Ε. παρακολουθεί και αναλύει προσεκτικά τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένη την επιρροή που θέλει να έχει η Τουρκία στους μουσουλμάνους της Κριμαίας, της Σιβηρίας και του Βόλγα.
Τζιχάντ και ιδεολογία
Στο παρελθόν, όταν ο κόσμος ήταν διπολικός με κυρίαρχες δυνάμεις τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, η ιδεολογική αντιπαράθεση ήταν αυτή της αντιπαραβολής δύο πολιτικών οικονομικών συστημάτων -του κομμουνισμού και της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– με στόχο τη διαχείριση της κοινωνίας. Ο κομμουνισμός πίστευε ότι το κράτος-κόμμα, ως δήθεν εκπρόσωπος του προλεταριάτου, μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την οικονομία και την κοινωνία, ενώ στην άλλη όχθη κυρίαρχο ήταν το μοντέλο της λιγότερης ή περισσότερης κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, υπό συνθήκες εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία. Τελικά, στην αντιπαράθεση αυτή -η οποία για πολλά χρόνια στηριζόταν στην αποκαλούμενη, λόγω πυρηνικών όπλων, ισορροπία του τρόμου– νικήτρια βγήκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συναφής με αυτήν οικονομία της αγοράς.
Έτσι, η τελευταία, με εξαίρεση δύο-τρεις περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα της Κούβας και της Βορείου Κορέας, εφαρμόζεται παντού και αποτελεί πλανητικό οικονομικό σύστημα. Παράλληλα, μέσω του συστήματος αυτού, τα τριάντα τελευταία χρόνια επεκτάθηκε και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, 900 εκατομμύρια άνθρωποι να βγουν από την παγίδα της φτώχειας, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Νότιος Αφρική, η Βραζιλία και το Βιετνάμ.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η παγκοσμιοποίηση –η οποία έχει πλέον έντονες χρηματοοικονομικές διαστάσεις– δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο, που κάποιοι οικονομολόγοι, όπως ο Ρ. Μούσσα, σύμβουλος στρατηγικής της Deutsche Bank στην Ιαπωνία, αποκαλούν «συλλογική αυταπάτη».
Κατά τον Μούσσα, για μία οκταετία (1997-2004) η παγκόσμια οικονομία στηρίχθηκε στη χρηματιστηριακή και γενικότερα στη χρηματοοικονομική παραγωγή πλούτου, φαινόμενο που δεν απαιτεί ούτε προσπάθεια ούτε εργασία.
Εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη πίστεψαν ότι τα χρηματιστήρια και τα προϊόντα τους ήταν σπηλιές του Αλή Μπαμπά στις οποίες αρκούσε να μπει κανείς για να γίνει πλούσιος. Το ίδιο, όμως, πίστεψαν και πολλές κρατικές εξουσίες, οι οποίες άρχισαν να δανείζονται το εικονικό χρήμα που προέκυπτε από τις τραπεζικές μοχλεύσεις.
Έτσι, από τη μια πλευρά προέκυψαν κράτη πρόνοιας φούσκα και, από την άλλη, εκατομμύρια υπερδανεισμένοι πολίτες, που θεωρούσαν ότι το μοχλευμένο χρήμα ήταν εισόδημά τους! Όταν λοιπόν έσκασε στις ΗΠΑ η φούσκα των ακινήτων και των υψηλού κινδύνου ενυπόθηκων δανείων, δημιουργήθηκε μία πρωτόγνωρη κρίση, η οποία από μόνη της παράγει κραυγαλέες ανισότητες. Αυτές που προκαλούνται από τις πολιτικές λιτότητας τις οποίες πρέπει να εφαρμόζουν οι υπερχρεωμένες χώρες προκειμένου να αποφύγουν την άτακτη χρεοκοπία. Δυστυχώς δε, σε πολλές χώρες, για μία μακρά περίοδο το επιχειρείν και η ατομική δημιουργία ήσαν αντικείμενο χλευασμού, με αποτέλεσμα αυτοί που μπορούν να παράγουν πραγματικό πλούτο στην πραγματική οικονομία, δηλαδή οι επιχειρηματίες, σήμερα να είναι διστακτικοί και καχύποπτοι όταν τους προτείνεται να αναλάβουν κινδύνους.
Οι νοοτροπίες αυτές είναι βαθύτατα ριζωμένες και στον μουσουλμανικό κόσμο, όπου το ιδεολογικό κοκτέιλ θρησκευτικού ισλαμισμού και πρωτόγονου μαρξισμού οδηγεί σε πλήρη παραγωγική παράλυση κοινωνίες που περιμένουν τα πάντα από τον Αλλάχ, τον Μωάμεθ και τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Όμως, στο μεταξύ, και όσο διαρκεί η αναμονή της θείας χάριτος, έρχονται ο τζιχαντιστές – οι οποίοι, με όπλο την καλλιέργεια της ιδεολογίας της αρπαγής του πλούτου των «απίστων» και τη βιολογική τους εξαφάνιση, αφιονίζουν αγράμματους και μοιρολάτρες νέους, τους οποίους στη συνέχεια στέλνουν στον θάνατο.
Όσοι παρακολουθούν τις διάφορες διαδικτυακές ανακοινώσεις των τζιχαντιστών θα έχουν διαπιστώσει ότι η Δύση παρουσιάζεται ως μία τεράστια υπόθεση λαφυραγωγίας. Κατά κανόνα, στη διαδικτυακή «φιλολογία» τους, οι τζιχαντιστές, επειδή γνωρίζουν ότι απευθύνονται σε νέους χωρίς καμία απολύτως θρησκευτική και ιστορική γνώση, αναφέρονται συνεχώς στην Oumma, δηλαδή στην παγκόσμια ισλαμική κοινότητα χωρίς να τη διαχωρίζουν στις επιμέρους θρησκευτικές της κατηγορίες (σουνίτες, σιίτες) – οι οποίες, ωστόσο, δεν παύουν να αλληλοσφάζονται.
Εντυπωσιακή είναι επίσης η διαδικτυακή ισλαμική προπαγάνδα και στο επίπεδο των νέων μουσουλμάνων που κατοικούν σε δυτικές χώρες και έχουν την εθνικότητα των χωρών διαμονής τους. Από τις υπηρεσίες ασφαλείας της Γαλλίας, του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμάται ότι μέχρι στιγμής έχουν στρατολογηθεί από τις χώρες αυτές περισσότεροι από 3.000 τζιχαντιστές, αρκετοί από τους οποίους είναι και πτυχιούχοι ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο, στις δυτικές χώρες οι τζιχαντιστές δεν στρατολογούν μόνον «μαχητές» κατά των «απίστων». Εντάσσουν νέους μουσουλμάνους σε δίκτυα τρομοκρατίας, καθώς και σε οργανώσεις του οικονομικού εγκλήματος. Κύριο ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των στρατολογήσεων είναι η αντίληψη ότι «μπροστά στην πίστη, η ζωή έχει μικρή αξία», σε σύγκριση με τους αξιακούς κώδικες του δυτικού κόσμου, ο οποίος απαρτίζεται από τους «άπιστους» που «λεηλάτησαν» και εξευτέλισαν τις μεγάλες αρχές του Ισλάμ. Έτσι, οι «πιστοί» πρέπει να εκδικηθούν τους εχθρούς εξοντώνοντάς τους. Στο πλαίσιο δε αυτό, όλα επιτρέπονται – αρκεί να επιτυγχάνεται ο στόχος, που είναι η καταστροφή της Δύσης.
Σύμμαχος του Ισλάμ στην τακτική του για εσωτερική υπονόμευση των δυτικών κοινωνιών είναι η φθίνουσα δημογραφία στις ανεπτυγμένες χώρες, η σχετικά υψηλή ανεργία, ιδιαίτερα των νέων, και η μετανάστευση.
Τέλος, ένας άλλος σοβαρός κίνδυνος για τον κόσμο μας είναι αυτή η ίδια η πορεία των αναπτυσσόμενων χωρών προς την ευημερία – πορεία που εγκυμονεί συγκρούσεις. Πρόκειται για το φαινόμενο της «ευημερίας του κακού», το οποίο αναλύει πολύ εντυπωσιακά στο ομώνυμο βιβλίο του ο Γάλλος συγγραφέας Ντανιέλ Κοέν, που έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο καθηγητής Οικονομίας και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης.
Πολύ συνοπτικά, στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας τονίζει –όχι χωρίς επιχειρήματα– ότι ο δρόμος προς την ανάπτυξη και την ευμάρεια χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία εμπεριέχει τους ίδιους γεωπολιτικούς κινδύνους που αναδύθηκαν όταν στη Δύση κάλπαζαν ο αποκαλούμενος βιομηχανικός πολιτισμός και οι συναφείς με αυτόν νέες πηγές παραγωγής πλούτου. Δημιουργήθηκε τότε μία νέα τάξη πραγμάτων στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η οποία εμπεριείχε και τους συγκρουσιακούς κινδύνους που ενυπάρχουν σε κάθε φάση ριζικού ανασχηματισμού των όρων της παραγωγής.
Μπορεί, λοιπόν, η ίδια ιστορία να επαναληφθεί;
Μία δυνητική απάντηση θα ήταν: γιατί όχι;
Πηγή Euro2day