Του Ανδρέα Ακαρά

Σήμερα η ελευθερία απειλείται από έναν ολέθριο ισλαμικό εξτρεμισμό κι έναν αναδυόμενο ρωσικό εθνικισμό. Η δε Τουρκία, το μέλος του ΝΑΤΟ, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και των δυο συγκρουσιακών καταστάσεων. Ενώ δε οι σύμμαχοί της την περιμένουν να σταθεί αρωγός τους έναντι αυτών των απειλών ανησυχούν περισσότερο μήπως απομακρύνεται από τη Δύση. Ωστόσο η Τουρκία είναι εκεί που βρισκόταν πάντα, μια χώρα με δεδομένες πολιτικές αξίες οι οποίες είναι μακριά και διαφορετικές από εκείνες της Δύσης.

Από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία το Κόμμα Δικαιοσύνης κι Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το 2002 άλλαξε τον γεωπολιτικό του προσανατολισμό, ώστε να συμβιβαστεί με το πολιτικό Ισλάμ. Σήμερα, οι συγκρούσεις σε Συρία και Ιράκ δοκιμάζουν την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στοιχημάτισε από νωρίς παίρνοντας το μέρος των ανταρτών εναντίον του Μπασάρ αλ Ασαντ και παρείχε ως όφειλε εκπαίδευση, υλικό και λογισμικό στους αντάρτες πολλοί εκ των οποίων είναι θρησκευτικοί εξτρεμιστές. Κι ενώ η Τουρκία απειλείται κι η ίδια από το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), η πολιτική της άθελά της το βοήθησε να ενισχυθεί. Τα σύνορά της με τη Συρία αποτέλεσαν τη βασική είσοδο των ξένων μαχητών που στρατολογούνται με το ΙΚ όπως άλλωστε όπλα, χρήματα και ενισχύσεις που πέρασαν στα χέρια τους μέσω της Τουρκίας. Κι ενώ η χώρα θεωρείται ως ο λογικός σύμμαχος των ΗΠΑ εναντίον του ΙΚ, αρνήθηκε να υπογράψει την κοινή διακήρυξη των περιφερειακών κρατών που δεσμεύτηκαν στη μάχη αυτή. Αντίθετα, ζητά τη δημιουργία ουδέτερης ζώνης της οποίας το κόστος θα επωμιστούν οι ΗΠΑ. Μια τέτοια ζώνη θα επέτρεπε στην Τουρκία να βοηθήσει τις δυνάμεις που αντιδρούν στον Ασαντ και θα έδινε στην Αγκυρα επιρροή στη νέα πολιτική πραγματικότητα που εξελίσσεται στα σύνορά της. Το πολιτικό Ισλάμ του ΑΚΡ απέχει από τα εξτρεμιστικά ισλαμιστικά κινήματα που προσπαθούν να ανατρέψουν τη Συρία και το Ιράκ. Ωστόσο αμφότερα αναμιγνύουν τη θρησκεία με την πολιτική κι αυτό μπορεί να νομιμοποιήσει την τουρική επιρροή στη μετα Ασαντ Συρία.

Πριν το ΑΚΡ η Τουρκία κυβερνιόταν από ένα αυταρχικό κεμαλικό καθεστώς. Αντί να ξεριζώσει το αυταρχικό κληροδότημα της χώρας το ΑΚΡ μιμείται τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Μια θέση εργασίας είναι η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή της Κύπρου. Το 1974, και με το επιχείρημα ότι δρούσε για να προστατέψει την τουρκοκυπριακή κοινότητα, η Τουρκία εισέβαλε και κατέλαβε το μικρό νησί της Μεσογείου. Σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μια σταθερή δημοκρατία, πλήρες μέλος της ΕΕ, ενώ η Τουρκία παραμένει ένας κατακτητής και αποικιοκράτης τουλάχιστον στο ένα τρίτο της Κύπρου. Αρα όταν ο Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει και να καταλάβει την Αμπχαζία, την Οσετία και την Κριμαία, ουσιαστικά ακολουθούσε το τουρκικό σχέδιο. Η μοναδική σημαντική διαφορά ανάμεσα στη ρωσική επιθετικότητα και τη συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα είναι το ότι η Τουρκία ήταν και είναι νατοϊκή σύμμαχός.

Σε έναν άλλον παραλληλισμό με τη Ρωσία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο επίπολλά έτη πρωθυπουργός, πρόσφατα έγινε ο πρώτος άμεσα κλεγμένος πρόεδρος, ένας τίτλος που συνταγματικά περιορίζεται σε εθιμοτυπικό ρόλο αρχηγού κράτους. Ωστόσο, όπως ο Πούτιν προέβη σε μια ψευδοαλλαγή εξουσίας με τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο πρόεδρος Ερντογάν τοποθέτησε τον έμπιστό του υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στη θέση του πρωθυπουργού. Οι δυο τους ελέγχουν το ΑΚΡ και μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή τις αντισυνταγματικές κινήσεις του Ερντογάν με κατεύθυνση την κυριαρχία στην τουρκική κυβέρνηση.

Το εύρος της ελευθερίας έκφρασης και της προστασίας των μειονοτήτων είναι γενικά ένα καλό μέτρο που αποδεικνύει τα δημοκρατικά «πιστεύω» μιας χώρας. Οταν ο Ερντογάν πάταξε τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί διέλυσε όλους τους μύθους που ήθελαν τη χώρα να απολαμβάνει πλήρεις δημοκρατικές ελευθερίες ή πως είχε ελεγχθεί η τουρκική αυταρχική ορμή. Το ΑΚΡ κατάργησε μερικές καταχρήσεις των κεμαλιστών, αλλά ο συνολικός φάκελος των δημοκρατικών ελευθεριών παρουσιάζει εκκρεμότητες. Κι ενώ το ΑΚΡ συγκράτησε τους Κεμαλιστές στρατηγούς υπέρ του μετριοπαθούς Ισλάμ, απέτυχε να σύρει την κοινωνία σε μια πλουραλιστική και ενωτική δημοκρατική τάξη. Ως αποτέλεσμα, οι κοινότητες των μειονοτήτων έμειναν με την ελπίδα και τις προσδοκίες πως κάποια μέρα θα αποκτήσουν πλήρεις δημοκρατικές ελευθερίες.

Η Τουρκία έχει όντως μια αυταρχική ορμή και το ΑΚΡ είναι κοντά στα ισλαμικά πολιτικά κινήματα, αλλά αυτό δεν τη βάζει στον γκρεμό ενός καθαρού κιάμεσου κινδύνου. Μόνο ενισχύει το συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν ασπάζεται με ζήλο τις δυτικές δημοκρατικές αξίες. Οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας τώρα παραπονιούνται πως απειλεί το Ισραήλ, υποστηρίζει τη Χαμάς και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου, διευκολύνει το Ιράν ή δρα μόνη της στη Συρία και το Ιράκ. Ωστόσο μεγάλο μέρος της ευθύνης για την απογοήτευση από την Τουρκία ουσιαστικά βαρύνει τις δυτικές πρωτεύουσες που σήμερα στέκονται τόσο σκεπτικά απέναντι στην Αγκυρα. Οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια δεσμεύονταν με την Τουρκία αντιμετωπίζοντάς την ως ένα συνεννοήσιμο σύμμαχο και συγχωρούσαν την αυταρχική ορμή της εντός του πλαισίου των θεωρούμενων γεωπολιτικών αναγκαιοτήτων. Ετσι έστελναν το μήνυμα στην παγκόσμια κοινότητα πως αν είσαι με τις ΗΠΑ, μπορείς να ξεφύγεις αν παραβιάζεις τη διεθνή τάξη.

Είναι δεδομένο πως οι σύμμαχοι της Τουρκίας υποστηρίζουν την εγκαθίδρυση μιας ενωτικής και φιλελεύθερης τουρκικής κοινωνίας. Οι διαμαρτυρίες στο Πάρκο Γκεζί προσέφεραν μια ιδέα αντεπανάστασης, όπου μια πολιτική οντότητα είναι προετοιμασμένη να προκαλέσει και να αντισταθεί στο μη φιλελεύθερο καθεστώς. Η τουρκική αντιπολίτευση δεν είναι ξεκομμένη από το παρελθόν και στερείται οποιασδήποτε έμπνευσης. Για να εξασφαλιστεί η έξοδος του ΑΚΡ από το δρόμο του αυταρχισμού και για να μην καταφέρουν οι περιφερειακές συγκρούσεις να κάνουν πιο ριζοσπαστικό το πολιτικό ισλάμ που τώρα κυριαρχεί στη χώρα οι ΗΠΑ και η Ευρώπη πρέπει να αναλάβουν να δεσμεύσουν την Τουρκία. Η διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει ζητώντας της να αποχωρήσει από την Κύπρο, να αναγνωρίσει την ελευθερία της έκφρασης και της θρησκείας για όλους τους λαούς της. Επίσης, εφόσον απέτυχε να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αρμενία, όπως είχε υποσχεθεί, είναι καιρός για τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων στην επέτειο των 100 χρόνων της.

Μέχρι να δεσμευτούν πλήρως τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα με τις δημοκρατικές αξίες το μέλλον της Τουρκίας είναι αβέβαιο. Η Αγκυρα μπορεί να βρει τον εαυτό της ακολουθώντας το ρωσικό μονοπάτι του επεκτατισμού ή να πέσει στο θρησκευτικό εξτρεμισμό. Στα πιο ακραία της, η μη ανεκτικότητα μπορεί να την οδηγήσει σε μια βίαια θρησκευτική ή και εμφύλια εξέγερση. Ενας τέτοιος κατακερματισμός της τουρκικής κοινωνίας θα μπορούσε να κάνει το Ιράκ και τη Συρία να μοιάζουν με μικρή αψιμαχία.

δικηγόρου και συμβούλου του Τζον Σαρμπάνη, ειδικού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής-Δημοσιεύτηκε στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής