Συνεργασία του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής με το αμερικανικό ινστιτούτο Peterson 

Του Nicolas Veron

Η Κυριακή, 26 Οκτωβρίου, ήταν η D-Dayγια τις ευρωπαϊκές τράπεζες: Το μεσημέρι στην Φρανκφούρτη, η ΕΚΤ ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της «συνολικής αξιολόγησης» των 130 μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου της ποιότητας του ενεργητικού (AQR) και των stresstests. Την ίδια στιγμή στο Λονδίνο, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ)  ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των stresstestsγια ένα μεγαλύτερο δείγμα τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλύτερων τραπεζών που έχουν έδρα στην ΕΕ αλλά είναι εκτός ευρωζώνης.

Το γεγονός θεωρήθηκε ως σημείο καμπής που θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αναλάβει το νέο της ρόλο ως η Αρχή αδειοδότησης όλων των τραπεζών της ευρωζώνης και ο άμεσος επόπτης στις μεγαλύτερες, με την μεταβίβαση την επόμενη Τρίτη, 4 Νοεμβρίου της εξουσίας από τις εθνικές εποπτικές αρχές. Η συνολική αξιολόγηση αποσκοπεί στο μείνω πίσω τα χρόνια αναποτελεσματικής εποπτείας από τα εθνικά εποπτικά όργανα, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να ξεκινήσει από ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης.

Εκ πρώτης όψεως, αν και μια οριστική αξιολόγηση θα είναι δυνατή σε λίγους μήνες από τώρα, οι εν λόγω στόχοι φαίνεται πως έχουν επιτευχθεί,. Η ΕΚΤ εντόπισε 25 τράπεζες υποκεφαλαιοποιημένες, μέχρι το τέλος του 2013. Από αυτές, οι 12 έχουν συγκεντρώσει αρκετά κεφάλαια φέτος ώστε τεχνικά να είναι συμβατές με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, με τις υπόλοιπες 13 να πρέπει να υποβάλλουν στην ΕΚΤ εντός δυο εβδομάδων σχέδια ανακεφαλαιοποίησης. Τέσσερις από αυτές βρίσκονται στην Ιταλία: η MontedeiPaschiτης Σιένα,( η οποία μπορεί να χάσει την ανεξαρτησία της), η Carigeστη Γένοβα, η BancaPopolareτου Μιλάνου, και η BancaPopolareτης Βιτσέντσα. Η φήμη της Τράπεζας της Ιταλίας ως εποπτική αρχή επισκιάζεται, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αρκετές άλλες ιταλικές τράπεζες εμφανίζονται επίσης εύθραυστες. Πιο δυτικά, στη Λισσαβόνα, η BancoCommercialPortugues(BCP) είναι μεταξύ των άλλων θεσμικών οργάνων που τους ζητήθηκε να ενισχύσουν τον ισολογισμό τους. Συνολικά, η αξιολόγηση εντόπισε ελαφρώς περισσότερες προβληματικές τράπεζες από ό,τι αναμενόταν, αλλά όχι μαζικά προβλήματα που να μπορούν να προκαλέσουν συστημική αστάθεια.

Ίσως πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ΕΚΤ (και η ΕTΑ) κατέκλυσαν τις αγορές με δεδομένα, η πλήρης ανάλυση των οποίων θα χρειαστεί ακόμη μέρες. Μια όχι και τόσο κρυφή πληροφορία είναι πώς θα τα είχαν πάει οι τράπεζες εάν είχαν χρησιμοποιηθεί πιο αυστηρά κριτήρια, γνωστά και ως οι κανόνες της Βασιλεία ΙΙΙ, αντί του τωρινού «σταδιακού» μέτρου, το οποίο θα αντικατασταθεί στην ΕΕ σε μερικά χρόνια. Σε μια τέτοια περίπτωση, ορισμένες σημαντικές γερμανικές τράπεζες θα είχαν επίσης αποτύχει στα τεστ. Μεταξύ αυτών, θα ήταν η HSHNordbank, μια Landesbankτης Βόρειας Γερμανίας που παρέχει υπηρεσίες χονδρικής σε τοπικές αποταμιευτικές τράπεζες (Sparkassen), παρά τις εγγυήσεις που έχει λάβει για πάνω από 10 δισ. ευρώ από τις τοπικές κυβερνήσεις, που είναι επίσης οι βασικοί μέτοχοι της. Η εν λόγω ομάδα περιλαμβάνει επίσης την DZBankκαι την WGZBank, τα δύο πιστωτικά ιδρύματα που εξυπηρετούν το σύστημα των συνεταιριστικών τραπεζών της Γερμανίας (Volksbankenκαι Raiffeisenbanken), (αποτελώντας) πιθανότατα τη μεγαλύτερη έκπληξη των όσων κοινοποιήθηκαν την Κυριακή. Το γεγονός πως η Γερμανία και η Ιταλία, δύο από τις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης, δεν είναι άτρωτες στην «περιέργεια» της ΕΚΤ, δείχνει ότι η αξιολόγηση ήταν αρκετά ανεξάρτητη από πολιτικές πιέσεις. Στις δύο άλλες μεγάλες χώρες, τη Γαλλία και την Ισπανία, οι περισσότερες τράπεζες πέρασαν το τεστ με επιτυχία.

Το συγκεκριμένο εγχείρημα πρέπει να θεωρηθεί κυρίως ως η απαρχή μιας σειράς ενεργειών πολιτικής από την ΕΚΤ, ακόμη κι αν, για χιλιάδες επαγγελματίες που συμμετείχαν στην διαδικασία, μπορεί να έμοιαζε σαν το σημείο τερματισμού μιας μακράς και σκληρής δουλειάς. Για αρχή, οι επενδυτές και η κοινή γνώμη πρέπει να πειστούν ότι δεν υπάρχουν άλλοι σκελετοί κρυμμένοι στα ντουλάπια των τραπεζών. Θα πάρει κάποιους μήνες: η αξιοπιστία των stresstestsπου διεξήγε η ΕΤΑ, τα αποτελέσματα των οποίων ανακοινώθηκαν στα μέσα Ιουλίου 2011, καταστράφηκε από τα προβλήματα της Dexiaτον Δεκέμβριο του 2011, και αντίστοιχα της Bankiaτον Μάιο του 2012. Επιπλέον, κάποιες από τις επιπτώσεις του ελέγχου της ποιότητας του ενεργητικού (AQR) θα γίνουν αισθητές μόνο στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών στο τέλος του 2014. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος των 136 δισ. ευρώ επιπλέον έκθεσης σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια που εντοπίστηκε στα AQR, μπορεί να έχει απομειωθεί μέχρι τότε. Συνολικά, η οριστική αξιολόγηση της ευρωστίας και της αξιοπιστίας της συνολικής αξιολόγησης, και ιδιαίτερα για τα AQR, θα πρέπει πιθανόν να περιμένει μέχρι το α΄ τρίμηνο του 2015.

Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει αρκετή επαναληπτική δουλειά να κάνει για σειρά θεμάτων που έχει επισημάνει ότι θα τα αντιμετωπίσει σταδιακά μετά την ανάληψη της άμεσης εποπτείας στις 4 Νοεμβρίου. Σταδιακά θα πρέπει να προσδιορίσει πιο αυστηρά το κεφάλαιο ώστε να καταστεί πλήρως συμβατό με το πλαίσιο της Βασιλεία ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένου και του επίμαχου ζητήματος των ασφαλιστικών θυγατρικών των διαφοροποιημένων τραπεζικών ομίλων (ένα σημείο στο οποίο ακόμη και οι σημερινές δημοσιοποιήσεις βασίζονται σε ένα πιο χαλαρό πρότυπο συγκριτικά με τα διεθνή, και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο για αρκετές μεγάλες γαλλικές τράπεζες). Θα πρέπει να τεθεί ένα τέλος στις διαδεδομένες πρακτικές της γεωγραφικής οριοθέτησης του κεφαλαίου και της ρευστότητας από τις εθνικές εποπτικές αρχές εντός της τραπεζικής ένωσης, ένας στόχος που μπορεί εν τέλει να απαιτήσει νομοθετικές αλλαγές στη Γερμανία και αλλού. Θα πρέπει να ενθαρρύνει σθεναρά εκείνες τις τράπεζες που είναι πολύ προκατειλημμένες με τα χαρτοφυλάκια δημοσίου χρέους που πρέπει να μειώσουν, κάτι που η επικεφαλής της εποπτικής αρχής της ΕΚΤ, DanieleNouy, έχει ήδη ανακοινώσει. Θα πρέπει να ενθαρρύνει τις διασυνοριακές τραπεζικές εξαγορές, και τις επενδύσεις σε τράπεζες από διεθνή ιδιωτικά equityfunds, να μειώσει τον τωρινό κατακερματισμό του κλάδου κατά μήκος των εθνικών γραμμών. Τέλος, θα πρέπει σταδιακά να φέρει μικρότερες τράπεζες (κυρίως γερμανικές, αυστριακές και ιταλικές), στην εποπτεία, όπως έχει δηλώσει η αναπληρώτρια της Nouy, SabineLautenschlager.

Ο πλήρης οικονομικός αντίκτυπος της συνολικής αξιολόγησης θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις εκείνες που θα έρθουν. Εάν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, μπορεί να ξεκλειδώσει μέρος της καταπιεσμένης ανάπτυξης της Ευρώπης, επιτρέποντας στις περισσότερες τράπεζες να δανείζουν πιο ελεύθερα τώρα που η πιστοληπτική τους ικανότητα έχει δεόντως ελεγχθεί, αν και αυτό δεν θα επιλύσει σειρά άλλων προβλημάτων στην αναιμική οικονομία της Ευρώπης που συμβάλει στην συρρίκνωση της πιστωτικής ζήτησης. Συνολικά, αυτό το ντεμπούτο της τραπεζικής ένωσης της Ευρώπης έρχεται με καθυστέρηση πέντε ετών, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ. Αποτελεί μια ενθαρρυντική αρχή για την πιο μετασχηματιστική πρωτοβουλία πολιτικής που έχει προκύψει μέχρι στιγμής από την κρίση στην Ευρώπη.