Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος

Η επίσκεψη του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Τουρκία δεν είχε εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Αντίθετα, κατέληξε σε μία στρατηγική συμφωνία όχι μόνον οικονομικού χαρακτήρα, αλλά περισσότερο ενεργειακού και γεωπολιτικού. Οι αγωγοί που θα διοχετεύουν το φυσικό αέριο στην Ευρώπη θα περνούν από την Τουρκία και δεν θα υπάρξει διαδρομή στον κάθετο άξονα μέσω Βαλκανίων.

Ο περίφημος, δηλαδή, South Stream, στην κατασκευή του οποίου είχε εμπλακεί ενεργά η Ελλάδα επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή. Αντίθετα, όμως, και χωρίς να υπάρχει πλέον κάποια σύγκρουση με τις προτεραιότητες των ΗΠΑ σχετικά, θα υπάρξει σταθμός συγκέντρωσης φυσικού αερίου στα σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας, από τον οποίο θα υπάρχει δυνατότητα τροφοδοσίας της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτόν η Ελλάδα θα πρέπει να νιώθει ικανοποιημένη, αφού εκπληρώνονται τα συγκεκριμένα συμφέροντά της, όπως προδιέγραφε από χρόνια η Ουάσιγκτον στην περίπτωση που ο South Stream τελικά δεν προχωρούσε.

Με δεδομένη την εμπλοκή και τις ταραχές στην Ουκρανία, όπου η ένταση συνεχίζεται χωρίς να είναι ορατός ο χρόνος τελικής αποκλιμάκωσης, υπάρχουν δύο διαδρομές από όπου διοχετεύεται το ρωσικό αέριο στην Ευρώπη:
Η πρώτη με τον απευθείας αγωγό που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία, τον περίφημο Nord Stream, μέσω Βόρειας Θάλασσας και η δεύτερη, αυτή που αποφασίσθηκε στην τελευταία αυτή συνάντηση και διαπραγμάτευση Πούτιν – Ερντογάν που θα περνά από την Τουρκία και μέσω Βαλκανίων θα περνά στην Ευρώπη με τα υπάρχοντα δίκτυα.

Ο δεύτερος αγωγός, σε αντίθεση με τον πρώτο, επηρεάζεται από το «μέτωπο» της Ουκρανίας, αλλά και τα γνωστά προβλήματα με τα μειονοτικά δικαιώματα των Τατάρων, που η Τουρκία υπερασπίζεται ως ομογενείς της στην Κριμαία, ερχόμενη σε σύγκρουση με τη Μόσχα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δημιουργείται μέσω της ενεργειακής διπλωματίας ένα γεωπολιτικό τρίγωνο ισχύος στην Ευρασία, αποτελούμενο από τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Τουρκία, που μπορεί να έχει πολύ σημαντικές παραμέτρους στη διεθνή σκακιέρα ως προς τις σφαίρες επιρροής που θα εμπεδώσει, αλλά και τις οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις που θα προκρίνει.

Η Ρωσία ουσιαστικά «σπάει» το εμπάργκο που θέλουν να της επιβάλουν δυτικές δυνάμεις, με επίκεντρο την Ουάσιγκτον και μοχλό το ΝΑΤΟ, και επενδύει στις στρατηγικές της φιλοδοξίες στο ευρωπαϊκό μέτωπο μέσω Γερμανίας. Χαρακτηριστική πρώτη ένδειξη της τακτικής αυτής, η εξαγορά των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στην Ελλάδα από μεικτά γερμανικά και ρωσικά κεφάλαια και ανατολικά στη διαδρομή Καύκασος – Ασία, Μέση Ανατολή – Αφρική, στη νεοθωμανική Τουρκία και το αυτοκρατορικό σύνδρομο Ερντογάν για τη συγκρότηση Σουλτανάτου αντί για Χαλιφάτο των Αράβων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις μεγάλες αυτές δυνάμεις ιστορικά είχαν και πάλι στρατηγική σχέση, διμερώς έστω και όχι σε μέτωπο, που στις περισσότερες περιπτώσεις κατάληξε σε αιματηρούς πολέμους.

Η Ρωσία με τη συμμαχία της, όμως, με την Τουρκία, δείχνει ότι θα επιδιώξει μεσοπρόθεσμα να «ακουμπήσει» στην άλλη όχθη της Μαύρης Θάλασσας, στις ακτές της Ανατολίας, υπερβαίνοντας με τον τρόπο αυτόν τον αμερικανικό πολεμικό στόλο, που έχει ενδυναμώσει την παρουσία του στην περιοχή.

Τα νέα αυτά δεδομένα θα βαρύνουν το επόμενο χρονικό διάστημα στη «μεγάλη σκακιέρα», με τις ΗΠΑ να έχουν αναλάβει τον διεθνή έλεγχο των τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών στην ενέργεια. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπίσουν τη νέα αυτά πραγματικότητα, ενδεχομένως, με τη διάσπαση της ζώνης του ευρώ σε γερμανικό Βορρά και εξωστρεφή γαλλικό – αγγλικό Νότο, ενώ η Κίνα ήδη έχει υπερβεί τον ορίζοντα της Ανατολής, επενδύοντας στα λιμάνια και στους εμπορικούς χώρους της κεντρικής Ελλάδας, η θέση της οποίας είναι στη δυτική ακτή της Μεσογείου, χωρίς ως χώρα να υπόκειται στα ρίσκα της αλλαγής συνόρων που εξελίσσονται στην Εγγύς Ανατολή.

Πηγή εφημ. «Επένδυση»