Ομιλία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης επί των προγραμματικών δηλώσεων 

Ευχαριστώ πολύ, κυρία Πρόεδρε και καλή επιτυχία στο δύσκολο έργο σας.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ο ελληνικός λαός με την ψήφο του στις 25 Γενάρη ψήφισε υπέρ της αλλαγής κυβέρνησης και αλλαγής πολιτικής. Απαίτησε όμως ταυτόχρονα, νομίζω, ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό ήθος, ένα νέο πλαίσιο αξιών που θα στηρίζονται και θα στηρίζουν τη συλλογική και την ατομική αξιοπρέπεια των ανθρώπων, τον αμοιβαίο σεβασμό, την ισονομία και τη δικαιοσύνη. Ψήφισε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα διέπει τόσο τη δική μας συλλογική ζωή όσο και τις σχέσεις μας με τους άλλους λαούς και πριν από όλα με τους άλλους λαούς της Ευρώπης, αναπόσπαστο μέρος της οποίας ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε, κύριε Σαμαρά.

Η στάση του ελληνικού λαού μετά τις εκλογές, οι αυθόρμητες εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τη νέα Κυβέρνηση δείχνουν ότι η ανάγκη για μια νέα πολιτική και κοινωνική ζωή βασισμένη στις αξίες της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, συνειδητοποιείται ως ανάγκη από ευρύτερα πλειοψηφικά τμήματα της κοινωνίας, όχι μόνο από όσους και όσες ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ή ΑΝΕΛ, τα κόμματα δηλαδή που στηρίζουν την παρούσα Κυβέρνηση.

Οι εκλογές συνεπώς της 25ης του Γενάρη αποτελούν την απαρχή όχι μόνο για τη νέα Κυβέρνηση αλλά και για μια ευρύτερη αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, με στόχο την υπέρβαση της κρίσης εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία.

Αυτή η κρίση εκπροσώπησης, εμπιστοσύνης και τελικά νομιμοποίησης δεν χαρακτηρίζει μόνο το πολιτικό και το κομματικό μας σύστημα, αλλά χαρακτηρίζει και το κράτος, το Κοινοβούλιο, τα συνδικάτα, τους θεσμούς, όλες τις μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης. Η υπέρβαση, δηλαδή, αυτής της κρίσης εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης είναι μια από τις προϋποθέσεις, είναι στόχος και μέσο ταυτόχρονα για να πετύχουμε τη ρήξη με το παρελθόν, τη δημοκρατική τομή και την πολιτισμική αναγέννηση της πατρίδας μας, τα βάθρα πάνω στα οποία μπορούμε να σχεδιάσουμε με επιτυχία την παραγωγική ανασυγκρότηση, τον οικολογικό μετασχηματισμό και τη βαθιά αλλαγή του κράτους, τη μετάβαση εντέλει σε ένα νέο, ισχυρό, δίκαιο και μακροχρόνια βιώσιμο υπόδειγμα παραγωγής, υπόδειγμα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, πέρα από τα χρεοκοπημένα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού, του κρατισμού, του αυταρχισμού.

Ακριβώς γι’ αυτό, η Κυβέρνησή μας θα λειτουργήσει με πνεύμα και τρόπο ανοικτό σε νέες ιδέες και σε δυνάμεις που θα θελήσουν να συνεισφέρουν στην κοινή προσπάθεια με τις ιδέες τους, με τη δράση τους, ακόμα και με την προωθητική τους κριτική.

Η φάση που διανύουμε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, είναι μια φάση έντονης δράσης αλλά και σκέψης και προβληματισμού. Το ερώτημα πώς θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα συνδέεται με το πώς φτάσαμε ως εδώ.

Άκουσα τον κ. Σαμαρά σήμερα να περιγράφει μια εικονική πραγματικότητα προσβάλλοντας πραγματικά όλους εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που βιώνουν την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ανέχεια και την ανασφάλεια που προκάλεσε η κρίση και επιδείνωσαν τα μνημόνια.

Πέντε χρόνια μετά τα μνημόνια τα δομικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας παραμένουν εκρηκτικά. Μιλούμε για προβλήματα που προϋπήρχαν των μνημονίων και για χρόνιες παθογένειες που ωστόσο επιδεινώθηκαν. Στη λίστα των προβλημάτων αυτών κυριαρχούν και τώρα και σήμερα περισσότερο από πριν το άδικο και αναποτελεσματικό κράτος, οι τεράστιες και διευρυνόμενες ανισότητες, η χαμηλή εισπραξιμότητα του ΦΠΑ και η φοροδιαφυγή γενικότερα, η διαπλοκή και η διαφθορά, η αποδιάρθρωση κρίσιμων τομέων κοινωνικών υπηρεσιών.

Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Προστέθηκαν και νέα. Η αρχική κρίση θα έλεγε κάποιος είναι σαν να μεταλλάχθηκε, πολλαπλασιάστηκε, πήρε νέες μορφές.

Τα δημοσιονομικά ελλείμματα όντως εξαλείφθηκαν. Αυτό, όμως, έγινε με τρόπο που τα ελλείμματα στην πραγματικότητα μεταφέρθηκαν στην κοινωνία. Έγιναν ανεργία, «κόκκινα δάνεια», χρέη προς το Δημόσιο, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός, συντάξεις πείνας, κοινωνική ανασφάλεια, επικίνδυνες δημογραφικές τάσεις. Θέλω να είμαι σαφής: η κρίση προϋπήρχε. Απαιτούσε θεραπεία, αλλά το φάρμακο σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε χειρότερο από την αρρώστια.

Ορισμένοι λένε ότι τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να ήταν καλύτερα αν υπήρχε πιο συνεπής εφαρμογή των μνημονίων ή αν η ιεράρχηση των στόχων ήταν καλύτερη. Έχουμε διαφορετική άποψη.

Χωρίς να παραβλέπουμε άλλα προβλήματα, θεωρούμε ότι η βάση του προβλήματος ήταν το ίδιο το μοντέλο του μνημονίου, η ίδια η εσωτερική του λογική, οι ίδιες οι παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε.

Πρώτη λανθασμένη παραδοχή ήταν ότι μια κρίση χρέους σαν τη δική μας θα μπορούσε -δήθεν- να αντιμετωπιστεί με λιτότητα και εσωτερική υποτίμηση. Τραγικό, εγκληματικό λάθος. Η αλήθεια είναι ότι μια κρίση χρέους μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ανάπτυξη, αναδιανομή κι έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους.

Η δεύτερη λανθασμένη παραδοχή ήταν ότι το πρόβλημα του ελληνικού κράτους ήταν –υποτίθεται- ποσοτικό και μόνο, ότι ήταν πρόβλημα μεγέθους. Η αλήθεια είναι πως το πρόβλημα του ελληνικού κράτους ήταν και είναι κυρίως πρόβλημα ποιοτικό, πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής αναποτελεσματικότητας.

Η τρίτη λανθασμένη παραδοχή ήταν ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας ήταν –υποτίθεται- θέμα μισθών. Το ακούσαμε και σήμερα εμμέσως από τον κ. Σαμαρά. Η αλήθεια είναι πως το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στη χώρα μας είναι κυρίως θέμα διαρθρωτικό, θέμα διάρθρωσης της παραγωγής, χαμηλής επιστημονικής τεχνικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και άνισης κατανομής και διαχείρισης των πόρων.

Έτσι εξηγείται και το παράδοξο: ενώ πολλές στοχεύσεις και ορισμένα από τα μέτρα των μνημονίων σε ένα άλλο πλαίσιο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά, εντός αυτής της λογικής και αυτού του μοντέλου είχαν αυτά τα διαλυτικά αποτελέσματα που μόλις είπα.

Αυτός είναι ο λόγος που εμείς από την αρχή αντιταχθήκαμε στα μνημόνια και τη λογική τους. Προβλέψαμε τις συνέπειες –ίσως όχι στην έκταση που συνέβησαν τελικά- και μιλήσαμε από την αρχή για την ανάγκη αντικατάστασης των μνημονίων με ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της κοινωνίας, μετασχηματισμού του κράτους και ανασυγκρότησης της οικονομίας.

Και ο λόγος που το είπαμε αυτό δεν ήταν μόνο τα αποτελέσματα που τώρα είναι τόσο ορατά, αλλά είναι ακριβώς η λανθασμένη και ταξικά μεροληπτική θεωρητική και ιδεολογική βάση στην οποία στηρίχτηκαν τα μνημόνια. Και δεν το λέμε αυτό τώρα για πρώτη φορά. Αυτό το είπε ο σημερινός Πρωθυπουργός -και τότε Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης- το Φεβρουάριο του 2012 με επιστολή του στον τότε Πρόεδρο της Κομισιόν, τον κ. Μπαρόζο. Με την επιστολή αυτή είπαμε  ότι «τα μνημόνια οδηγούν στην καταστροφή, ζητούμε να αντικατασταθούν με ένα σχέδιο ανόρθωσης με διαφορετική λογική». Το ίδιο μήνυμα μεταφέραμε σε όλους τους ηγέτες της Ευρώπης: «Το πρόγραμμα απέτυχε. Πρέπει να αντικατασταθεί από ένα άλλο πρόγραμμα διαφορετικής λογικής».

Ούτε η ανανέωση λοιπόν των μνημονίων ούτε η επέκταση των υφιστάμενων μνημονίων είναι διέξοδος. Η λύση είναι μια νέα, αξιόπιστη συμφωνία, ένα νέο συμβόλαιο, που τόσο πολύ ειρωνεύτηκε ο κ. Σαμαράς, ένα συμφωνημένο σχέδιο ομαλής μετάβασης σε μια κατάσταση όπου η Ελλάδα θα είναι μέλος του ευρώ και της ευρωζώνης με τρόπο βιώσιμο, με όρους αξιοπρέπειας και ισοτιμίας.

Στην κατεύθυνση αυτή εργαζόμαστε με καλή πίστη, για να υπάρξει αμοιβαία επωφελής συμφωνία το συντομότερο δυνατόν και είμαστε πλήρως πεπεισμένοι ότι αυτό δεν είναι μόνο αναγκαίο, αλλά είναι και εφικτό.

Θα εξηγήσω τώρα γιατί χρειάζεται αυτή η μετάβαση, γιατί χρειάζεται μια μεταβατική συμφωνία, μια συμφωνία-«γέφυρα» όπως την έχουν πει οι συνάδελφοι κ.κ. Τσακαλώτος και Βαρουφάκης.                          

Μια ενδιάμεση συμφωνία είναι αναγκαία, πρώτον, για να υπάρξει χρόνος για τη διαπραγμάτευση των μεγάλων θεμάτων του χρέους, των δημοσιονομικών στόχων και της ανάπτυξης και της χρηματοδότησής της.

Δεύτερον, για να εξασφαλίσουμε ότι αυτά τα 11 δισεκατομμύρια θα είναι στη διάθεσή μας και να συζητήσουμε μαζί πώς μπορούμε κατά τον καλύτερο τρόπο να τα χρησιμοποιήσουμε και βεβαίως για να εξασφαλιστεί η ομαλή ροή της ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία.

Θέλω εδώ να παρατηρήσω προς αυτό το κινδυνολογικό ρετρό του πρώην Πρωθυπουργού, κ. Σαμαρά, ότι πάντως, κύριε Σαμαρά, εκλογές κάναμε με ανοικτές τράπεζες και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Κυβέρνηση και οι καταθέσεις είναι στις τράπεζες. Δεν είμαι βέβαιος αν όλοι το ήθελαν αυτό.

Η ανάγκη, λοιπόν, για μια μεταβατική συμφωνία είναι υπαρκτή.

Τι διάρκεια μπορεί να έχει μια τέτοια συμφωνία; Μπορεί να έχει διάρκεια κάποιων μηνών. Είμαστε ανοικτοί να το συζητήσουμε. Μέχρι τον Ιούνιο, μέχρι τον Αύγουστο, μπορεί να συζητηθεί.

Ποιο περιεχόμενο μπορεί να έχει αυτή η νέα συμφωνία; Είναι προφανές ότι αυτή η μεταβατική συμφωνία δεν μπορεί να είναι επέκταση των υφιστάμενων μνημονίων. Η εποχή των μνημονίων και της τρόικας ανήκει στο παρελθόν. Οι όποιες εκκρεμότητες του παρελθόντος δεν πρέπει να παγιδεύουν το μέλλον. Η πολιτική δεν γίνεται ούτε με ιδεοληψίες ούτε με εμμονές ούτε αγνοώντας τη βούληση των λαών. Οι όποιες συζητήσεις και συμφωνίες θα είναι παραγωγικές μόνο αν αναφέρονται στο μέλλον. Ούτε βέβαια μπορεί η μεταβατική συμφωνία να ταυτίζεται με το δικό μας πρόγραμμα. Θα πρέπει να υπάρξει μια κοινή βάση.

Η μεταβατική συμφωνία μπορεί, κατά την άποψή μας, να υπάρξει σύντομα και να περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα θέματα.

Πρώτον, επέκταση της δανειακής σύμβασης και εξασφάλιση της ρευστότητας για όσο διάστημα θα διαρκεί η συμφωνία.

Δεύτερον, ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και άλλων μέτρων πολιτικής που θα συμφωνηθούν από κοινού. Από τη μελέτη που έχουμε κάνει από καιρό, έχουμε δει ότι υπάρχουν πεδία και θέματα κοινού ενδιαφέροντος, όπως η περιστολή της φοροδιαφυγής, η διαφάνεια, η κοινωνική αποτελεσματικότητα της διοίκησης, κλπ. Μπορεί να υπάρξει, λοιπόν, ένα ελάχιστο πρόγραμμα κοινής αποδοχής, το οποίο να αποτελέσει τον προγραμματικό πυρήνα αυτής της μεταβατικής συμφωνίας.

Τρίτον, μια συμφωνία για τη διαδικασία και τον τρόπο διαπραγμάτευσης του χρέους είτε σε πολυμερή, όπως προτείνουμε εμείς, αλλά είτε και σε διμερή βάση. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για το χρέος θα πρέπει να ενταχθεί στα πλαίσια της μεταβατικής συμφωνίας και όχι να παραπεμφθεί στις καλένδες όπως έγινε στο παρελθόν.

Τέταρτον, επίσης, αυτή η μεταβατική συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει μια συναντίληψη για τους όρους μετάβασης από το παλιό στο καινούριο, από το μνημονιακό καθεστώς στη μεταμνημονιακή εποχή και στην αντιμετώπιση των όποιων τεχνικής ή νομικής φύσεως προβλημάτων παραμένουν.

Μόλις υπάρξει μια τέτοια συμφωνία η πίεση στο μέτωπο της ρευστότητας θα μειωθεί δραστικά. Θα διαμορφωθεί έτσι ένα κλίμα ευνοϊκό για τις μεγάλες αλλαγές που θέλουμε να κάνουμε στο εσωτερικό της χώρας.

Ερωτώ, λοιπόν: ποιον ευνοεί η αναπαραγωγή της έντασης και της χρηματοπιστωτικής αστάθειας; Μήπως εκείνους που δεν θέλουν να γίνουν αυτές οι αλλαγές, παρ’ όλο που μιλούν για τις ελίτ και τις ολιγαρχίες που υπάρχουν στην Ελλάδα;

Η πρόταση η δική μας αναζητά τον κοινό τόπο, το αμοιβαίο όφελος. Πού αποσκοπούν οι μονότονες, σκληρές δηλώσεις που αρνούνται την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας και αρνούνται και το αποτέλεσμα των εκλογών;

Είναι εφικτή μια τέτοια συμφωνία; Όπως ήδη είπα, κατά την άποψή μας είναι εφικτή υπό τον όρο ότι θα γίνουν σεβαστές οι πάγιες δημοκρατικές αρχές και θα επικρατήσει η κοινή λογική.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακούγοντας και διαβάζοντας ομιλίες πολλών Βουλευτών, ακόμα και Αρχηγών κομμάτων, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ενδεχομένως δεν έχει συνειδητοποιηθεί ότι τα μνημόνια δεν περιλαμβάνουν μόνο μέτρα πολιτικής, αλλά περιλαμβάνουν και δεσμεύσεις από τις οποίες αν δεν απαλλαγούμε η χώρα μας θα είναι καταδικασμένη σε μια επ’ αόριστον λιτότητα, σε μια επ’ αόριστον οικονομική καχεξία και υποβάθμιση.

Είμαστε μια κοινωνία με το μέλλον μας παγιδευμένο, υπονομευμένο και υποθηκευμένο εξαιτίας αυτών των περιορισμών. Θα μιλήσω πολύ συνοπτικά, λόγω του ότι δεν υπάρχει επαρκής χρόνος.

Ο πρώτος περιορισμός είναι ότι υποχρεούμαστε, με βάση τις δεσμεύσεις που έχουν λάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, να έχουμε κάθε χρόνο πλεόνασμα 4,5%, 7,5 -8 δισεκατομμύρια δηλαδή, το οποίο όλο θα πρέπει να πηγαίνει στην εξυπηρέτηση του παλιού χρέους.

Ρωτώ όλους και όλες εσάς. Υπάρχει εδώ μέσα κάποιος που να θεωρεί αυτόν το στόχο εφικτό; Υπάρχει κάποιος που να θεωρεί ότι μπορούμε να εξοφλούμε το παλιό χρέος με το όποιο πλεόνασμα και ταυτόχρονα να επενδύουμε και να κάνουμε νέα ανάπτυξη, για την οποία μιλάμε; Αυτός ο στόχος πρέπει να γίνει αντικείμενο ριζικής επαναδιαπραγμάτευσης.

Δεύτερον, ακούσαμε για το αν το χρέος είναι ή δεν είναι βιώσιμο κλπ. Είναι δυνατόν να γίνεται συζήτηση για το αν ένα χρέος, που βρίσκεται στο 180% του εθνικού εισοδήματος και το οποίο μάλιστα είναι χρέος εξωτερικό και όχι εσωτερικό, συνιστά ή όχι πρόβλημα;

Εδώ, λοιπόν, εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρξει ένα αρραγές μέτωπο για να υπάρξει μια ριζική διαπραγμάτευση και σε ό,τι αφορά το ύψος του χρέους, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο αποπληρωμής του όποιου χρέους αποφασίσουμε να πληρώσουμε.

Θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε το χρέος χρησιμοποιώντας πλεονάσματα τα οποία θα παράγουμε περικόπτοντας κοινωνικές δαπάνες ή βάζοντας νέους φόρους; Ο Σάυλοκ του Σαίξπηρ ήταν πιο ειλικρινής. Ζητούσε κατευθείαν κρέας και αίμα.  Ή θα γίνει αυτό το οποίο προτείνει η Κυβέρνηση, μια συμφωνία όπου θα πληρώνουμε το χρέος με ρήτρα ανάπτυξης, δηλαδή θα πληρώνουμε ανάλογα με την ανάπτυξη που θα έχουμε, ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του εθνικού εισοδήματος;

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι αναφορές  μου στα θέματα αυτά γίνονται διότι δεν συζητούνται αυτά τα θέματα, αλλά θα τα έχουμε μπροστά μας και αν δεν βρούμε λύση σε αυτά τα προβλήματα, όσο και να διακηρύσσουμε το τέλος της λιτότητας, δεν θα μπορούμε να έχουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε, ακριβώς διότι θα υπάρχουν αυτοί οι περιορισμοί.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω, με την άδεια της Προέδρου, με μια γενικότερη σκέψη. Πολλές φορές στην καθημερινότητα που όλοι ζούμε συμβαίνουν γεγονότα που μόνο εκ των υστέρων διαπιστώνουμε τη σημασία τους. Ζούμε, λοιπόν, και σήμερα μια ιστορική εποχή, που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κρίση και την κατάρρευση ξεπερασμένων μοντέλων, αλλά ζούμε μια κρίση που τελικά θα γεννήσει και νέα μοντέλα και νέα υποδείγματα κοινωνικής οργάνωσης, όπως έγινε και στο παρελθόν.

Με την έννοια, λοιπόν, αυτή είναι ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τα ελλείμματα του παρελθόντος, να καλύψουμε αυτό το έλλειμμα εκσυγχρονισμού, μέσα όμως από την αντιμετώπιση του σύγχρονου κοινωνικού προβλήματος της ανεργίας, της κοινωνικής ασφάλισης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Θα μπορούσε έτσι να διαμορφωθεί ένα νέο υπόδειγμα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που να συνδυάζει προωθημένες μορφές δημοκρατίας, κοινωνικής αυτενέργειας, κοινωνικής δικαιοσύνης πάνω σε μια ισχυρή βάση κοινών αγαθών, ένα υπόδειγμα κοινωνικοκεντρικό, που θα έδινε αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση στην κοινωνία, ελπίδα στο λαό, αισιοδοξία στη νέα γενιά.

Έτσι, η Ελλάδα από πειραματόζωο της λιτότητας και της καταστροφής θα μπορούσε να γίνει πεδίο εφαρμογής πρωτοπόρων ιδεών και πολιτικών, και το όφελος δεν θα ήταν μόνο για εμάς. Ο κόσμος θα αποκτούσε μια εστία ασφάλειας σε μια περιοχή ανασφάλειας και η «γερασμένη» Ευρώπη θα μπορούσε να ξανανιώσει μέσα από τη συμβίωση διαφορετικών αναπτυξιακών υποδειγμάτων στο εσωτερικό της.

Ας μην βιαστούν κάποιοι να πουν ότι αυτά είναι ουτοπίες, διότι υπάρχουν και ουτοπίες που είναι ρεαλιστικές. Είναι αυτές που η υλοποίησή τους εξαρτάται όχι από υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά από την ενότητα και τη συλλογική δράση των απλών ανθρώπων στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Σας ευχαριστώ.