Οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να κινούν τα «νήματα» στις αγορές, καταλαμβάνοντας εξαπίνης τους επενδυτές.

Μετά την «ψυχρολουσία» του Ιανουαρίου από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας -η οποία αποφάσισε να καταργήσει το συναλλαγματικό καθεστώς, που είχε διασφαλίσει περισσότερο από μία τριετία σχεδόν την απόλυτη «ακινησία» του φράγκου έναντι του ευρώ, προστατεύοντας τους Ελβετούς εξαγωγείς, αλλά και την οικονομία- και τις απεγνωσμένες κινήσεις της κεντρικής τράπεζας της Δανίας να προστατεύσει την κορόνα από τις επιθέσεις των κερδοσκόπων -μειώνοντας τέσσερις φορές τα επιτόκια μέσα σε λίγες ημέρες και παρεμβαίνοντας στις αγορές συναλλάγματος-, μία ακόμη κεντρική τράπεζα παρασύρθηκε στον συναλλαγματικό πόλεμο.

Η κεντρική τράπεζα της Σουηδίας -η παλαιότερη κεντρική τράπεζα στον κόσμο- αναγκάστηκε να σπάσει την παράδοση και να στραφεί σε μάλλον ασυνήθιστες επιλογές νομισματικής πολιτικής, μειώνοντας το βασικό της επιτόκιο σε αρνητικά επίπεδα και εγκαινιάζοντας πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με αγορές κρατικών ομολόγων.

Η σουηδική κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε -όπως και οι νομισματικές αρχές σε Ελβετία και Δανία- να αλλάξει πορεία πλεύσης, ανταποκρινόμενη στις πιέσεις που προκαλούν τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής στήριξης που προωθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με κορύφωση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που θα εφαρμόσει από τον Μάρτιο.

Η τολμηρή της προσέγγιση αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι οι κεντρικές τράπεζες, κυρίως της Ευρώπης, κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να κερδίσουν τη μάχη κατά του αποπληθωρισμού, επικαλούμενες τη βασική τους εντολή, που είναι η σταθερότητα των τιμών. Πίσω όμως απ’ αυτό το επιχείρημα, πολλές φορές κρύβεται και η προσπάθεια αποδυνάμωσης του εθνικού νομίσματος.

Αυτό τουλάχιστον ισχύει στις περιπτώσεις της Ευρωζώνης, όπου ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι χρειάζεται στο πλευρό του ένα αδύναμο ευρώ, ώστε να δώσει ώθηση στις ευρωπαϊκές εξαγωγές, ενώ θα μπορούσε να ισχύει και στην περίπτωση της σουηδικής κεντρικής τράπεζας – αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων, η κορόνα άγγιξε ναδίρ εξαετίας έναντι του δολαρίου.

Εχοντας εξαντλήσει τα μέσα που διαθέτουν για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, οι αρχές στρέφονται στο ύστατο όπλο της νομισματικής πολιτικής και στα μη συμβατικά μέτρα χαλάρωσης.

Οι νέες «συμμαχίες» ήλθαν στην επιφάνεια και στην πρόσφατη συνάντηση των αξιωματούχων του G20, στην Κωνσταντινούπολη, όπου στο κοινό ανακοινωθέν τάχθηκαν εμμέσως υπέρ των συναλλαγματικών υποτιμήσεων, ως ένα εργαλείο για την προώθηση της ανάπτυξης, αλλά και των επιθετικών πολιτικών νομισματικής χαλάρωσης, που προσφέρουν στήριγμα στην εύθραυστη ανάκαμψη.

Η σιωπηρή αποδοχή των συναλλαγματικών υποτιμήσεων αντικατοπτρίζει τις ανησυχίες μήπως οι περισσότερες οικονομίες ανά τον κόσμο «εγκλωβιστούν» σε ένα τέλμα αναιμικής ανάπτυξης, χωρίς τη διοχέτευση ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες.

Πίσω όμως από τον συναλλαγματικό πόλεμο και το εύκολο χρήμα των κεντρικών τραπεζών κρύβεται η έμμεση παραδοχή της αποτυχίας στην εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. 

Πηγή: Η Ναυτεμπορική / Έντυπη έκδοση