Σύμφωνα με την Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική

Εκροές καταθέσεων που προσεγγίζουν τα 30 δισ. ευρώ σημειώθηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 2014 και Απριλίου 2015, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύονται στην Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική που δημοσιοποιήθηκε σήμερα. 
 
Ειδικότερα, σύμφωνα με ειδική αναφορά που γίνεται για τις καταθέσεις στην έκθεση της ΤτΕ, συνολικά την περίοδο Οκτωβρίου 2009-Απριλίου 2015 παρατηρούνται τρεις φάσεις στην εξέλιξη των ροών καταθέσεων των εγχώριων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς και από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
 
Στην πρώτη και μεγαλύτερη σε διάρκεια φάση (Οκτώβριος 2009-Ιούνιος 2012) καταγράφηκαν συνολικές καθαρές εκροές, ύψους 88,9 δισεκ. ευρώ (-38% του υπολοίπου του Σεπτεμβρίου 2009).
 
Ακολούθησε φάση ανάκτησης αρχικά και στη συνέχεια σταθεροποίησης των καταθέσεων (Ιούλιος 2012-Νοέμβριος 2014), οπότε καταγράφηκαν εισροές ύψους 12,1 δισεκ. ευρώ από τις εγχώριες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (+8% του υπολοίπου του Ιουνίου 2012).
 
Στην τρίτη και τρέχουσα φάση (∆εκέμβριος 2014-Απρίλιος 2015), παρατηρήθηκαν και πάλι υψηλές μηνιαίες εκροές συνολικού ύψους 29,4 δισεκ. ευρώ (-19% του υπολοίπου καταθέσεων Νοεμβρίου 2014).
 
Στο τέλος Απριλίου 2015 το υπόλοιπο των καταθέσεων αυτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ανερχόταν σε 128 δισεκ. ευρώ, έναντι 232,8 δισεκ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2009. Στη διάρκεια των πέντε τελευταίων μηνών, οι εκροές καταθέσεων από τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανήλθαν σε 7,2 δισεκ. ευρώ (μείωση καταθέσεων κατά 35%4 σε σχέση με το Νοέμβριο του 2014).
 
Οι εκροές από λογαριασμούς των νοικοκυριών έφθασαν τα 22,3 δισεκ. ευρώ (μείωση καταθέσεων κατά 16% σε σχέση με το Νοέμβριο του 2014). Ως προς την ποσοστιαία μεταβολή παρατηρείται ότι κατά την πρώτη φάση των εκροών η ποσοστιαία εκροή από τις επιχειρήσεις ήταν σημαντικά υψηλότερη.
 
Ωστόσο, η μέση μηνιαία εκροή της παρούσας φάσης είναι σημαντικά υψηλότερη από ότι στο παρελθόν, καθώς οι απώλειες Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015 ήταν μεταξύ των τριών υψηλότερων που έχουν καταγραφεί από την αρχή της κρίσης.
 
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου, όπως αναφέρει η ΤτΕ, είναι το γεγονός ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι εκροές από τα νοικοκυριά προέρχονται από καταθέσεις προθεσμίας, δείγμα κυρίως της αβεβαιότητας. Αντιθέτως, κατά την προηγούμενη περίοδο μεγάλων εκροών, η εκροή από καταθέσεις προθεσμίας συνοδευόταν και από σημαντική μείωση των καταθέσεων μίας ημέρας (ταμιευτηρίου και όψεως) λόγω της βαθιάς ύφεσης που διένυε η ελληνική οικονομία. Εξάλλου, η υποχώρηση των καταθέσεων μίας ημέρας των νοικοκυριών συνεχίστηκε κατά τη φάση της επιστροφής και σταθεροποίησης των καταθέσεων (Ιούλ. 2012-Νοέμ. 2014) υποδηλώνοντας τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
 
Ομοίως στην περίπτωση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, το σημαντικότερο μέρος της μείωσης των καταθέσεων κατά τις περιόδους εκροών αφορούσε καταθέσεις προθεσμίας. Κατά την περίοδο ανάκτησης και σταθεροποίησης των καταθέσεων όμως, η άνοδος αφορούσε κυρίως καταθέσεις όψεως που σχετίζονται με την κάλυψη αναγκών για κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων.
 
Η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως αντανακλά ενίσχυση του όγκου των συναλλαγών στην οικονομία στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκροών προέρχεται από καταθέσεις προθεσμίας είναι εύλογο, καθώς οι καταθέσεις μίας ημέρας διακρατούνται σε μεγάλο βαθμό ως μέσο πληρωμής για συναλλαγές με τη μεσολάβηση των τραπεζών και επομένως οι δυνατότητες υποκατάστασής τους, ακόμη και υπό συνθήκες κρίσης, είναι περιορισμένες, αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ.
 
Παράλληλα, η διακράτηση καταθέσεων προθεσμίας υπαγορεύεται κυρίως από το κίνητρο της επένδυσης. Υπό συνθήκες όξυνσης της αβεβαιότητας, τα τραπεζογραμμάτια ή οι τραπεζικές καταθέσεις ή άλλες επενδύσεις στο εξωτερικό θεωρήθηκε από το κοινό ότι διέθεταν αυξημένη ελκυστικότητα, η οποία υπεραντιστάθμιζε μειονεκτήματα όπως ο κίνδυνος κλοπής ή καταστροφής των τραπεζογραμματίων, ο περιορισμένος συγκριτικά βαθμός ρευστότητας των στοιχείων στο εξωτερικό για έναν κάτοικο εσωτερικού κ.λπ. Τέλος, το γεγονός ότι οι καταθέσεις προθεσμίας μειώθηκαν αναλογικά περισσότερο είναι συνεπές με το εύρημα πολλών παραδοσιακών μελετών της ζήτησης χρήματος ότι το χρήμα με την ευρεία έννοια παρουσιάζει υψηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα από το χρήμα με τη στενή έννοια.
 
Εκροές σε όλα τα κλιμάκια καταθέσεων
 
Όσον αφορά τα νοικοκυριά, υπάρχουν ενδείξεις ότι στην παρούσα συγκυρία, οι εκροές κατανέμονται πλέον σε όλα τα κλιμάκια καταθέσεων. Φαίνεται μάλιστα ότι οι ποσοστιαίες μεταβολές είναι μεγαλύτερες για καταθέτες με σχετικά μικρά υπόλοιπα καταθέσεων.
 
Αναφορικά με την κατεύθυνση των εκροών, σύμφωνα με στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών, το ∆εκέμβριο του 2014 και τους τρεις πρώτους μήνες του 2015 παρατηρήθηκε καθαρή φυγή καταθέσεων προς τραπεζικές καταθέσεις στο εξωτερικό ύψους 4,4 δισεκ. ευρώ, (προερχόμενη κατά 80% από επιχειρήσεις και κατά 20% από νοικοκυριά σε αντίθεση με την πιο ισορροπημένη εικόνα παρελθουσών περιόδων εκροών). Επιπλέον, ροές πόρων προς το εξωτερικό ύψους περίπου 5 δισεκ. ευρώ, προερχόμενες κυρίως από νοικοκυριά αφορούσαν τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια της αλλοδαπής, κυρίως διαχείρισης διαθεσίμων. Παρατηρήθηκε διαφοροποίηση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο μεγάλων εκροών καταθέσεων, όταν τα κεφάλαια που έφυγαν προς το εξωτερικό κατευθύνθηκαν κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις και λιγότερο σε άλλες επενδυτικές επιλογές.
 
Ο λόγος της καθαρής φυγής καταθέσεων προς το εξωτερικό προς τη συνολική μείωση των καταθέσεων στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα τους τελευταίους μήνες, αναφέρει η ΤτΕ, υποδηλώνει ότι συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό των εκροών παραμένει εντός της χώρας. Η εξέλιξη αυτή υποστηρίζεται και από την αύξηση των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία κατά περίπου 15 δισεκ.ευρώ την περίοδο ∆εκ. 2014-Μαΐου 2015.
 
Συμπερασματικά η ΤτΕ επισημαίνει ότι:
 
• Οι μεταβολές στις καταθέσεις επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
 
• Οι επιχειρήσεις δείχνουν μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα στην εκροή καταθέσεων. ∆εν πρέπει ωστόσο να παραβλέπεται ότι σε σύγκριση με τα νοικοκυριά αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικά μικρότερο τμήμα της καταθετικής βάσης.
 
• ∆εδομένου του κυρίαρχου ρόλου της αβεβαιότητας, η ροπή για απόσυρση σε σχέση με την επικρατούσα αβεβαιότητα ήταν εντονότερη για τις καταθέσεις προθεσμίας συγκριτικά με τις καταθέσεις μίας ημέρας οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με τη διενέργεια καθημερινών συναλλαγών από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Στην πρώτη περίοδο εκροών οι εκροές φαίνεται να προέρχονταν κυρίως από καταθέτες με σχετικά υψηλά υπόλοιπα καταθέσεων. 
 
Στην πρόσφατη περίοδο οι εκροές χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ένταση, ενώ διαχέονται σε μεγαλύτερο εύρος καταθετών, δηλαδή ακόμη και στους μικροκαταθέτες. Ωστόσο, φαίνεται ότι σημαντικό μέρος των καταθέσεων που αποσύρονται παραμένουν εντός της χώρας. Το γεγονός αυτό που αντανακλάται σε σημαντική αύξηση της ποσότητας τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία σημαίνει ότι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες επιστροφής μέρους των καταθέσεων όταν βελτιωθούν οι συνθήκες εμπιστοσύνης.
 
Επί του παρόντος το κλίμα εμπιστοσύνης επηρεάζεται από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, από την οποία εξαρτώνται οι οικονομικές προοπτικές της χώρας.
Με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, η αναστροφή του αρνητικού κλίματος και η καταγραφή θετικού ισοζυγίου δημοσιευμάτων/δηλώσεων θα συμβάλουν στην επιστροφή των καταθέσεων στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, εκτιμά η ΤτΕ.
 
Συνεχής αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
 
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, υπάρχει συνεχής αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 33,8% στο τέλος ∆εκεμβρίου του 2014 από 31,9% στο τέλος ∆εκεμβρίου του 2015. 
 
Επιδείνωση του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση παρουσίασαν όλες οι κατηγορίες τραπεζικών πιστώσεων: στεγαστικά δάνεια (2014: 28,6%, 2013: 26,1%), καταναλωτική πίστη (2014: 49,5%, 2013: 47,3%) και επιχειρηματικά δάνεια (2014: 33,5%, 2013: 31,8%).
 
Για πρώτη φορά, υπάρχει αναλυτική πληροφόρηση (στοιχεία τέλους 2014), για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non-Performing Exposures – NPEs) καθώς και για τον τύπο ρυθμίσεων και οριστικών διευθετήσεων στις οποίες έχουν προβεί οι τράπεζες. Επισημαίνεται ότι η έννοια των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προσδιορίζεται από τα τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών με ομοιόμορφο τρόπο για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυριότερη διαφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε σχέση με τον ορισμό των δανείων σε καθυστέρηση που χρησιμοποιούσε η Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνονται και ανοίγματα που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν κατά την ημερομηνία αναφοράς καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται τελικά να μη μπορέσει να εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων.
 
Σύμφωνα με τα υποβαλλόμενα στοιχεία της στο τέλος ∆εκεμβρίου του 2014 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ατομική βάση ανήλθε σε 39,9% επί του συνόλου των ανοιγμάτων. Από το σύνολο των προαναφερθέντων ανοιγμάτων:
 
• το ήμισυ περίπου είναι ήδη καταγγελμένα (δηλαδή η τράπεζα έχει καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση καθιστώντας άμεσα απαιτητό το σύνολο του δανείου εξαιτίας
της ασυνέπειας του δανειολήπτη),
• το 1/4 ανήκει στην κατηγορία όσων δεν θεωρείται πιθανή η εξόφληση και
• το 7% (από εκείνα που δεν έχουν καταγγελθεί) βρίσκεται σε καθυστέρηση για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών.
 
Επισημαίνεται ότι τα δάνεια που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης αποτελούν το 13,3% του συνόλου των δανείων. Από αυτά ένα μεγάλο μέρος (το 70% περίπου)
συμπεριλαμβάνεται στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα είτε γιατί έχουν εμφανίσει πάλι καθυστέρηση είτε γιατί θεωρούνται “unlikely to pay”.
 
Ειδικότερα όσον αφορά τα δάνεια που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών) εφαρμόστηκαν στο 55% των περιπτώσεων, λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. παράταση διάρκειας, μείωση επιτοκίου) στο 20% και λύσεις οριστικής διευθέτησης στο 25%.
 
Επιπλέον, όσον αφορά τη διαχείριση των καταγγελμένων απαιτήσεων, για το 59% του πλήθους των δανείων ή το 23% των αντίστοιχων υπολοίπων, οι τράπεζες δεν έχουν προχωρήσει σε καμία ενέργεια. Το μεγαλύτερο μέρος των καταγγελμένων απαιτήσεων βρίσκεται στο στάδιο της διαγνωστικής διαδικασίας (δηλαδή η τράπεζα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή άλλου τίτλου αναγκαστικής εκτέλεσης) και της αναγκαστικής εκτέλεσης (δηλαδή έχει ήδη εκδοθεί διαταγή πληρωμής ή έχει εκκινήσει η διαδικασία πλειστηριασμού).
 
Από τις επιμέρους κατηγορίες δανείων, το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στα καταναλωτικά δάνεια (51,3%) και ακολουθούν τα επιχειρηματικά δάνεια (39,8%) και τα στεγαστικά δάνεια (35,6%). Επισημαίνεται ότι στην κατηγορία των επιχειρηματικών δανείων υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στην υποκατηγορία των δανείων προς Ελεύθερους Επαγγελματίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις (63%) και των δανείων προς Μικρές και Μεσαίες Επιχειρή- σεις (54%).
 
Αναφορικά με την κλαδική εικόνα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, οι κλάδοι Ενέργεια και Πετρελαιοειδή (3,5%), Ναυτιλία (28,8%) και Υγεία (33,1%) εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Αντίθετα, τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εμφανίζουν δύο υποκλάδοι της μεταποίησης, δηλαδή η κλωστοϋφαντουργία (71%) και η βιομηχανία χάρτου, ξύλου και επίπλων (63%), καθώς και ο αγροτικός κλάδος (61,4%). Από τους κλάδους με σημαντικά υπόλοιπα δανείων, το εμπόριο καταγράφει ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 54%, οι κατασκευές 49% και η μεταποίηση 47,8%.
 
Πάντως, το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε σημαντικά (2014: 55,8%, 2013: 49,3%), ενώ το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο 44%. Πολύ ορθά οι τράπεζες ακολούθησαν συντηρητική πολιτική προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα οι συσσωρευμένες προβλέψεις τους να ανέλθουν το ∆εκέμβριο του 2014 σε ικανοποιητικό επίπεδο σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της Άσκησης Αξιολόγησης της Ποιότητας Χαρτοφυλακίου που διενεργήθηκε το καλοκαίρι του 2014 στο πλαίσιο της Συνολικής Αξιολόγησης.
 
Σύμφωνα με την ΤτΕ, ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτελεί ο πενταπλασιασμός των διαγραφών δανείων (1.980 εκατ. ευρώ το 2014, έναντι 363 εκατ. ευρώ το 2013), καθώς συμβάλλει στη σταδιακή εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου. Οι διαγραφές δανείων επικεντρώθηκαν στην επιχειρηματική και την καταναλωτική πίστη.
 
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο ∆είκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση ανήλθε σε 13,8% το 2014 (από 12% το 2013) και ο ∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 14,1% το 2014 (από 13,4% το 2013). Θετική επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια είχαν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που διενήργησαν οι τράπεζες, ενώ αρνητική ο σχηματισμός ιδιαίτερα αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, που ωστόσο συμβάλλει στην εξυγίανση του ισολογισμού τους.