Tου Mohamed A. El-Erian – Bloomberg 

Μετά την αποτυχία των αξιωματούχων να καταλήξουν σε συμφωνία για την Ελλάδα την Πέμπτη, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν σοφά να συγκαλέσουν έκτακτη σύνοδο κορυφής τη Δευτέρα. Παρά το γεγονός ότι κύριος στόχος είναι να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και οι πιστωτές της, αυτή η συγκέντρωση θα πρέπει να έχει ένα δεύτερο σημαντικό στόχο: να ενώσει τα 18 μέλη της ευρωζώνης γύρω από ένα σχέδιο Β, εάν οι προσπάθειες να διασώσουν το 19ο μέλος της, την Ελλάδα, αποτύχουν και πάλι.
 
Πρωταρχικός στόχος της Συνόδου είναι να παραδώσει την πολυπόθητη συμφωνία που θα κρατήσει την Ελλάδα ζωντανή και εντός της νομισματικής ένωσης. Χωρίς μια τέτοια συμφωνία τόσο για τις πολιτικές όσο και για τη χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης, θα είναι θέμα ημερών προτού το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καταρρεύσει. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλει ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων, να αθετήσει πληρωμές χρέους και πληρωμές προς προμηθευτές, αλλά και να εκδώσει IOUs για να καλύψει τις εγχώριες πληρωμές.
 
Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα της συνάντησης, η επιτυχία είναι εξαιρετικά αβέβαιη. Τοποθετώ την πιθανότητα μιας θετικής έκβασης σε λίγο λιγότερο από 50%. Και ο λόγος για την περιορισμένη αισιοδοξία μου έχει να κάνει με τη διαφορά μεταξύ του τι είναι αναγκαίο και τι είναι αναγκαίο και επαρκές μαζί.
 
To να αποτραπεί ένα άσχημο ατύχημα που θα καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ απαιτεί από τις υψηλότερες πολιτικές αρχές της Ευρώπης να είναι ευέλικτες, θαρραλέες και ανοιχτές σε συμβιβασμό. Σε αυτό το στάδιο, ένα θετικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια συλλογική πολιτική πρωτοβουλία στην οποία θα συμμετείχαν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, μια ακόμη τέτοια πρωτοφανής επίδειξη συνοχής θα μπορούσε πιθανότατα να κριθεί ανεπαρκής, για τρεις τουλάχιστον λόγους:
 
Πρώτον, η πικρία που εκφράστηκε πρόσφατα δημόσια και η επιδείνωση της σχέσης της Ελλάδας με τους πιστωτές της, συμπεριλαμβανομένων των πικρόχολων αλληλοκατηγοριών καθιστούν πολύ δύσκολο για οποιαδήποτε από τις πλευρές για να πουλήσει μια συμφωνία στους δικούς της ψηφοφόρους. Έαν δεν υπάρξει στήριξη στο εσωτερικό σε ορισμένες χώρες  (Γερμανία και Ελλάδα), συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης από τα εθνικά κοινοβούλια, δεν θα καταστεί εφικτό να εφαρμοστεί συμφωνία.
 
Δεύτερον, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και, σε μικρότερο βαθμό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν έχουν πάρα πολύ όρεξη να ανανεώσουν τη δέσμευσή τους απέναντι σε μια πολιτικά καθοδηγούμενη διαδικασία που δεν διαθέτει επαρκή οικονομικά και χρηματοπιστωτικά “ερείσματα”. Ωστόσο, χωρίς νέα δέσμευση κεφαλαίων, θα είναι δύσκολο για τους οργανισμούς αυτούς να λάβουν τις ελληνικές πληρωμές για σημαντικές υποχρεώσεις που λήγουν τις επόμενες πέντε εβδομάδες.
 
Τρίτον, η επιδεινούμενη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει καταστήσει τα όποια διορθωτικά μέτρα, ακόμη πιο δύσκολο να εφαρμοστούν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει κολλήσει με πολλά ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και παραπαίει υπό τις πιέσεις των μεγάλων εκροών καταθέσεων και την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν καλό οι ηγέτες της ευρωζώνης οι οποίοι συναντώνται σήμερα, να συμπληρώσουν στην ατζέντα τους και μια σοβαρή συζήτηση για ένα Σχέδιο Β –δηλαδή πώς θα αντιδράσουν σε ένα “Graccident” κατά τρόπο που να προστατεύει τα άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης και την ακεραιότητα αυτού του σημαντικού έργου της ολοκλήρωσης.
 
Οι ηγέτες θα πρέπει τουλάχιστον να συμφωνήσουν σε μια συλλογική στάση σε περίπτωση που η έξοδος της Ελλάδας καταστεί αναπόφευκτη και κατά δεύτερον να δεσμεύουν τους τοπικούς οργανισμούς και ταμεία (κυρίως την ΕΚΤ, το EFSF, τον ESM και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων)  σε ο,τιδήποτε χρειάζεται να γίνει προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση.
 
Αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να υποστηρίζονται από την ανανέωση των εθνικών δεσμεύσεων για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Κύπρος, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, που θα δοκιμάζονταν από τις αγορές, αν η Ελλάδα εγκατέλειπε το ευρώ.
 
Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως η Σύνοδος Κορυφής της Δευτέρας θα καταφέρει να γεφυρώσει το σημαντικό χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της, ειδικά αν οι δύο πλευρές επιδιώξουν να βρουν μια λύση η οποία θα εκτείνεται πέρα ​​από έναν ακόμη προσωρινό “επίδεσμο”. Αλλά η συγκέντρωση μπορεί, και πρέπει, να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων από μία ανθεκτική μετάδοση στην υπόλοιπη ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία. Ως προς αυτό το στόχο, τουλάχιστον, υπάρχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας.