Του Leonid Bershidsky, BloombergView

Το φορτίο χρέους της Ελλάδας έχει λάβει μυθολογικές διαστάσεις, ενώ τα ερωτήματα γύρω από τη βασική αφήγηση έχουν γίνει ένα είδος αίρεσης. Κι εγώ ο ίδιος, έχω επαναλάβει την ατάκα ότι “ακόμη και το ΔΝΤ θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο”. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια που έχει τη δυνατότητα να στρεβλώσει την πολιτική.

Ο ισχυρισμός προέρχεται από μία έκθεση που εξέδωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 26 Ιουνίου την οποία ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, αποκάλεσε “συναρπαστικό ανάγνωσμα”. Με το γνωστό, πομπώδες ύφος του, αναζήτησε την επιβεβαίωση: “Ποτέ πριν ένα τόσο αληθινό όργανο πολιτικής δεν είχε επιδιώξει πολιτικές που να συγκρούονται τόσο ανελέητα με την ίδια του την έρευνα. Ποτέ πριν το ΔΝΤ δεν είχε συμφωνήσει, στο θέμα της οικονομικής ανάλυσης, με μια κυβέρνηση που προσπάθησε να καταστρέψει”.

Αλλά η ερευνητική έκθεση του ΔΝΤ δεν συμφωνούσε με την οικονομική ανάλυση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Αυτό που έλεγε ήταν ότι οι ενέργειες αυτής της κυβέρνησης, και η προηγούμενη, εκτροχίασαν το πρόγραμμα διάσωσης του 2012 και αύξησαν τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας.

“Εάν το πρόγραμμα είχε εφαρμοστεί κατά τα υπεσχημένα, δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους υπό το συμφωνηθέν πλαίσιο του Νοεμβρίου του 2012”, ανέφερε η έκθεση. Στην πραγματικότητα, ισχυριζόταν ότι η Ελλάδα θα είχε πετύχει καλύτερο από τον προβλεπόμενο λόγο χρέους προς ΑΕΠ έως το 2020 και το 2022. 

“Ωστόσο, πολύ σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές και τις προοπτικές από τις αρχές του τρέχοντος έτους είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών”, συνέχιζε το ΔΝΤ. Η Ελλάδα δεν συνέλεγε αρκετούς φόρους, οι ιδιωτικοποιήσεις είχαν παγώσει και η ανάπτυξη σημείωνε χρονική υστέρηση.

Οι Βαρουφάκης και Τσίπρας δεν θα έπρεπε να επιλέξουν τους αναλυτές του ΔΝΤ ως συμμάχους, ακόμη και αν κατέληγαν να ζητήσουν ελάφρυνση του χρέους. Το ΔΝΤ λειτουργεί με μια διαφορετική λογική, αν και είναι εύκολο να αμφισβητηθεί.

Όπως επισημαίνουν οι Julian Schumacher και Beatrice Weder di Mauro του Πανεπιστημίου του Mainz, τα πρότυπα που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ για αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους είναι διαθέσιμα στο κοινό και μπορούν να ελεγχθούν. Υπάρχουν δύο πλαίσια ανάλυσης: ένα για σχετικά πλούσιες χώρες με πρόσβαση στην αγορά και ένα για τις φτωχές που δεν μπορούν να δανειστούν από τις χρηματαγορές. Για την Ελλάδα, το ΔΝΤ χρησιμοποίησε το πλαίσιο για τις πλούσιες χώρες που εστιάζει στα επίπεδα του ονομαστικού χρέους. Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση της Ελλάδας μοιάζει φρικτή: το χρέος της, λέει το ΔΝΤ, θα κορυφωθεί στο περίπου 200% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, αν ικανοποιούνται οι ανάγκες χρηματοδότησής της.

Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι το μοντέλο των πλούσιων χωρών δεν είναι πλέον κατάλληλο για την Ελλάδα. Σίγουρα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας παραμένει υψηλό -σχεδόν 26.000 δολάρια το 2014, με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, χαρίζοντας της την 44η θέση στην παγκόσμια κατάταξη- και το πλαίσιο των φτωχών χωρών εφαρμόζεται μόνο σε χώρες με πραγματικά χαμηλό εισόδημα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάτω των 1.200 δολαρίων. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ωστόσο, ότι η Ελλάδα, με 25,5% ανεργία (και περισσότερο από το 60% των νέων εκτός αγοράς εργασίας) και με τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων που επιτρέπουν σε έναν καταθέτη να αποσύρει μόνο 420 δολάρια την εβδομάδα, δεν μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ως μια χώρα “πρώτης τάξης”, δεδομένου ότι δεν έχει ούτε τα οικονομικά μέσα, ούτε την πρόσβαση στην αγορά. Και μπορεί να μην καταφέρει να ανακάμψει για χρόνια. 

Επίσης, μοιράζεται ένα σημαντικό χαρακτηριστικό με τις χώρες στις οποίες το ΔΝΤ εφαρμόζει το πλαίσιο χαμηλού εισοδήματος: το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της –το 79%- βρίσκεται στα χέρια των πιστωτών του δημόσιου τομέα. Το περισσότερο από το υπόλοιπο είναι σε μακροπρόθεσμα ομόλογα που οι τράπεζες και τα funds έλαβαν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του χρέους του 2012.

Οι Schumacher και di Mauro επισημαίνουν ότι, εξαιτίας αυτού του προφίλ, το πλαίσιο που εφαρμόζεται στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, επικεντρωμένο στην παρούσα αξία του χρέους, μπορεί να παρέχει μια πιο ακριβή εικόνα. Χρησιμοποιώντας το προεξοφλητικό επιτόκιο του 5% του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπολόγισαν ότι η καθαρή παρούσα αξία του ελληνικού χρέους είναι 93% του ΑΕΠ, 281% των εξαγωγών και 213% των κρατικών εσόδων.

Τα δύο πρώτα νούμερα είναι τρομερά. Οι υπολογισμοί της Παγκόσμιας Τράπεζας (για το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα, ένα μέτρο κοντά στο ΑΕΠ, και για τις εξαγωγές) δείχνουν παρόμοιες αναλογίες για χώρες όπως η Τζαμάικα και η Λιβερία, που περιλαμβάνουν επίσης ιδιωτικό χρέος. Τα δεδομένα αυτά στέλνουν ισχυρά σήματα κινδύνου: είναι μια χώρα που χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους.

Ωστόσο, ακόμη και στο 213%, η παρούσα αξία του ελληνικού χρέους σε σχέση με τα έσοδα του προϋπολογισμού είναι κάτω από το όριο κινδύνου του ΔΝΤ. Αυτό σημαίνει ότι, κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ, το χρέος στην Ελλάδα δεν είναι πραγματικά ένα δυσβάσταχτο βάρος για την κυβέρνηση της χώρας, η οποία υποτίθεται ότι θα το αποπληρώνει, παρόλο που μοιάζει πάρα πολύ μεγάλο για την υποκείμενη οικονομία.

Αλλά η Ελλάδα, φυσικά, δεν είναι ένα οικονομικό αουτσάιντερ όπως η Λιβερία και δεν θα πρέπει να εφαρμοστούν τα πρότυπα του αναπτυσσόμενου κόσμου. Είναι μια αναδυόμενη ειδική περίπτωση που, σύμφωνα με τους Schumacher και di Mauro, χρειάζεται ένα διαφορετικό μοντέλο βιωσιμότητας του χρέους, κατά προτίμηση ένα που θα μπορούσαν να αποδεχθούν όλοι οι πιστωτές και η κυβέρνηση.

Προς το παρόν, κανείς, ούτε καν το ΔΝΤ, δεν έχει ιδέα για το εάν το χρέος στην Ελλάδα είναι βιώσιμο. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών απέρριψε πρόταση των αναλυτών του ΔΝΤ για επέκταση της ωρίμανσης των δανείων κατά “30 χρόνια, ας πούμε, για το σύνολο του χρέους της Ελλάδας προς την Ευρώπη” – μια ασυνήθιστα ασαφής διατύπωση για το ΔΝΤ. Επίσης, μπορεί να εξηγήσει γιατί η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel δεν έχει απαντήσει ρητά στο ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους ως ανταμοιβή για τη συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής που επιβάλλεται από τους πιστωτές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα ρευστότητας και ότι η οικονομία της θα πρέπει να αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι. Με λίγη τύχη, αυτό διορθώνεται. Εν τω μεταξύ, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, του ευρωπαϊκού ταμείου διάσωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να ρίξουν μια ακόμη ματιά στα πλαίσια αξιολόγησης της βιωσιμότητας, να συμφωνήσουν σε αυτό που τους αρέσει και να προτείνουν μια λύση. Υπάρχει ακόμα χρόνος.

capital.gr