Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να έχουν μεταβληθεί σε σημαντικό εργαλείο χαρτογράφησης θέσεων και προθέσεων της κοινής γνώμης ειδικά σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων ή μεγάλων γεγονότων, ωστόσο δεν θα πρέπει να γίνουν πυξίδα για τους πολιτικούς. 

Όπως είδαμε από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, μπορεί η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων να είπε «όχι» στα μέτρα λιτότητας, τελικά όμως ο Τσίπρας είπε «ναι» σε ακόμη αυστηρότερα μέτρα λιτότητας, τα έφερε στη Βουλή προς ψήφιση και στην συνέχεια οδηγήθηκε στον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του.

H ελληνική κρίση δίχασε τους Γερμανούς. Από τη μια θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, από την άλλη δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση Τσίπρα.

Από τη μία, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες επέκριναν την πρόταση για προσωρινό Grexit του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στη συνέχεια στήριξαν τον υπουργό Οικονομικών για το τρίτο πακέτο. 

Ίδια εικόνα διάσπασης εμφανίζει και η γερμανική κοινή γνώμη σε σχέση με την Ελλάδα, παρατηρεί ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων FORSA. «Από τη μια αγαπούν την Ελλάδα και τους Έλληνες, θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, αλλά δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και έχουν χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό από τη μια θεωρούν σημαντικό το τρίτο πακέτο, αλλά από την άλλη δεν πιστεύουν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της και προβληματίζονται. Με λίγα λόγια δεν συμφωνούν ούτε με τον εαυτό τους και εμφανίζονται διχασμένοι».

Στο πεδίο άσκησης πολιτικής, οι κυβερνώντες δεν θα πρέπει να παρασύρονται από τις δημοσκοπήσεις και να προσαρμόζουν ανάλογα την πολιτική τους, προειδοποιεί ο Γκίλνερ. Διότι ο κόσμος περιμένει πυγμή και ηγετικές ικανότητες. Ένα καλό παράδειγμα δίνει η πολιτική της Γερμανίδας καγκελαρίου έναντι της Ελλάδας, όπου σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου FORSA η πλειονότητα των Γερμανών επικρότησε τους χειρισμούς της και κυρίως οι οπαδοί του κόμματος των Πρασίνων.

Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να έχουν μεταβληθεί σε σημαντικό εργαλείο χαρτογράφησης θέσεων και προθέσεων της κοινής γνώμης ειδικά σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων ή μεγάλων γεγονότων, ωστόσο δεν θα πρέπει να γίνουν πυξίδα για τους πολιτικούς. 

 

Όπως είδαμε από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, μπορεί η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων να είπε «όχι» στα μέτρα λιτότητας, τελικά όμως ο Τσίπρας είπε «ναι» σε ακόμη αυστηρότερα μέτρα λιτότητας, τα έφερε στη Βουλή προς ψήφιση και στην συνέχεια οδηγήθηκε στον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του.

H ελληνική κρίση δίχασε τους Γερμανούς. Από τη μια θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, από την άλλη δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση Τσίπρα.

Από τη μία, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες επέκριναν την πρόταση για προσωρινό Grexit του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στη συνέχεια στήριξαν τον υπουργό Οικονομικών για το τρίτο πακέτο. 

Ίδια εικόνα διάσπασης εμφανίζει και η γερμανική κοινή γνώμη σε σχέση με την Ελλάδα, παρατηρεί ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων FORSA. «Από τη μια αγαπούν την Ελλάδα και τους Έλληνες, θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους, αλλά δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και έχουν χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό από τη μια θεωρούν σημαντικό το τρίτο πακέτο, αλλά από την άλλη δεν πιστεύουν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της και προβληματίζονται. Με λίγα λόγια δεν συμφωνούν ούτε με τον εαυτό τους και εμφανίζονται διχασμένοι».

Στο πεδίο άσκησης πολιτικής, οι κυβερνώντες δεν θα πρέπει να παρασύρονται από τις δημοσκοπήσεις και να προσαρμόζουν ανάλογα την πολιτική τους, προειδοποιεί ο Γκίλνερ. Διότι ο κόσμος περιμένει πυγμή και ηγετικές ικανότητες. Ένα καλό παράδειγμα δίνει η πολιτική της Γερμανίδας καγκελαρίου έναντι της Ελλάδας, όπου σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου FORSA η πλειονότητα των Γερμανών επικρότησε τους χειρισμούς της και κυρίως οι οπαδοί του κόμματος των Πρασίνων.

«Η πολιτική θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όσα εμείς καταγράφουμε, αλλά δεν πρέπει να θέτει ως γνώμονα των κινήσεών της τα δικά μας δημοσκοπικά ευρήματα. Είμαστε κάτι σαν ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, προειδοποιούμε για κακοκαιρία. Και οι πολιτικοί καλούνται να δουν εάν υπάρχουν σημεία που μπορούν να ξανασκεφτούν ή εάν επίκεινται εξελίξεις στις οποίες η πολιτική πρέπει να αντιδράσει».

Αρνητικά καταγράφηκε στη γερμανική κοινή γνώμη η πολιτική των συνεχών ελιγμών του αντικαγκελαρίου και υπουργού Οικονομικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

«Το πρόβλημα με το SPD είναι ότι αυτή την εποχή δεν έχει κανέναν και ότι η κυρία Μέρκελ ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων ανεξαρτήτως επιμέρους θεμάτων (…). Δίνει στους ανθρώπους ασφάλεια και το συναίσθημα ότι νοιάζεται, όπως τώρα με τις διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα, ότι καταβάλει προσπάθειες μέχρι εξουθένωσης (…. )Κι αυτό είναι που ο κόσμος επιβραβεύει και γι’ αυτό διατηρείται η υψηλή δημοτικότητά της, που δεν μεταβάλλεται με τίποτα».

Πηγή: Sofokleousin.gr