Των Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evans, BloombergView

Το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το είπε και είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος που διαφωνεί. Η ελληνική κυβέρνηση βλέπει τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση χωρίς μια μείωση του χρέους ως πολιτικά και οικονομικά τοξική. Η ελάφρυνση του χρέους έχει γίνει κεντρικός άξονας της εκλογικής πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, χωρίς αυτό το επίτευγμα, θα δυσκολευτεί να παραμείνει στην εξουσία  -πόσω μάλλον να εφαρμόσει επίπονα διαρθρωτικά μέτρα.

Επίσης, το μόνο που θα καταφέρουν από μόνες τους αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δαπανών είναι να εμβαθύνουν την ελληνική ύφεση. Απαιτούνται και άλλα μέτρα για να προσελκύσουν τις επενδύσεις εκείνες που θα αναζωπυρώσουν την ανάπτυξη. Η μείωση του χρέους και το έμμεσο αίτημα των μελλοντικών της εισοδημάτων είναι ένα προφανές πρώτο βήμα.

Αλλά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble και η καγκελάριος Angela Merkel αρνούνται να εξετάσουν οποιαδήποτε μείωση στην ονομαστική αξία του χρέους της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν συμφωνούν επίσης με την ελάφρυνση στην εξυπηρέτηση του χρέους, χωρίς να εφαρμοστούν προηγουμένως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Κατά τη δική τους άποψη, τα χαμηλότερα επιτόκια, οι περίοδοι χάριτος και οι πιο γενναιόδωροι όροι απόσβεσης πρέπει να αποτελέσουν ανταμοιβή για τη δράση στο διαρθρωτικό μέτωπο. Αν το προσφέρουν τώρα, θα βγάλουν απλά την Ελλάδα από μια δύσκολη θέση.

Υπάρχει ένας προφανής τρόπος να τετραγωνιστεί αυτός ο κύκλος: Η Ελλάδα και η ΕΕ θα πρέπει μέσω συμφώνου να συνδέσουν τις αλλαγές στα δάνεια της χώρας από την ΕΕ με ορόσημα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (ομόλογα SRI). Σκεφτείτε το αποτέλεσμα σαν δάνεια που θα συνδέονται με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδέα συγγενή με αυτή του πρώην Έλληνα ΥΠΟΙΚ Γιάνη Βαρουφάκη για ομόλογα που θα συνδέονται με την επίδοση του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τους όρους της νέας δανειακής σύμβασης, εάν η Ελλάδα εφάρμοζε περισσότερες μεταρρυθμίσεις, οι μελλοντικές πληρωμές τόκων θα ήταν μονίμως χαμηλότερες και οι πληρωμές χρεολύσιου θα μπορούσαν να παραταθούν επ ‘αόριστον. Η πλήρης εφαρμογή καθορισμένων μεταρρυθμίσεων θα μετέτρεπε το χρέος της Ελλάδας στο ισοδύναμο ομολόγων με μηδενικό κουπόνι και άπειρη διάρκεια που στραγγίζουν ελάχιστα ή και καθόλου το δημόσιο ταμείο.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να καλωσορίσει τη ρύθμιση αυτή, καθώς θα λάμβανε την εγγύηση της μείωσης του χρέους και όχι μόνο αόριστες διαβεβαιώσεις. Το ίδιο και η γερμανική κυβέρνηση και οι άλλοι πιστωτές, επειδή η μείωση του χρέους θα παραχωρούνταν μόνο εάν η Ελλάδα πετύχαινε την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και οι δύο πλευρές θα εκτιμούσαν ότι το κίνητρο της Ελλάδας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις θα ενισχυόταν στο βαθμό που μια επιτυχημένη μεταρρύθμιση παρείχε μια πρόσθετη αμοιβή.

Ακόμη καλύτερα, τα μέλη του Eurogroup θα μπορούσαν να μετατρέψουν τα διμερή τους δάνεια και τη χρηματοδότηση από τον το EFSF/ESM σε ομόλογα SRI. Αυτά θα μπορούσαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για swap χρέους προς μετοχές με ιδιώτες επενδυτές και για άλλες μορφές ευνοϊκής για τις επενδύσεις μετατροπής του χρέους.

Υπάρχει προηγούμενο για αυτό το είδος διακανονισμού. Το 1991, οι δυτικές κυβερνήσεις, που διαπραγματεύτηκαν ως η Λέσχη των Παρισίων, πρόσφεραν στην Πολωνία μια συμφωνία βάσει της οποίας η μείωση του χρέους συνδέθηκε με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στο πρώτο στάδιο, η Πολωνία έλαβε μια μείωση 30% στην παρούσα αξία του χρέους της σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία με το ΔΝΤ σχετικά με τους όρους ενός προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής. Στο δεύτερο στάδιο, η Πολωνία έλαβε μια επιπλέον μείωση 20% που συνδεόταν –σε μεγάλο βαθμό- με την εκπλήρωση των διαρθρωτικών όρων του προγράμματος του ΔΝΤ.

Το δεύτερο στάδιο εξαρτάτο επίσης από την πολωνική διαπραγμάτευση ενός ανάλογου κουρέματος του ιδιωτικά ελεγχόμενου χρέους της. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η λύση έχει ήδη εφαρμοστεί καθώς οι ιδιώτες ομολογιούχοι της Ελλάδας υπέστησαν ήδη “κούρεμα” περίπου 60% το 2012. 

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όπως και στην Πολωνία το 1991, η πλειοψηφία του χρέους της χώρας βρίσκεται σε επίσημα χέρια. Αυτό καθιστά το είδος της επίσημης συμφωνίας που σχετικά εύκολη να κανονιστεί.

Η μετατροπή του χρέους στην Ελλάδα σε SRI ομόλογα θα πρέπει να ξεπεράσει δύο εμπόδια. Πρώτον, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να καθορίσουν μια λίστα μεταρρυθμίσεων και ένα αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα, και να τα ενσωματώσουν στη δημοσιονομική τους σύμβαση. Η επίτευξη συμφωνίας για μια ολοκληρωμένη λίστα μεταρρυθμίσεων και η προτεραιότητα που θα δίνεται σε κάθε μια, δεν θα είναι απλή υπόθεση. Αλλά κάτι τέτοιο συνιστά πολύτιμη μορφή πνευματικής πειθαρχίας. Ζητώντας από τις ελληνικές αρχές να κάνουν τα πάντα, χωρίς χρονοδιάγραμμα και χωρίς να συνδέονται συντελεστές σπουδαιότητας με διαφορετικά μέτρα πολιτικής, είναι εύκολο. Ο καθορισμός συντελεστών στάθμισης και τα χρονοδιαγράμματα – η ιεράρχηση, με άλλα λόγια- είναι πιο δύσκολα, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά.

Δεύτερον, θα έπρεπε να υπάρχει ένας αμερόληπτος φορές που να παρακολουθεί και να επαληθεύει την εφαρμογή των μέτρων. Στη συμφωνία για το χρέος της Πολωνίας το 1991, αυτό το ρόλο τον έπαιζε το ΔΝΤ. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση αμφισβητεί την αμεροληψία του ταμείου, κυρίως επειδή το ίδιο το Ταμείο δεν είναι ένας εντελώς ανιδιοτελής πιστωτής. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν καλύτερο η εφαρμογή των συμφωνηθέντων να επαληθεύεται από μια ομάδα τριών ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων: έναν οριζόμενο από την ελληνική κυβέρνηση, έναν οριζόμενο από την ομάδα του ευρώ και έναν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.

Μια τελευταία αξιοσημείωτη πτυχή της συμφωνίας του 1991 είναι ότι ο κύριος πιστωτής της Πολωνίας εκείνη την εποχή δεν ήταν άλλος από τη Γερμανία. Το ότι η Γερμανία έχει δει ξανά αυτό το είδος του διακανονισμού, ίσως είναι ένας καλός λόγος να εξεταστεί και πάλι.

capital.gr