Kαθώς το πλοιάριο απομακρύνεται από τις ακτές της Κωνσταντινούπολης με κατεύθυνση την Πρίγκηπο, ένα σμήνος από γλάρους δείχνει τον δρόμο. Παρέα με τη μελαγχολία που φέρνει η συννεφιά με τη βαριά ζέστη, το ταξίδι γεννά σκέψεις ενδοσκοπικές, βουτηγμένες σε μια περίεργη προσμονή. Πώς θα είναι άραγε από κοντά το αλλοτινό καμάρι των Ελλήνων, με τις ξύλινες επαύλεις, τις άμαξες και τα πεύκα;
Εν τω μεταξύ απολαμβάνουμε την αλαργινή σιλουέτα της Αγια-Σοφιάς και τη διασταύρωση με ψαροκάικα και μικρά σκάφη. Συνεπιβάτες μου είναι ξένοι δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, συλλέκτες και επιμελητές, προσκεκλημένοι της Μπιενάλε Κωνσταντινούπολης, η οποία φέτος απλώνεται και σε άλλες τοποθεσίες πλην του Μουσείου Istanbul Modern. Πάμε να «ανακαλύψουμε» ορισμένα έργα που φιλοξενούνται σε παλαιά σπίτια, αριστοκρατικά ξενοδοχεία και την κατοικία όπου διέμεινε για κάποια χρόνια ο εξόριστος Λέων Τρότσκι στην Πρίγκηπο.
Πλησιάζοντας, ανάμεσα στην πυκνή πευκόφυτη βλάστηση διακρίνει κανείς τις κομψές επαύλεις. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει ένας θνήσκων κοσμοπολιτισμός. Οι κάτοικοι έχουν ακόμα την ευγένεια που αναπτύσσει κανείς όταν συμβιώνει με φαντάσματα του παρελθόντος.
Επισκεπτόμαστε μερικά αρχοντικά, που έχουν ρημάξει. Στις σάλες τους φαντάζεται κανείς γεύματα Ρωμιών, Φραγκολεβαντίνων, Αρμενίων και Εβραίων. Η μελαγχολία γίνεται ακόμα πιο έντονη. Από την οικία Τρότσκι, αρκετά μακριά από το λιμάνι – στέκεται όρθιος μόνον ένας τοίχος· και ο κήπος στον γιαλό, όπου ο εξόριστος περπατούσε σκεπτικός. Τα εγκαταλελειμμένα δένδρα και φυτά έχουν φτιάξει ένα αδιαπέραστο πλέγμα, σαν να θέλουν να κρατήσουν την Ιστορία μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η επιστροφή στην πανσπερμία της Πόλης φέρνει ανακούφιση. Το βάρος της απουσίας είναι δυσβάσταχτο ακόμα και σήμερα στην Πρίγκηπο, την Buyukada…
Πηγή: Έντυπη έκδοση “Η Καθημερινή” – Μ. Πουρνάρα