ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ 6-7ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1955 ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ! ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ! ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΕΣ ΓΕΝΙΕΣ!
Tου Καθηγητή Δρ.Alfred de Zayas
Το πογκρόμ Σεπτεμβρίου 1955[1] (μερικές φορές καλούμενο στις ελληνικές πηγές Σεπτεμβριανά[2]) υπήρξε μια εξέγερση που πραγματοποιήθηκε υπό την άμεση ευθύνη και τον συντονισμό των Τουρκικών αρχών. Υπήρξε ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας»[3], συγκρίσιμο στους σκοπούς του με την Νύκτα των Κρυστάλλων (ή Νύκτα των Σπασμένων Γυαλιών) [4] του 1938 (Kristallnacht) στη Γερμανία, η οποία εκτελέστηκε από το ναζιστικά SS και SA ενάντια στις Εβραϊκές συναγωγές και ιδιοκτησίες τον Νοέμβριο του έτους 1938.
Τα Σεπτεμβριανά ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 2 της Συνθήκης Γενοκτονίας [5] του 1948, επειδή «η πρόθεση για την καταστροφή γενικά ή εν μέρει» της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινουπόλεως ήταν ευαπόδεικτα παρούσα, το Πογκρόμ έχοντας ενορχηστρωθεί από την κυβέρνηση του Τούρκου πρωθυπουργού Adnan Menderes. Ακόμα κι αν ο αριθμός θανάτων (που υπολογίζονται σε 37) [6] μεταξύ των μελών της Ελληνικής κοινότητας ήταν σχετικά χαμηλός, το αποτέλεσμα του Πογκρόμ ήταν η διαφυγή και η αποδημία της Ελληνικής μειονότητας από την Κωνσταντινούπολη που κάποτε αριθμούσε περίπου 100.000 και στην συνέχεια μειώθηκε σε μερικές χιλιάδες[7]. Οι εκτενείς καταστροφές των Ελληνικών ιδιοκτησιών, των επιχειρήσεων και των εκκλησιών είναι αποδεικτικά στοιχεία της πρόθεσης των Τουρκικών αρχών να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης για να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, απαλείφοντας κατά συνέπεια την Ελληνική μειονότητα υπό την Τουρκική διοίκηση. Η πρακτική αυτή εμπίπτει στο νομικό πλαίσιο του εγκλήματος «εθνοκάθαρσης». Το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY ) έχει ερμηνεύσει πρόσφατα τη Συνθήκη Γενοκτονίας με ευρύτητα και έχει επεκτείνει τις περιπτώσεις των παραβάσεων που μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία του εγκλήματος Γενοκτονίας. Σε δύο από τις αποφάσεις του το ICTY έχει καθορίσει ότι η «εθνοκάθαρση» μπορεί να αναγνωριστεί ως Γενοκτονία [8].
Η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη Γενοκτονίας του 1948 από το 1950. Αν και η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη του 1968 σχετικά με το απαράγραπτο των εγκλήματα πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, το σύγχρονο διεθνές δίκαιο επιβάλλει την αρχή του απαράγραπτου για εγκλήματα γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Συνεπώς, η υποχρέωση να τιμωρηθεί ο ένοχος και η ευθύνη της Τουρκίας να κάνει να επανορθώσει τα θύματα και τους επιζώντες για τα γεγονότα του της 6ης έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955 δεν έχουν παραγραφεί με το χρόνο.
Το Πογκρόμ της Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να θεωρηθεί ως σοβαρό έγκλημα βάσει της τουρκικής εσωτερικής νομοθεσίας και του διεθνούς δικαίου. Εντούτοις, τα Σεπτεμβριανά πρέπει να ιδωθούν στο ιστορικό τους πλαίσιο ενός θρησκευτικά-οδηγημένου προγράμματος γενοκτονίας που διήλθε διαμέσου πολλών πογκρόμ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της εξόντωσης των Ελληνικών κοινοτήτων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και των φρικαλεοτήτων ενάντια στους Έλληνες της Σμύρνης τον Σεπτεμβρίου 1922. Υπό την ευρύτερη αυτή εικόνα [9] γίνεται αντιληπτός ο χαρακτήρας Γενοκτονίας του Πογκρόμ της Κωνσταντινουπόλεως. Εντούτοις είναι αναγκαίο να τονιστεί, ότι ενώ ο χαρακτηρισμός των Σεπτεμβριανών ως μορφή γενοκτονίας τους δίνει μεγαλύτερο συναισθηματικό αντίκτυπο, οι νομικές συνέπειες του πογκρόμ της Κωνσταντινουπόλεως είναι ουσιαστικά οι ίδιες, όπως και αν χαρακτηρισθεί, δηλαδή ως Γενοκτονία ή ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Ιστορική επισκόπηση
Πριν από το Πογκρόμ στις 6 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955, η Τουρκική κυβέρνηση είχε συμμετάσχει στη συστηματική ενθάρρυνση της κοινής γνώμης ενάντια στην Ελληνική μειονότητα, εν μέρει σχετικά με την τότε τρέχουσα διαφωνία για την Κύπρο [10]. Ένα κίνημα σπουδαστών που αυτοκαλούνταν «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ήταν ιδιαίτερα ενεργή στην ανθελληνική προπαγάνδα. Στις 28 Αυγούστου 1955 η μεγαλύτερη ημερήσια εφημερίδα Hürriyet απειλούσε ότι «εάν οι Έλληνες τολμήσουν να αγγίξουν τους αδελφούς μας στην Κύπρο, υπάρχει αφθονία Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη για να εκδικηθούμε»[11]. Στις 12:10 το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 μια έκρηξη συνέβη στο προαύλιο του Τουρκικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, σένα κτήριο δίπλα στο σπίτι όπου είχε γεννηθεί ο Kemal. Ο τύπος στην Κωνσταντινούπολη αμέσως κατηγόρησε τους Έλληνες και δημοσίευσε φωτογραφίες που έδειχναν ότι το σπίτι του Kemal έχει υποστεί εκτενείς ζημίες[12]. Στη δίκη της Πλάτης του 1960-61 κατά του πρωθυπουργού Adnan Menderes και του Υπουργό Εξωτερικών Fatin Zorlu έγινε γνωστό ότι η έκρηξη είχε πραγματοποιηθεί από Τούρκους πράκτορες υπό τις διαταγές της τότε Τουρκικής κυβέρνησης[13]. Με έναρξη την ώρα 17:00 αργά το απόγευμα[14], Τούρκοι άτακτοι κατάστρεψαν τις Ελληνικές, Αρμενικές και Εβραϊκές περιοχές της Κωνσταντινούπολης, δολοφόνησαν κατ’ εκτίμηση 37 Έλληνες, και κατέστρεψαν και λεηλάτησαν εκκλησίες[15], χώρους λατρείας, σπίτια και επιχειρήσεις των μειονοτήτων. Το πογκρόμ δεν υπήρξε αυθόρμητο, αλλά οργανώθηκε κεντρικά, πολλοί από τους καταστροφείς στρατολογήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη αλλά και τις επαρχίες από τις αρχές του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος (Demokrat Parti) και που μεταφέρθηκαν μέσα στην Κωνσταντινούπολη με τρένα, φορτηγά και περίπου 4.000 ταξί με καθοδήγηση τι να καταστρέψουν και τι όχι[16]. Στους καταστροφείς είχαν χορηγηθεί αξίνες, λοστοί, φανοί ασετυλίνης, βενζίνη, δυναμίτης και μεγάλες ποσότητες λίθινων πλακών. Όπως είναι φυσικό, οι ταραχές εξελίχθηκαν εκτός ελέγχου, ενώ οι καταστροφείς φώναζαν «Evvela Malınıza, Sonra Canınıza» («πρώτα στην ιδιοκτησία σας, κατόπιν στη ζωή σας»)[17] . Η τουρκική χωροφυλακή και η αστυνομία που συντόνισαν το πογκρόμ απείχαν από την προστασία των ζωών και των ιδιοτήτων των Ελληνικών θυμάτων[18]. Οι ενέργειες τους ήταν αντί να διασώσουν την τουρκική ιδιοκτησία και να την προστατέψουν ήταν να την καταστρέψουν επίσης.
Η καλύτερη περιγραφή των γεγονότων δίνεται στο βιβλίο του καθηγητή Σπύρου Βρυώνη στην αγγλική γλώσσα που έχει εκδοθεί το 2005 με τον τίτλο «Ο Μηχανισμός της Καταστροφής» (έχει μεταφρασθεί και στην ελληνική γλώσσα) που στηρίζεται σε μεγάλη κλίμακα σε Τουρκικές πηγές, συμπεριλαμβανομένων των δικών της Πλάτης (Yassıada), και επί της ουσιαστικής έκθεσης του Helsınkı Watch [19] του 1992 σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρώπινων και αστικών δικαιωμάτων των Ελλήνων της Τουρκίας. Δεν υπάρχει ακόμα καμία επίσημη Τουρκική κυβερνητική ή αστυνομική έκθεση σχετικά με τη βιαιότητες της 6ης έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955.
Εκτός από τους θανάτους, υπήρξαν χιλιάδες τραυματισμοί, περίπου 200 βιασμοί Ελληνίδων[20], και υπάρχουν αναφορές βιασμού ελλήνων αγοριών[21]. Πολλοί Έλληνες άντρες, συμπεριλαμβανόμενου τουλάχιστο ενός ιερέα, υποβλήθηκαν σε βίαια περιτομή. Οι ταραχές συνοδεύθηκαν από την τεράστια υλική ζημία[22], που υπολογίστηκε από τις Ελληνικές αρχές σε 500 εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ της εποχής, συμπεριλαμβανομένου της πυρπόλησης των εκκλησιών, την καταστροφή των καταστημάτων[23] και ιδιωτικών οικιών[24].
Μετά από την πτώση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Adnan Menderes το 1960, αυτός και άλλοι διοργανωτές του Πογκρόμ οδηγήθηκαν σε δίκη και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Η δίκη της νήσου Πλάτης (Yassiada) του 1960-61 παρέχει άφθονα στοιχεία ως προς τη «πρόθεση» για την τρομοκράτηση και καταστροφή της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Οι Menderes, Zorlu και ο Υπουργός Οικονομικών Hasan Polatkan, απαγχονίσθηκαν[25].
Κανόνες
Βάσει του παραδοσιακού διεθνούς δικαίου, οι σφαγές όπως συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτεμβρίου του 1955 συνιστούν διεθνή εγκλήματα. Υπάρχουν πολλοί κανόνες του διεθνούς δικαίου, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου ανθρώπινων δικαιωμάτων που είναι σχετικοί στην εξέταση του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης. Κάτω από αυτούς τους κανόνες το Πογκρόμ, μεμονωμένα, συνεπάγεται μια πολλαπλότητα των παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου. Όμως εξεταζόμενο στο ιστορικό του πλαίσιο, το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης προκύπτει ως ένα τμήμα ενός προγράμματος Γενοκτονίας που στοχεύει στην καταστροφή της Ελληνικής παρουσίας σε όλα τα εδάφη υπό Τουρκική διοίκηση.
Οι σφαγές που εκτελέστηκαν από τις Οθωμανικές αρχές ενάντια στους Αρμένιους κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ονομάστηκαν από τις Βρετανικές, Γαλλικές και Ρωσικές κυβερνήσεις ως «εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα και τον πολιτισμό» από το 1915[26]. Στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι νικηφόροι Σύμμαχοι συμφώνησαν ότι οι αγριότητες που πραγματοποιήθηκαν κατά των χριστιανικών μειονοτήτων υπό την Οθωμανική διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων των Αρμενίων, Ελλήνων του Πόντου, Μικράς Ασίας, Ανατολικής Θράκης, και των Ασσυρίων πρέπει να ερευνηθούν και να τιμωρηθούν, και ότι οι υλικές ζημίες πρέπει να αποζημιωθούν. Σχετική διατύπωση είναι το άρθρο 230 της Συνθήκης των Σεβρών[27], που όριζε την υποχρέωση τιμωρίας και το άρθρο 144, όριζε την υποχρέωση να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση και να χορηγηθούν αποζημιώσεις[28].
Αν και το Οθωμανικό Κράτος υπέγραψε την Συνθήκη των Σεβρών, η επίσημη επικύρωση δεν έγινε ποτέ, και οι Σύμμαχοι δεν εξασφάλισαν την εφαρμογή της[29]. Αυτή η αποτυχία αποδόθηκε στην αυξανόμενη διεθνή πολιτική αταξία μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άνοδο της Σοβιετικής Ρωσίας, την απόσυρση της Βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας από την Τουρκία[30], την πολιτική απομόνωσης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής[31], την εξασθένηση της Οθωμανικής Κυβέρνησης και την άνοδο του Κεμαλισμού στην Τουρκία Εντούτοις, η εγκληματικότητα των σφαγών ενάντια στους Αρμενίους, Έλληνες και Ασσύριους έχει αναγνωριστεί από την διεθνή κοινότητα, αν και υπήρξε ατιμωρησία.
Ο όρος «γενοκτονία» προτάθηκε από το Πολωνό δικηγόρο Raphael Lemkin το 1944 σχετικά με την Ναζιστική δολοφονία των Εβραίων. Η συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945 καθόρισε την διαδικασία προσαγωγής για τις δίκες της Νυρεμβέργης, συμπεριλαμβανομένης της παράβασης «των εγκλημάτων ενάντια στην ανθρωπότητα» σύμφωνα με το άρθρο 6c) του Καταστατικού αυτού.
Η Συνθήκη γενοκτονίας του 1948 δεν δημιούργησε το έγκλημα «της γενοκτονίας», αλλά τυποποίησε και κωδικοποίησε τη διεθνή απαγόρευση των σφαγών. Το άρθρο 1 της Συνθήκης ορίζει ότι «η γενοκτονία που εκτελείτε εν καιρώ ειρήνης ή εν καιρώ πολέμου, είναι ένα έγκλημα βάσει του διεθνούς δικαίου». Το άρθρο 2 ορίζει ότι «γενοκτονία σημαίνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις που διαπράττονται με την πρόθεση την καταστροφή, στο σύνολο ή εν μέρη, μια εθνική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα, όπως:
(α) δολοφονία μελών της ομάδας
(β) πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης στα μέλη της ομάδας
(γ) σκόπιμα επιβολή σε συνθήκες ζωής της ομάδας με σκοπό να επιφέρουν τη φυσική της καταστροφή της σε σύνολο ή εν μέρει…
Η Τουρκία αποδέχτηκε την Συνθήκη στις 31 Ιουλίου 1950, περισσότερο από πέντε χρόνια πριν από τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955.
Ενέχει κρίσιμη σπουδαιότητα εδώ ο διεθνής κανόνας του απαράγραπτου, που αντανακλάται στο άρθρο Ι της Συνθήκης Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη Μη-Δυνατότητα Εφαρμογής των Νομικών Περιορισμών σε Εγκλήματα Πολέμου και τα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας[32], σύμφωνα με την οποία η χρονική περίοδος δεν εξαφανίζει την υποχρέωση για ποινική δίωξη σε περιπτώσεις γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Συνεπεία αυτής της ίδιας αρχής, η διέλευση χρονικής περιόδου δεν εξαφανίζει την προσαγωγή στη δικαιοσύνη των αξιώσεων για αποκατάσταση. Επιπλέον, υπάρχει μια υποχρέωση erga omnes [33] της μη αναγνώρισης των υλικών συνεπειών γενοκτονιών και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Το Διεθνές Δίκαιο έχει συνεχίσει την κανονιστική ανάπτυξή του σε αυτήν την κατεύθυνση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι, αν και το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων για την πρώην Γιουγκοσλαβία δεν έχει καμία αρμοδιότητα σχετικά με το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, επεκτείνει την κατανόησή μας της έννοιας της γενοκτονίας και της ποινικοποίησής του. Κατά συνέπεια, το άρθρο 4 του καταστατικού του 1993 του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων για την πρώην Γιουγκοσλαβία καθορίζει το έγκλημα της γενοκτονίας, και το άρθρου 5 (g) συμπεριλαμβάνει τους βιασμούς ως «έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα».
Ομοίως, το άρθρο 6 του Καταστατικού του 1998 της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) καθορίζει τη γενοκτονία σε επίπεδο της Συνθήκης Γενοκτονίας, το άρθρο 7 καθορίζει «τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» με περισσότερη σαφήνεια από εκείνους στο καταστατικό της Νυρεμβέργης. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 11 του καταστατικού, το ICC δεν θα έχει καμιά δυνατότητα ratione temporis για να εξετάσει τα γεγονότα που εμφανίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Καταστατικού.
Στην περιοχή του «ήπιου δικαίου», είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι το 1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε το ψήφισμα 47/121 ορίζοντας ότι η Γιουγκοσλαβική πολιτική της «εθνοκάθαρσης» ήταν μια «μορφή γενοκτονίας.»[35].
Το 1995 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε το ψήφισμα 50/192 που εξετάζει τη συστηματική πρακτική του βιασμού στα πλαίσια της «εθνοκάθαρσης» και επιβεβαίωσε «ότι οι βιασμοί κατά την ροή ένοπλων συγκρούσεων αποτελεί έγκλημα πολέμου και ότι υπό ορισμένες συνθήκες αποτελεί ένα έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα και μια πράξη γενοκτονίας όπως καθορίζεται στη Συνθήκη σχετικά με την πρόληψη και την τιμωρία του εγκλήματος της γενοκτονίας»[36].
Στον τομέα του διεθνούς δικαίου των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Τουρκία προσχώρησε στη Διεθνή Σύμβαση για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα στις 15 Σεπτεμβρίου 2003. Το άρθρο 6 προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή, το άρθρο 20 απαγορεύει την ενθάρρυνση σε φυλετικό μίσος και την ενθάρρυνση σε βία, το άρθρο 26 απαγορεύει τη διάκριση, και το άρθρο 27 εγγυάται τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Σε περιφερειακό επίπεδο διεθνούς δικαίου η Τουρκία υπέγραψε την 4 Νοεμβρίου 1950 την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Βασικών Ελευθεριών και την οποία επικύρωσε την 18 Μαΐου 1954. Η Τουρκία επίσης επικύρωσε το Πρωτόκολλο Ι στις 22 Ιουνίου 1953. Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή, και το πρωτόκολλό του Ι προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Το Πογκρόμ του 1955 πρέπει επίσης να εξεταστεί και από την προοπτική του Διεθνούς Δικαίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
Νομολογία
Σημειώνοντας ότι ο νόμος δεν είναι μαθηματικά, οι δικαστές πρέπει να καθορίσουν πώς οι κανόνες ισχύουν για ένα ιδιαίτερο σύνολο γεγονότων. Ενώ ένας δικαστής μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένα Πογκρόμ αποτελεί γενοκτονία, άλλος μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην συγκριμένη περίπτωση δεν υπερβαίνει το όριο για να χαρακτηριστεί ως τέτοιο. Δεδομένου όμως ότι ένα Πογκρόμ συμπεριλαμβάνει πολλαπλές παραβιάσεις γενικών αρχών του νόμου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η υποχρέωση να τιμωρηθεί ο ένοχος και να παρασχεθεί η επανόρθωση στα θύματα είναι ουσιαστικά η ίδια.
Η δικαστική απόφαση της Νυρεμβέργης του 1946 καταδίκασε τους Ναζί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας[37]. Οι σφαγές ενάντια τους ίδιους υπηκόους ενός κράτους και τους μόνιμους κατοίκους του, όπως τα θύματα του Kristallnacht (Νύχτα των Σπασμένων Γυαλιών) της 9 -10ης Νοεμβρίου 1938 κρίθηκαν ότι επίσης αποτελούν ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» [38].
Το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY ) έχει εφαρμόσει την έννοια «της γενοκτονίας» στις μεμονωμένες σφαγές και έχει θεσπίσει στην δικαστική απόφαση ενάντια στον στρατηγό Radislav Krstic [39] ότι η σφαγή της Srebrenica συνιστά γενοκτονία. Εντούτοις, όχι κάθε μεμονωμένη ή πολιτική αρχή που συνδέεται με τη σφαγή Srebrenica έχει κατηγορηθεί με ή έχει καταδικαστεί για γενοκτονία. Το ICTY επίσης έχει υποστηρίξει ότι ο βιασμός μπορεί σε ορισμένες περιστάσεις να αποτελέσει έγκλημα της γενοκτονίας[40], και στην κρίση του 2001 του ενάντια σε Kunarac, Kovac και Vucovic, το ICTY επίσης διαπίστωσε ότι ο βιασμός αποτελεί ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας»[41].
Δίκες βάσει του Τουρκικού νόμου: Οι κύριοι αρχιτέκτονες των Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και τιμωρήθηκαν το 1961. Ο πρώην πρωθυπουργός Menderes και συνολικά 592 άτομα κατηγορήθηκαν στις δίκες της Πλάτης (Yassiada) το 1960-61. Τα κείμενα τεκμηρίωσης και οι καταθέσεις στη δίκη αυτή αποτελούν ικανοποιητικές πηγές για την διαπίστωση της «πρόθεσης» της κυβέρνησης Menderes «να καταστρέψει εν συνόλω ή εν μέρει» την Ελληνική Μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη[42].
Η θεωρία της Κρατικής Ευθύνης για παράνομες Πράξεις
Μια γενική αρχή του Διεθνούς Δικαίου ορίζει ότι ένα κράτος είναι αρμόδιο για τις ζημίες που προκαλούνται από τις παράνομες πράξεις του ίδιου κράτους και πρέπει να παρέχει επανόρθωση για κάθε παραβίαση[43]. Το Μόνιμο Δικαστήριο της Διεθνούς Δικαιοσύνης διατύπωσε αυτήν την αρχή στην υπόθεση εργοστασίων του Chorzow ως εξής: «αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου, και ακόμα και ένα γενικό θεμέλιο του δικαίου, ότι οποιαδήποτε παραβίαση μιας διεθνούς υποχρέωσης συνεπάγεται την υποχρέωση επανόρθωσης»[44].
Πρέπει να τονιστεί ότι η παραβίαση στην εν λόγω περίπτωση δεν αποτελεί απλή παραβίαση του διεθνούς δικαίου που συνεπάγεται τη διεθνή ευθύνη, αλλά συνίσταται σε σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως συνέπεια, όπως έχει ορίσει το Διεθνές Δικαστήριο, την έγερση της διεθνούς ευθύνης του κράτους erga omnes – δηλαδή προς τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της.
Κατά συνέπεια, το διεθνές έγκλημα της γενοκτονίας επιβάλλει τις υποχρεώσεις όχι μόνο στο κράτος που διέπραξε τη γενοκτονία, αλλά και σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα: (α) να μην αναγνωρίσει ως νόμιμη μια κατάσταση που δημιουργείται από ένα διεθνές έγκλημα, (β) να μην βοηθήσει τον υπεύθυνο για τη διάπραξη ενός διεθνούς εγκλήματος να διατηρήσει την παράνομη κατάσταση, και (γ) να βοηθήσει άλλα κράτη στην εφαρμογή των προαναφερθεισών υποχρεώσεων[45]. Υπό μια πολύ πραγματική έννοια, η νομική επίπτωση της φύσης erga omnes του εγκλήματος της γενοκτονίας έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία πέρα από την αναδρομικότητα της Συνθήκης Γενοκτονίας. Επιβάλλει μια καταφατική υποχρέωση στη διεθνή κοινότητα να μην αναγνωρίσει μια παράνομη κατάσταση ως αποτέλεσμα μιας γενοκτονίας. Οι μηχανισμοί της διεθνούς μεσολάβησης και της συνδιαλλαγής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επανόρθωση της ζημίας.
Το Απαράγραπτο της Γενοκτονίας και των Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας
Όταν τα Ηνωμένα Έθνη συνέταξαν την Συνθήκη για το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας (που υιοθετήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1968, και τέθηκε σε ισχύ 11 Νοεμβρίου 1970), σαφώς και σκόπιμα καθιερώθηκε η αναδρομική της εφαρμογή. Στο άρθρο 1 ορίζει ότι «κανένας νομικός περιορισμός δεν θα ισχύσει για τα ακόλουθα εγκλήματα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία των της διάπραξης … εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, είτε που εκτελέστηκαν κατά την διάρκεια πολέμου είτε σε καιρό της ειρήνης όπως καθορίζονται στο χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, της Νυρεμβέργης, της 8ης Αυγούστου 1945… και το έγκλημα της γενοκτονίας όπως καθορίζεται στη Συνθήκη του 1948… . » (η έμφαση έχει προστεθεί)
Η αρχή του nullum crımen sıne lege, nulla poena sıne lege praevıa (κανένα έγκλημα χωρίς νόμο, καμία ποινική ρήτρα χωρίς προηγούμενο νόμο), που καθιερώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα ορίζεται στην παράγραφο 2 ως εξής: «Τίποτα σε αυτό το άρθρο δεν εμποδίζει τη δίκη και την τιμωρία οποιουδήποτε προσώπου για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που, στον χρόνο όταν διαπράχθηκε, ήταν εγκληματικές σύμφωνα με τις γενικές αρχές του νόμου που αναγνωρίστηκαν από την κοινότητα των εθνών.»
Αν και η Τουρκία δεν είναι κρατικό συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη σχετικά με τα απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, το διεθνές δίκαιο είναι σαφές στο θέμα: ότι δεν υπάρχει καμία παραγραφή στη δίωξη του εγκλήματος της γενοκτονίας, ανεξάρτητα από πότε συνέβη η γενοκτονία, και η υποχρέωση το υπεύθυνο κράτος το να προβεί στην αποκατάσταση ή να καταβάλει αποζημιώσεις για υλικά αγαθά που έχουν αποκτηθεί με πράξεις γενοκτονίας δεν παραγράφεται με το χρόνο.
Στην δικαστική απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 που αφορά την υπόθεση του Klaus Barbie, το Γαλλικό Cour de Cassation απέρριψε τις αντιρρήσεις της υπεράσπισης και δήλωσε ότι η απαγόρευση στους νομικούς περιορισμούς για τα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα είναι τώρα μέρος του παραδοσιακού διεθνούς δικαίου[46]. Η Γαλλία θέσπισε επίσης έναν νόμο στις 26 Δεκεμβρίου 1964 σύμφωνα με τον οποίο τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας θεωρούνται ως απαράγραπτα (imprescriptibles) από τη φύση τους[47].
Ομοίως, το Δια-Αμερικανικό Δικαστήριο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έχει κρίνει ότι «οι διατάξεις για τη παραγραφή …. είναι απαράδεκτες» όταν «αποσκοπούν να αποτρέψουν την έρευνα και την τιμωρία των ατόμων για σοβαρές παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως τα βασανιστήρια, η εξωδικαστική, συνοπτική ή αυθαίρετη εκτέλεση και η βίαια εξαφάνιση,» δεδομένου ότι «παραβιάζουν δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο ανθρώπινων δικαιωμάτων ως μη επιδεκτικά εξαιρέσεων ή περιορισμών (απόλυτα).»[48].
Το απαράγραπτο του δικαιώματος στην αποκατάσταση και την αποζημίωση σε περιπτώσεις γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας
Λόγω του συνεχούς χαρακτήρα του εγκλήματος της γενοκτονίας σε πραγματικούς και νομικούς όρους, η αποκατάσταση δεν αποκλείεται από τη διέλευση χρόνου[49]. Κατά συνέπεια οι επιζώντες του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, όπως και οι επιζώντες των σφαγών ενάντια στους Έλληνες του Πόντου και της Σμύρνης διαθέτουν υπόσταση, και χωριστά και συλλογικά, να ζητήσουν αξιώσεις για αποκατάσταση. Η ίδια περίπτωση υπήρξε επίσης με τους Εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, οι οποίοι έχουν απαιτήσει επιτυχώς την αποκατάσταση ενάντια σε πολλά κράτη στα οποία οι ιδιοκτησίες τους είχαν καταστραφεί ή δημευθεί[50]. Σε όσες περιπτώσεις είναι δυνατή η restitutio in integrum (επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση) πρέπει αυτή να χορηγηθεί, ώστε να επανέλθει η κατάσταση που υπήρξε προτού να συμβεί η παραβίαση. Αλλά όπου το restitutio in integrum δεν είναι δυνατό, η αποζημίωση μπορεί να θεωρηθεί ως επανόρθωση.
Η αποκατάσταση παραμένει μια συνεχιζόμενη κρατική ευθύνη επίσης λόγω τρεχουσών υποχρεώσεων της Τουρκίας σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων βάσει της Συνθήκης Διεθνούς Δικαίου, ιδιαίτερα το corpus του διεθνούς δικαίου ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Οι αρχές και οι οδηγίες των Ηνωμένων Εθνών για το Δικαίωμα στην Επανόρθωση για τα Θύματα των σοβαρών Παραβιάσεων των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου παρέχουν εν μέρει:
«Η επανόρθωση μπορεί να απαιτηθεί χωριστά και όπου απαιτείται συλλογικά, από τα άμεσα θύματα των παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, την άμεση οικογένεια, τους συγγενείς ή άλλα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που συνδέονται στενά με τα ίδια θύματα.»
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η Αρχή 9:
«Τα καταστατικά των περιορισμών δεν θα ισχύσουν για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων καμία αποτελεσματική θεραπεία δεν υπάρχει για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Οι αστικές αξιώσεις σχετικά με τις επιδιορθώσεις για τις ακαθάριστες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο δεν υπόκεινται στα καταστατικά των περιορισμών.»
και αρχή 12:
«Η αποκατάσταση θα παρασχεθεί για να επαναφέρει την κατάσταση που υπήρξε πριν από τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η αποκατάσταση απαιτεί, μεταξύ άλλων,… την επιστροφή στην κατοικία κάποιου και την αποκατάσταση… της ιδιοκτησίας.»[51]
Το μέλος υποεπιτροπής των Η.Ε ο κ. Louis Joinet παρουσίασε δύο εκθέσεις που περιέχουν τη συγκρίσιμη γλώσσα:
«Οποιαδήποτε παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δίνει αφορμή για ένα δικαίωμα στην επιδιόρθωση εκ μέρους του θύματος ή των δικαιούχων του, που υπονοεί ένα καθήκον εκ μέρους του κράτους να κάνει την επιδιόρθωση και τη δυνατότητα την επανόρθωση από το δράστη»[52]
Αν και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που θεσμοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2002, δεν έχει την αρμοδιότητα για να εξετάσει την περίπτωση γενοκτονίας που έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του Καταστατικού της Ρώμης, επιβεβαιώνει τη διεθνή υποχρέωση νόμου της παροχής της επιδιόρθωσης στα θύματα. Το άρθρο 75, παράγραφος 1, του Καταστατικού ορίζει ότι «το δικαστήριο θα καθιερώσει τις αρχές σχετικά με τις επανορθώσεις», τις οποίες ορίζει ως η αποκατάσταση, η αποζημίωση και η επιδιόρθωση.
Αυτή η υποχρέωση ότι πρέπει γίνουν επανορθώσεις αποτελεί υποχρέωση στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου επιβεβαιώνεται από το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε 60/1§47 της 16ης Δεκεμβρίου 2005, που στο Παράρτημα της με τίτλο «Βασικές Αρχές και Οδηγίες για το Δικαίωμα και Θεραπεία στην Επιδιόρθωση για τα Θύματα των σοβαρών Παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.» Συνέπεια του άρθρου 11 αυτών των Αρχών, οι μορφές επανόρθωσης για τις σοβαρές παραβιάσεις των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων περιλαμβάνουν το δικαίωμα του θύματος «(α) στην ίση και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη (β) επαρκής, αποτελεσματική και γρήγορη επιδιόρθωση για τη ζημιά που υφίσταται (γ) πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες σχετικά με τις παραβιάσεις και τους μηχανισμούς επιδιόρθωσης». Συνέπεια με το άρθρο 6: «… τα καταστατικά των περιορισμών δικαίου δεν θα ισχύσουν για τις μείζονες παραβιάσεις του διεθνούς των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τις σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που αποτελούν τα εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου.»[53].
Στα πλαίσια της επανόρθωσης για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δύο άλλες γενικές αρχές είναι σχετικές ex injuria non oritur jus (από ένα λανθασμένο κανένα δικαίωμα δεν προκύπτει), ότι σε κανένα Κράτος δεν επιτρέπεται να ωφεληθεί από τις παραβιάσεις νόμου, και την αρχή του «άδικου πλουτισμού»[54]. Είναι μια γενική αρχή του δικαίου ότι ο εγκληματίας δεν μπορεί να κρατήσει τους καρπούς του εγκλήματος[55].
Στην άρνηση της δυνατότητας εφαρμογής των καταστατικών του περιορισμού στις αξιώσεις αποκατάστασης από τους επιζώντες του ολοκαυτώματος, ο καθηγητής Irwin Cotler υποστηρίζει:
«Το παράδειγμα δεν είναι εδώ αυτό της αποκατάστασης σε μια εσωτερική αστική δράση που περιλαμβάνει τις αρχές του αστικού και δικαίου ιδιοκτησίας, ή αποκατάσταση σε ένα διεθνές πλαίσιο που περιλαμβάνει κρατική αρμοδιότητα για θέματα σφετερισμού της ιδιοκτησίας των αλλοδαπών μάλλον, το παράδειγμα – εάν μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο παράδειγμα σε ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα – είναι αυτό της αποκατάστασης για τα εγκλήματα της Νυρεμβέργης, η οποία είναι κάτι εντυπωσιακά διαφορετικό στο προηγούμενο και τις αρχές.
… Τα εγκλήματα της Νυρεμβέργης είναι imprescribable –απαράγραπτα [56] , το δίκαιο της Νυρεμβέργης – ή διεθνείς κανόνες που σχετίζονται με τις αρχές της Νυρεμβέργης – δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της παραγραφής, όπως προβλέπονται στη Συνθήκη για το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας»[57]
Η αρχή της μη-αναγνώρισης
Ο Hersch Lauterpacht επισημαίνει ότι η αρχή της μη-αναγνώρισης είναι βασισμένη στην αρχή του ex injuria non oritur jus: «Αυτή η κατασκευή της μη-αναγνώρισης είναι βασισμένη στην άποψη ότι οι πράξεις αντίθετα προς το διεθνές δίκαιο είναι άκυρες και δεν μπορούν να γίνουν μια πηγή νόμιμων δικαιωμάτων για τον παράνομο». Η άποψη αυτή εφαρμόζει στο διεθνές δίκαιο μια «των γενικών αρχών του δικαίου αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη». Η αρχή ex injuria jus non oritur είναι ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της νομολογίας. Μια παρανομία δεν μπορεί, καταρχήν, να γίνει μια πηγή νόμιμου δικαιώματος στον παράνομο.»[58] .
Ομοίως, το ψήφισμα «Φιλικών Σχέσεων» της Γενικής Συνέλευσης ορίζει ότι: «Καμία εδαφική απόκτηση ως αποτέλεσμα της απειλής ή η χρήση της δύναμης δεν θα αναγνωριστεί ως νόμιμη.»[59]. Σε περιπτώσεις «εθνοκάθαρσης », τα δικαιώματα ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας έχουν επηρεαστεί, και κάθε Κράτος είναι υποχρεωμένο να απόσχει από την αναγνώριση των συνεπειών του εγκλήματος. Δείτε, για παράδειγμα, το άρθρο 10 της Διακήρυξης της Υποεπιτροπής Ηνωμένων Εθνών στην Προώθηση και την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων σχετικά με την παρανομία των μεταφορών πληθυσμών, η οποία παρέχει εν μέρει: «Όπου οι πράξεις ή παραλείψεις που απαγορεύονται στην παρούσα Διακήρυξη διαπράττονται, η διεθνής κοινότητα συνολικά και τα μεμονωμένα κράτη, υπόκεινται στην υποχρέωση… να μην αναγνωρίσουν ως νόμιμη την κατάσταση που δημιουργείται από τέτοιες πράξεις…»
Στις 9 Ιουλίου 2004 το Διεθνές Δικαστήριο εξέδωσε μια γνωμοδότηση σχετικά με τη Νομιμότητα της Κατασκευής ενός τοίχου από το Ισραήλ, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα Κράτη είχαν μια υποχρέωση της μη-αναγνώρισης: «Λαμβάνοντας υπόψη το χαρακτήρα και τη σημασία των δικαιωμάτων και των σχετικών υποχρεώσεων, το δικαστήριο είναι της άποψης ότι όλα τα κράτη υποχρεούνται να μην αναγνωρίσουν την παράνομη κατάσταση η οποία προκύπτει από την κατασκευή του τοίχου στο Κατεχόμενο Παλαιστινιακό έδαφος, που περιλαμβάνει την περιοχή εντός και γύρω από την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Υποχρεούνται επίσης να μην δώσουν την ενίσχυση ή τη βοήθεια στη διατήρηση της κατάστασης που δημιουργείται από τέτοια κατασκευή»[61].
Η υπαγωγή του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης ενώπιον Διεθνούς Δικαστηρίου
Αν και η Τουρκία επικύρωσε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δεσμευόταν από τις διατάξεις της όταν έλαβε χώρα το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, η διαδικασία ατομικών προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης απαιτεί ότι οι αιτήσεις υποβάλλονται μέσα σε έξι μήνες μετά από την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Δεδομένου ότι τα γεγονότα εμφανίστηκαν 51 έτη πριν, το δικαστήριο θα απέρριπτε την αίτηση ως μη παραδεκτή ratione temporis σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
Οι διακρατικές προσφυγές, εντούτοις, μπορούν να υποβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης και οποιοσδήποτε Κράτος μέλος στη Συνθήκη θα μπορούσε να υποβάλει μια τέτοια διακρατική προσφυγή. Η διαδικασία φιλικού διακανονισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολική αποζημίωση στα θύματα και τους επιζώντες τους.
Η Τουρκία επικύρωσε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα το 2003 και επιπλέον υιοθέτησε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο (Π.Π) τον Νοεμβρίου 2006. Δυνάμει αυτού του Π.Π η Επιτροπή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων επομένως μπορεί να εξετάσει τις ατομικές προσφυγές κατά της Τουρκίας. Εντούτοις, η Τουρκία έχει εκφράσει μια επιφύλαξη στο Π.Π που περιορίζουν την αίτησή της στα γεγονότα και τα γεγονότα που εμφανίζονται πριν από την έναρξη ισχύος του Π.Π. για την Τουρκία, κατά συνέπεια αποκλείοντας μια εξέταση των παραβιάσεων του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 6) και τη σκληρή και ταπεινωτική μεταχείριση (άρθρο 7) που συνοδεύει το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης. Η Τουρκία επίσης δεν έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 41 ICCPR, το οποίο θα έδινε την Επιτροπή την αρμοδιότητα να εξετάζει διακρατικές καταγγελίες. Κατά συνέπεια, η μόνη οδός για επανόρθωση θα ήταν μέσω της εξέτασης των περιοδικών εκθέσεων της Τουρκίας των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 40 ICCPR. Αν και αυτή δεν είναι μια διαδικασία καταγγελιών, η Επιτροπή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων θα ελάμβανε γνώση της αποτυχίας του Κρατικού συμβαλλόμενου μέρους να δώσει την κατάλληλη αποκατάσταση και αποζημίωση στα θύματα του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου (International Court of Justice-ICJ), μόνο τα Κράτη μπορούν να είναι διάδικοι σε υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, τα άτομα ή οι ομάδες στερούνται του δικαιώματος να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο. Αν και το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ad hoc διαφορές που υποβάλλονται από τα Κράτη, δεν μπορεί να το κάνει εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν δέχεται την αρμοδιότητα του ICJ, και η προαιρετική δήλωσή με την οποία η Τουρκία αποδέχεται την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 36 (2) του Καταστατικού του, έχει λήξει.
Μια διαφορά σχετικά με τη Συνθήκη Γενοκτονίας του 1948, εντούτοις, θα μπορούσε να εισαχθεί παρά την απουσία μιας δήλωσης από την Τουρκία σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2 του καταστατικού. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, αυτό θα ήταν δυνατό, επειδή η Τουρκία είναι Κράτος συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη Γενοκτονίας, η οποία ορίζει στο άρθρο ΙΧ ότι «οι διαφορές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σχετικά με την ευθύνη ενός κράτους για τη γενοκτονία ή για οποιεσδήποτε άλλες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο ΙΙΙ, θα υποβληθούν στο Διεθνές Δικαστήριο μετά από αίτημα οιουδήποτε εκ των διαδίκων κρατών». Η Ελλάδα είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη γενοκτονίας από τις 8 Δεκεμβρίου 1954, δηλαδή πριν από το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης. Συνεπώς, θα ήταν δυνατό για την Ελλάδα (ή για οποιοδήποτε άλλο Κράτος που συμμετέχει στη Συνθήκη Γενοκτονίας) να υποστηρίξει ενώπιον του ICJ ότι το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε «γενοκτονία» κατά την έννοια της Συνθήκης, και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη για να εξασφαλίσει κατάλληλη αποζημίωση στα θύματα και τους επιζώντες τους.
Η Ελλάδα (ή οποιοσδήποτε κράτος μέλος της Συνθήκης Γενοκτονίας) θα μπορούσε επίσης να επικαλεστεί το άρθρο VIII της Συνθήκης Γενοκτονίας, η οποία ορίζει ότι οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει από τα αρμόδια όργανα των Ηνωμένων Εθνών να λάβει τα απαραίτητα μέτρα που θεωρούν κατάλληλα για τη «καταστολή» της γενοκτονίας. «Η καταστολή» πρέπει να σημάνει περισσότερο από ακριβώς την ανταποδοτική δικαιοσύνη. Προκειμένου να κατασταλεί το έγκλημα, είναι απαραίτητο να κατασταλούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι συνέπειές του. Αυτό συνεπάγεται, εκτός από την τιμωρία τον ένοχου, παροχή της αποκατάστασης και της αποζημίωσης στις επιζούσες γενεές.
Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να υπάρξει η Γενική Συνέλευση Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το άρθρο 96 του χάρτη των Ο.Η.Ε, να αναφέρει το θέμα στο ICJ για μια γνωμοδότηση, όπως έγινε στις περιπτώσεις των «εννόμων συνεπειών για τα κράτη της συνεχούς παρουσίας Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια (νοτιοδυτική Αφρική) παρά το ψήφισμα 276 του Συμβουλίου Ασφαλείας (1970)» (1970-1971), και των «εννόμων συνεπειών της κατασκευής τοίχους στο κατεχόμενο Παλαιστινιακό έδαφος» (2003-2004). Το ICJ θα μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 65 του καταστατικού ICJ, να εξετάσει την ερώτηση εάν λόγω της συστηματικής φύσης των ανθελληνικών μέτρων της Τουρκίας, αυτά συνιστούν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» ή «γενοκτονία», και θα μπορούσε έπειτα να καθορίσει το ύψος αποζημιώσεων και της αποκατάστασης που απαιτούνται.
Κατά γενική ομολογία, οι πτυχές ποινικού δικαίου της Συνθήκης Γενοκτονίας είναι μικρότερης σχετικότητας στα πλαίσια του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους κύριους δράστες των Σεπτεμβριανών δεν είναι πλέον ζωντανοί, ή είναι πάρα πολύ ηλικιωμένοι για να διωχθούν. Εντούτοις , οι ελληνικές ιδιοκτησίες που καταστράφηκαν και δεν αποζημιώθηκαν επαρκώς, επιτρέπουν να εγερθούν νόμιμες αξιώσεις ενάντια στο Τουρκικό Κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να επισημανθεί η αποκατάσταση πολλών εκκλησιών και μοναστηριών στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες συμπεριλαμβανομένης της Αρμενίας, αποκατάσταση που επηρεάστηκε στη δεκαετία του ’90 για τις κατασχέσεις που είχαν εμφανιστεί εβδομήντα έτη νωρίτερα, μετά από την Μπολσεβικική επανάσταση[62]. Με βάση αυτό το προηγούμενο, η αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε στις Ελληνικές εκκλησίες και μοναστήρια θα εμφανιζόταν όχι μόνο ηθικά επιβεβλημένη , αλλά και εφαρμοστέα στην πράξη.
Ένας προσδιορισμός του εγκλήματος της Γενοκτονίας από το Διεθνές Δικαστήριο θα διευκόλυνε την τακτοποίηση των αξιώσεων για την αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των πολιτιστικών και άλλων ιδιοτήτων που καταστρέφονται, όπως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και άλλα μνημεία της ιστορικής και πολιτιστικής σημασίας για τις Ελληνικές κοινότητες της Τουρκίας.
Συμπέρασμα
Το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης ήταν μια φάση στην Οθωμανική/Τουρκική πολιτική της εξαφάνισης της Ελληνικής παρουσίας από τις 3.000 χρονών πατρίδες τους τη Μικρά Ασία, Θράκη, Πόντο και Κωνσταντινούπολη. Εξετάζοντας το θέμα στα πλαίσια μιας πολλών αιώνων –μακροχρόνιας διαδικασίας διακρίσεων, σφαγών και εξόντωσης , μπορεί να ταξινομηθεί ως μορφή γενοκτονίας. Συγχρόνως, το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης εμπίπτει επίσης στον ορισμό των Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας στο Καταστατικό της Νυρεμβέργης και στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Επειδή αυτά τα εγκλήματα δεν υπόκεινται σε παραγραφή, η Τουρκία υπόκειται ακόμα σε σημαντικές διεθνείς νομικές υποχρεώσεις.
Η Τουρκία επιδιώκει να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είναι κοινότητα όχι μόνο εμπορικών συμφερόντων αλλά και ορισμένων θεμελιωδών ηθικών αξιών. Με την αναγνώριση της ευθύνης της για το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, για άλλες σφαγές, και για τη συνεχή πολιτική θρησκευτικής μη-επιείκειας[63], η Τουρκία θα ανελάμβανε τη δέσμευσή της για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην αλήθεια[64], πιο αξιόπιστα. Είναι ασυμβίβαστο με την δέσμευση για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν άτομα που οργάνωσαν το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης αποκατεστημένα και Σχολεία και Αερολιμένες να ονομάζονται με ονόματα τους. Αυτό θέτει μια σοβαρή πρόκληση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα[65]. Μια σύγχρονη, δημοκρατική Τουρκία, που δεσμεύεται από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές συμβόλαιο για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, πρέπει ακόμα να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα.
© Alfred de Zayas, J.D. (Χάρβαρντ), Dr.phil. (Göttingen)
Καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου, Σχολή Διπλωματίας της Γενεύης,
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Διεθνές Πανεπιστήμιο Schiller (Leysin),
Επισκέπτης Καθηγητής Νομικής (πρόγραμμα Masters, Universidad de Alcala de Henares (Μαδρίτη),
Πρώην Επισκέπτης Καθηγητής Νομικής, Institut Universitaire de Hautes Etudes Internationales (Genève), Πανεπιστημιακό Κολλέγιο DePaul Νομικής(Σικάγο), Πανεπιστήμιο Βρετανικής Κολούμπια (Βανκούβερ), Univesität Trier, Académie Internationale du Droit Constitutionnel(Τυνησία)
Πρώην Γραμματέας, Επιτροπή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Ο.Η.Ε, Προϊστάμενος του τμήματος αιτήσεων στο γραφείο του Ανώτατου Επιτρόπου του Ο.Η.Ε για τα Ανθρώπινα Αικαιώματα,
Συντάκτης«Νέμεσης στοPotsdam» (Routledge), «The German Expellees» (Macmillan),«Heimatrecht ist Menschenrecht» (Universitas),”Human Rights in the Administration of Criminal Justice» (μεCherif Bassiouni) (διεθνικό), κ.λπ.
Président, P.E.N. διεθνές, κέντροSuisse romand
Παραπομπές
1) «Πογκρόμ» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφερθούν οι αντι-εβραϊκές ταραχές στη Ρωσία, ιδιαίτερα το 1881-82, το 1903. και το 1905 στην Οδησσό, το Κίεβο και άλλες πόλεις και χωριά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Μια από τις πλέον κακόφημες σφαγές ήταν το πογκρόμ Kishinev της 6ης έως τις 7 Απριλίου 1903, στο οποίο 47 εβραϊκά άτομα έχασαν την ζωή τους και η βία του όχλου προκάλεσε μεγάλες ζημιές στις ιδιοκτησίες στο Chisinau, την πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας (σήμερα Δημοκρατία της Μολδαβίας). Παραλληλισμοί μπορούν να αναφερθούν με τα γεγονότα του της 6ης έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο αριθμός ελλήνων θυμάτων ήταν επίσης σχετικά χαμηλός και η συμμετοχή των ρωσικών (τουρκικών) αρχών κατά την προετοιμασία των ταραχών και την αποτυχία των ρωσικών (τουρκικών) αρχών να τους καταστείλουν προκύπτει το ίδιο ζήτημα της κρατικής ευθύνης. Και τα πογκρόμ ενάντια στον εβραϊκό πληθυσμό της Ρωσίας και οι σφαγές Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη οδήγησαν στη μαζική αποδημία του εβραϊκού πληθυσμού της Ρωσίας και του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Δείτε John Klier, «Πογκρόμ, προσοβιετική Ρωσία» στην εγκυκλοπαίδεια Dinah Shelton (ed.) της Γενοκτονίας και των Εγκλημάτων ενάντια στην Ανθρωπότητα, Macmillan Αναφορά, 2004, Τόμος ΙΙ, Σ. 812-815. Ένα άλλο παρόμοιο μεγέθους Πογκρόμ ήταν του Kielce στην Πολωνία στις 4 Ιουλίου 1946, όπου περίπου 41 εβραϊκοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος κατασφάχτηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών στο Kielce, Πολωνία.
2) Theodoros Karakostas, “Black September”,
www.greece.org:8080/opencms/opencms/HEC_Projects/Genocide/en/6_Archiv
3) Άρθρο 6 c) του Καταστατικού Δικών Νυρεμβέργης του 1945.
4) Rita Thalmann, “Kristallnacht” in Dinah Shelton, Encyclopedia of Genocide, vol. 2, pp. 626-628. Όχι λιγότερες από 257 συναγωγές και περίπου 7,500 shops καταστήματα καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές. Ο αριθμός των νεκρών Εβραίων είναι άγνωστος και εκτιμάται ότι είναι μεταξύ 36 και 91 όπως αναφέρεται συνήθως.
5) Συνθήκη για με την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, που εγκρίθηκε να προταθεί για υπογραφή και επικύρωση μετά από Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. 260 Α (iii) της 9ης Δεκεμβρίου 1948 με έναρξη ισχύος 12 Ιανουαρίου 1951,σύμφωνα με το άρθρο ΧΙΙΙ. 140 κράτη μέλη τον Ιανουάριο του 2006.
6) Speros Vryonis, «ο Μηχανισμός της Καταστροφής», Νέα Υόρκη, 2005, Παράρτημα Β, Κατάλογος των νεκρών στο Πογκρόμ, Σ. 58. Τριάντα θύματα αναγνωρίστηκαν, τρεις μη αναγνωρισμένοι νεκροί βρέθηκαν σε κατεστραμμένα καταστήματα, τρεις νεκροί βρέθηκαν σε έναν σάκο στο Besiktas. Ο Λεωνίδας Κουμάκης , «Το Θαύμα», Αθήνα, 1982, αναφέρει για τον θάνατο άνω των είκοσι ανθρώπων, Σ. 54-55. Ο Lois Whitman του Helsınkı Watch απαριθμεί δεκαπέντε θανάτους Ελλήνων της Τουρκίας, στη σελ. 50, o Γερουσιαστήw Homer Capehart και o δημοσιογράφοw Noel Barber αναφέρει δέκα έξι νεκρούς..
7) Helsinki Watch (Human Rights Watch) The Greeks of Turkey, New York, 1992, pp. 6-8, «Μετά από την ανταλλαγή πληθυσμών υπήρχαν από 100,000 μεχρι 110.000 Έλληνες στην Τουρκία, οι περισσότεροι από τους στην Κωνσταντινούπολη και έναν μικρότερο αριθμό στα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Σήμερα, η Ελληνική Κοινότητα δεν εμφανίζει αριθμό μεγαλύτερο από 2.500 – περίπου 2.000 στην Κωνσταντινούπολη και περίπου 480 στα δύο νησιά». Στην έκθεση της 11ης Αυγούστου 2000 προς την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε για «Εξάλειψη όλων των μορφών θρησκευτικής αδιαλλαξίας», ο ειδικός εισηγητής, Abdelfattah Amor, αναφέρει τις στατιστικές του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικά σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν μεταξύ 3.500 και 4.000 Ορθόδοξοι Ελλήνες στην Τουρκία. Έγγραφο των Η.Ε. A/55/280/Add.1,p.3.
8) Στις 2 Αυγούστου 2001, Στην Αίθουσα Δίκης Ι το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) αποφάσισε ότι τα γεγονότα στη Srebrenica του Ιουλίου 1995 αποτέλεσαν Γενοκτονία. Ο πραγματικός αριθμός ανθρώπων που φονεύθηκαν στη Srebrenica είναι, εντούτοις, άγνωστος. Από τους 7.000 αγνοούμενους μουσουλμάνους, 2.028 σωροί βρέθηκαν σε μαζικούς τάφους, ενώ το δικαστήριο διαπίστωσε ότι μερικοί από αυτούς είχαν πεθάνει σε συγκρούσεις.
9) Στην έκθεση της 11ης Αυγούστου 2000 προς την Γενική συνέλευση των Η.Ε για την «Εξάλειψη όλων των μορφών θρησκευτικής αδιαλλαξίας», ο ειδικός εισηγητής, Abdelfattah Amor υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα συμπεράσματά του κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Τουρκία από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 1999. Διετύπωσε τις εντυπώσεις του από τις διαβουλεύσεις με τις αρχές και με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τους ανεξάρτητους Τούρκους εμπειρογνώμονες. Αναφέρει την επικρατούσα αδιαλλαξία σε ιστορικό πλαίσιο: «Στις σχέσεις της με την Ευρώπη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα των Μη-Μουσουλμανικών Μειονοτήτων της στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών αξιώσεων ηγεμονίας, που εκφράστηκε συχνά κάτω από την πρόφαση της παροχής προστασίας για αυτές τις μειονότητες. Σε αυτές τις περιστάσεις η τουρκική κοινωνία αισθανόταν ότι εξασθενούσε, υπό απειλή και ως αποδιοπομπαίος τράγος στη μέση, σε αυτήν την περίπτωση οι Χριστιανοί… κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου… για τους Έλληνες στο Αιγαίο, το Κράτος, ενεργώντας με εθνικιστικές ιδέες, έδιωξε τις Ελληνικές Κοινότητες με την υποκίνηση νυχτερινών επιθέσεων στα χωριά, και κινητοποίησε την μουσουλμάνους θρησκευομένους ενάντια στους Χριστιανούς. Μετά από την καθιέρωση της Δημοκρατίας… το Κράτος ακολούθησε την ίδια εθνικιστική τάση, συμπεριλαμβανομένου του αντί-Χριστιανικής στάσης … ειδικά το 1932 με την νομοθεσία απαγόρευσης στους Έλληνες της άσκησης ορισμένων επαγγελμάτων (παραδείγματος χάριν, νόμος 2007), το 1942, τον Φόρο Ευμάρειας που στόχευσαν πρώτιστα σε μη-μουσουλμάνους, που ήταν οικονομικά ενεργοί, σε μια προσπάθεια τουρκοποίησης της οικονομίας με την επιβολή απαγορευτικών φόρων, εξαναγκασμό των μειονοτικών να πωλήσουν τις ιδιοκτησίες τους, το 1955,οι αντιχριστιανικές ταραχές ξέσπασαν, προφανώς συνδεμένες με το ζήτημα της Κύπρου (μια βόμβα τοποθετήθηκε από πράκτορα του Υπουργείου Εσωτερικών της Τουρκίας στο σπίτι Ataturk και αυτό χρησιμοποιήθηκε για να προκαλέσει τις επιθέσεις στους Χριστιανούς), το 1964 η Τουρκία κατήγγειλε την συμφωνία με την Ελλάδα ως συνέπεια του ζητήματος της Κύπρου και απαγόρευσε όλες τις εμπορικές συναλλαγές των Ελλήνων με ελληνικό διαβατήριο, αναγκάζοντας την αναχώρηση περίπου 40.000 Ελλήνων…» .Έγγραφο A/55/280/Add.1, παράγραφοι 62-63 του Ο.Η.Ε. Το 1992 ο Helsinki Watch σημειώνει «στις 11 Οκτωβρίου 1964, η τουρκική εφημερίδα, Cumhuriyet, ανέφερε ότι 30.000 Τούρκοι υπήκοοι ελληνικής καταγωγής είχαν φύγει μόνιμα, εκτός από τους Έλληνες που απελάθηκαν. Οι Έλληνες δεν είχαν άδεια να πωλήσουν τα σπίτια ή την ιδιοκτησία τους ή να αποσύρουν τα χρήματα τους από τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους». Helsinki Watch «οι Έλληνες στην Τουρκία» σελ. 9. Δείτε επίσης το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 6/3807/1964 για την κατάσχεση της ιδιοκτησίας και δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών που ανήκουν στους ελληνικούς πολίτες. Το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου 3706/1964 απαγόρευσε στους ελληνικούς πολίτες την απόκτηση ιδιοκτησίας στην Τουρκία.
10) Το ζήτημα της Κύπρου ήταν μια κατάλληλη πρόφαση για να υποκινήσει το λαό στη βία ενάντια στους Έλληνες. Οι οθωμανικές και τουρκικές κυβερνήσεις είχαν μια από παλιά καθιερωμένη πολιτική ενάντια στις ελληνικές μειονότητες, που φανερώθηκαν όχι μόνο στις ταραχές, αλλά και στους αντι-ελληνικούς νόμους (παρόμοιους των ναζιστικών νόμων της Νυρεμβέργης) που απέκλειαν τους Έλληνες από ορισμένα επαγγέλματα, τον έκτακτο Φόρο Ευμάρειας του 1942, τη στρατολόγηση Ελλήνων και Αρμενίων στα τάγματα εργασίας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, κ.λπ. Vryonis, op. cit., Σ. 32-48.
11) Alexis Alexandris, Greek Minority of Istanbul, Centre for Asia Minor Studies, Athens, 1992, p. 256.
12) Στις 6 Σεπτεμβρίου οι εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης έφεραν τίτλους όπως «Οι Έλληνες Τρομοκράτες Κατέστρεψαν το σπίτι γέννησης του Ataturk». Στις 7 Σεπτεμβρίου 1955 το τουρκικό κρατικό ραδιόφωνο έφερε μια ραδιοφωνική μετάδοση λέγοντας εν μέρει: «Η εγκληματική επίθεση που έγινε κατά του σπιτιού του αγαπητού μας Atatürk και του Προξενείου μας στη Θεσσαλονίκη, προκάλεσε μια επιπλέον βαθιά συγκίνηση μετά από μια περίοδο των μηνών της κοινής γνώμη λόγω των εξελίξεων με το θέμα της Κύπρου… προκάλεσε τις διαδηλώσεις από μεγάλου αριθμού μαζών που έχουν συνεχίστηκαν … στην Κωνσταντινούπολη μέχρι αργά χτες τη νύχτα.» Αναφορά από S. Vryonis, op cit. σελ. 118, 193.
13) Ο πράκτορας- προβοκάτορας της Θεσσαλονίκης, ο σπουδαστής Oktay Engin, αθωώθηκε στη δίκη της νήσου Πλάτης (Yassiada) , και έζησε για να καταλάβει υψηλές θέσεις στο τουρκικό κράτος μετά από το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης. Vryonis, op. cit., σελ. 530
14) Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές οι ταραχές άρχισαν στα διάφορα μέρη της Κωνσταντινούπολης και στη Σμύρνη μεταξύ 4 και 8 μ.μ. ο Vryonis δίνει έναν πίνακα σύμφωνα με τον οποίο το Πογκρόμ ξεκίνησε στις συνοικίες Yedikule, Samatya, Beyoglu, Siraselviler, Yesilkoy στις 7 μ.μ., Edirnekapi στις 8:30 μ.μ., Kalyoncu Kulluk σε 9 μ.μ., Aksaray 11 μ.μ., Kurtulus«όταν έπεσε η νύχτα», και Kuzguncuk«μετά από τα μεσάνυχτα». Op cit. σελ. 103-4.
15) Το Πατριαρχείο στο μήνυμα 139 (Κωνσταντινούπολη προς την Ουάσιγκτον DC) ανέφερε ότι 61 εκκλησίες, 4 μοναστήρια, 2 νεκροταφεία και 36 ελληνικά σχολεία έχουν καταστραφεί. Vryonis, op. cit. σελ. 268. Μεταξύ των κεφαλαίων τρία και τέσσερα του βιβλίου, ο Vryonis δημοσιεύει μεταξύ άλλων τις φωτογραφίες των εκκλησιών Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης , Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά, Αγίου Μηνά Υψωμαθείων , Αγίων Θεοδώρων Βλάγκας , της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, της Παναγίας του Belgratkapi, κ.λπ. καθώς επίσης και νεκροταφεία και ανοικτούς τάφους Οικουμενικών Πατριαρχών, Op.cit μεταξύ των σελίδων 288 και 289 σε ένα τμήμα 90 εικόνων. Αυτές οι φωτογραφίες των καταστροφών λήφθηκαν από τον Δ. Καλούμενο και εξήχθησαν λαθραία από την Τουρκία από το δημοσιογράφο Γ. Καράγιωργα. Η εφημερίδα «Έθνος» της Αθήνας δημοσίευσε μερικές πρώτες φωτογραφίες την 12/9/1955. Ο Δ. Καλούμενος δημοσίευσε περισσότερες φωτογραφίες στην Ελλάδα μετά από την απέλαση του από την Τουρκία το 1957 (η Σταύρωση του Χριστιανισμού, 4η έκδοση, Αθήνα 2001). Σύμφωνα με την Έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, «οι Έλληνες στην Τουρκία|, «περισσότερες από 4.000 ελληνικές επιχειρήσεις καταστράφηκαν λεηλατήθηκαν, 38 οι εκκλησίες πυρπολήθηκαν και 35 περισσότερες εκκλησίες , δύο μοναστήρια καταστράφηκαν και κύρια ελληνικά ορθόδοξα νεκροταφεία βανταλίστηκαν , περισσότερα από 2.000 ελληνικά σπίτια ληστεύθηκαν , και 52 ελληνικά σχολεία ερημώθηκαν των επίπλων, βιβλίων και του εξοπλισμού τους.» Σελ. 8.
16) Οι στόχοι είχαν προσημειωθεί με βαφές και οι επιτιθέμενοι είχαν καταλόγους όπως συνέβη και την Νύκτα των Σπασμένων Γυαλιών στην Ναζιστική Γερμανία το 1938.
17) Βρυώνης opt.cit p.211
18) Ο Αμερικανός Γενικός Πρόξενος τηλεγράφησε προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Η.Π.Α ότι «η καταστροφή ήταν εκτός ελέγχου, χωρίς καμιά απόδειξη η αστυνομία ή στρατιωτικές δυνάμεις να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την καταστροφή. Προσωπικά διαπίστωσα την απάθεια με την οποία η αστυνομία έβλεπε την καταστροφή των καταστημάτων ή ακόμα επευφημούσε προς τον όχλο.», Helsinki Watch, The Greeks of Turkey, 1992, p. 7.
19) Η οργάνωση Helsinki Watch είναι μια μη-κυβερνητική οργάνωση με έδρα την Νέα Υόρκη και ιδρύθηκε το 1978.Μετανομαστηκε σε Helsinki Rıghts Watch.
20) Vryonis , ίδε παραπ. Σελ.222. Ο εκτιμώμενος αριθμός βιασμών ανέρχεται μέχρι και 2000. Μια από τις πλέον αναφερόμενες περιπτώσεις είναι η Οικία των Εργαζόμενων Νεανιών στην νήσο Πρίγκηπο. Ο κατάλογος των θυμάτων έχουν καταγραφεί ι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος.
21) παραπάνω παραπομπή σελ.224.
22) Το Προξενείο των Η.Π.Α στην Κωνσταντινούπολη έστειλε τηλεγράφημα στο Υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α στις 27 Σεπτεμβρίου 1955: «Η έρευνα για τις ζημίες που προκλήθηκαν στα Ιδρύματα της Ελληνικής Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια των ταραχών την νύχτα της 6ης έως τις 7 Σεπτεμβρίου δείχνει ότι οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν εξαιρετικά διαδεδομένες. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της κοινοτικής ιδιοκτησίας εμφανίζεται να έχει σωθεί. Αν και δεν υπάρχει μέχρι τώρα κανένας αριθμός διαθέσιμος αξιολογώντας τη ζημία που έχει συμβεί, ο αριθμός ιδρυμάτων που δέχθηκαν επίθεση και η φύση της καταστροφής που προκλήθηκε … δείχνουν μια σαφή εικόνα του μεγέθους της ερήμωσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις η επίθεση σε αυτά τα ιδρύματα έγινε με τρόπο ώστε να καταστρέψει την υποδομή, την λεηλασία των επίπλων, του εξοπλισμού, της βεβήλωσης των ιερών λαρνάκων και των λειψάνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις η σοβαρή ζημία στα κτίρια προκλήθηκε από πυρκαγιά.», Helsinki Watch, the Greeks of Turkey,1992,p.7.
23) Vryonis, op. cit., σελ. 248. Σύμφωνα με την αστυνομία της Κωνσταντινούπολης, 2.572 ελληνικές, 741 αρμενικές και 523 εβραϊκές επιχειρήσεις καταστράφηκαν. Ο Vryonis παρέχει έναν κατάλογο 329 επιχειρήσεων στις σελ..251-259. Σε έναν χωριστό πίνακα παραθέτει μια έρευνα σύμφωνα με την οποία 1.100 καταστήματα και 600 σπίτια που ανήκαν σε Έλληνες υπηκόους καταστράφηκαν, και 3.000 καταστήματα σε τουρκικής υπηκοότητας έλληνες (ελληνική μειονότητα) και 1.500 σπίτια , σελ. 270.
24) Vryonıs, op.cit,p.220
25) Ο Menderes καταδικάστηκε πρώτιστα λόγω «της κατάχρησης των απόρρητων κονδυλίων» και λιγότερο λόγω το ίδιου του Πογκρόμ. Σημειώνοντας την βαρύτητα των παραβάσεών τους, είναι ανήσυχο ότι η νέα γενεά των Τούρκων ξέρει λίγα ή τίποτα για τα εγκλήματά τους και ότι οι επόμενες κυβερνήσεις έχουν τιμήσει τη μνήμη των Menderes, Zorlu και Polatkan. Ένα πανεπιστήμιο στο Aydin και ο διεθνής αερολιμένας της Σμύρνης ονομάζονται Adnan Menderes, και το όνομά του έχει δοθεί σε δύο Γυμνάσια, στη Κωνσταντινούπολη Bahcelievler Adnan Menderes Anadolu Lisesi, και Aydin Adnan Menderes Anadolu Lisesi.
26) Alfred de Zayas, The Genocide Against the Armenians 1915-1923 and the Relevance of the 1948 Genocide Convention, Brussels, 2005, p 3. See also Egon Schwelb, “Crimes Against Humanity”, 23 British Yearbook of International Law (1946), 178-226 at 181. Jean-Baptiste Racine, Le génocide des Arméniens. Origine et permanence du crime contre l’humanité, Dalloz-Sirez, 2006. Reymond Kevorkian, Le Génocide des Arméniens, Odile Jacob, 2006.
27) Σύμφωνα με το άρθρο 230 της Συνθήκης των Σεβρών: «Η τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει να παραδώσει στις Συμμαχικές Δυνάμεις τα πρόσωπα των οποίων η παράδοση μπορεί να απαιτηθεί από τις δεύτερες για τις σφαγές που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της συνέχισης της κατάστασης του πολέμου στα εδάφη που αποτέλεσαν μέρος της τουρκικής αυτοκρατορίας την 1η Αυγούστου 1914. Οι Συμμαχικές Δυνάμεις διατηρούν το δικαίωμα να υποδείξουν το δικαστήριο που θα δικάσει τα κατηγορούμενα πρόσωπα και η Τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει να αναγνωρίσει τα δικαστήριο….», American Journal of International Law , Volume 15, Supplement, 1921, Official Documents, p. 235., Στους ανώτερους υπαλλήλους του Οθωμανικού κράτους που φυλακίστηκαν στη Μάλτα και που έπρεπε να δικαστούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας χορηγήθηκε μια αμνηστία δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923. . Δείτε επίσης William Schabas, Genocide in International Law, Cambridge University Press, pp. 20-22.
28) Το άρθρο 144 της Συνθήκης Σεβρών όριζε: «Η Τουρκική κυβέρνηση αναγνωρίζει την αδικία του νόμου του 1915 σχετικά με τις εγκαταλειμμένες περιούσιες (emval-ι-Metruke), και των συνακόλουθες διατάξεις επ’ αυτού του νόμου, και δηλώνει ότι αυτές ως άκυρες, στο παρελθόν όπως στο μέλλον. Η Τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει επισήμως να διευκολύνει στη μέγιστη δυνατή έκταση την επιστροφή στα σπίτια τους και την αποκατάσταση των επιχειρήσεων τους των τούρκων υπηκόων της μη-τουρκικής φυλής που έχουν διωχθεί βίαια από τα σπίτια τους από με φόβο σφαγής ή οποιαδήποτε άλλης μορφής πίεσης από την 1η Ιανουαρίου 1914. Αναγνωρίζει ότι οποιαδήποτε ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία των εν λόγω τουρκών υπηκόων ή των κοινοτήτων στις οποίες ανήκουν, το οποίο μπορεί να ανακτηθεί, πρέπει να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν, σε οτιδήποτε χέρια μπορεί να βρεθεί…. Η τουρκική κυβέρνηση συμφωνεί ότι οι διαιτητικές επιτροπές θα διοριστούν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών οπουδήποτε είναι απαραίτητο. …Αυτές οι διαιτητικές επιτροπές θα ακούσουν όλες τις αξιώσεις που καλύπτονται από αυτό το παρών άρθρο και θα αποφασίσουν μετά από συνοπτικές διαδικασίες.». American Journal of International Law , Volume 15, Supplement, 1921, Official Documents, p. 210.
29) André Mandelstam, La Societé des Nations et les puissances devant le Problème Arménien, 2d. ed. 1970
30) Paul Helmreich, From Paris To Sèvres , Ohio State University Press, Columbus, 1974, pp. 131 et seq.
31) Αν και Αμερικανοί διπλωμάτες είχαν καταδικάσει τη γενοκτονία από το 1915, η Κυβέρνηση των Η.Π.Α δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα να επανορθώσει τις αδικίες μετά από τον πόλεμο. Αξίζει να τονιστεί ότι ο Αμερικανός Πρέσβης Henry Morgenthau, Sr., είχε καλέσει τις σφαγές «δολοφονία φυλών» και ότι στις 10 Ιουλίου 1915 είχε τηλεγραφήσει στην Ουάσιγκτον με την ακόλουθη περιγραφή της οθωμανικής πολιτικής: «Οι διώξεις των Αρμενίων παίρνουν πρωτοφανείς διαστάσεις . Οι εκθέσεις από τις ευρέως διεσπαρμένες περιοχές δείχνουν τη συστηματική προσπάθεια να ξεριζωθούν οι ειρηνικοί αρμενικοί πληθυσμοί και μέσω των αυθαίρετων συλλήψεων, των φοβερών βασανιστηρίων, των μαζικών απελάσεων και εκτοπίσεων από την μια άκρη στην άλλη της αυτοκρατορίας που συνοδεύεται από συχνές περιπτώσεις βιασμού, λεηλασίας, και δολοφονίας, που μετατρέπονται σε σφαγές , να φέρει την καταστροφή και την εξουδετέρωση τους. Αυτά τα μέτρα δεν είναι σαν απάντηση στη δημοφιλή ή φανατική λαϊκή απαίτηση αλλά είναι καθαρώς αυθαίρετη και κατευθυνόμενη από την Κωνσταντινούπολη στο όνομα της στρατιωτικής ανάγκης, συχνά σε περιοχές όπου καμία στρατιωτική επιχείρηση δεν είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί.» Samantha Power, A Problem from Hell. America and the Age of Genocide , Basic Books, New York, 2002, p. 6.
32) Υιοθετημένος από το ψήφισμα 2391 Γενικής Συνέλευσης (ΧΧΙΙΙ) της 26ης Νοεμβρίου 1968, έναρξη ισχύος 11 Νοεμβρίου 1970. Το Blak’s Law Dictionary καθορίζει την παραγραφή «επίδραση της χρονικής περιόδου στη δημιουργία και την καταστροφή των δικαιωμάτων.» Black’s Law Dictionary 1201 (7th ed. 1999).
33) Όταν ένα κράτος παραβιάζει μια υποχρέωση erga omnes, πλήττει κάθε άλλο κράτος. Κατά συνέπεια, κάθε κράτος είναι ενδιαφερόμενο και έχει το δικαίωμα να εγείρει αξίωση για την επανόρθωση. Ορισμένες υποχρεώσεις που ισχύουν για την ολόκληρη κοινότητα των κρατών είναι, για παράδειγμα, η υποχρέωση να απόσχουν από τη διάπραξη jus cogens εγκλημάτων όπως η επιθετικότητα, τα βασανιστήρια και η γενοκτονία βλέπε J.A. Frowein «Υποχρεώσεις erga omnes» R. Bernhardt (ed.), Encyclopedia of Public International Law, vol. 3, 1997, pp. 757-759.
34) Βάσει του Παραδοσιακού Διεθνούς Δικαίου, όπως κωδικοποιείται στο καταστατικό της Ρώμης του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, τα εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα ορίζονται ως οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις όταν διαπράττονται ως τμήμα ενός διαδεδομένου ή συστηματική επίθεση που κατευθύνεται ενάντια σε οποιοδήποτε άμαχο πληθυσμό, με γνώση της επίθεσης: (α) δολοφονία (β) εξολόθρευση (γ) υποδούλωση (δ) εκτόπιση ή βίαια μεταφορά του πληθυσμού (ε) φυλάκιση ή άλλη αυστηρή στέρηση της φυσικής ελευθερίας στην παραβίαση των θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου (f) βασανιστήρια (ζ) βιασμός, σεξουαλική σκλαβιά, επιβεβλημένη πορνεία, αναγκασμένη εγκυμοσύνη, επιβεβλημένη αποστείρωση, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή σεξουαλικής βίας συγκρίσιμης βαρύτητας (η) δίωξη ενάντια σε οποιαδήποτε ευπροσδιόριστη ομάδα ή συλλογικότητα σε πολιτικό, φυλετικό, εθνικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό, γένος όπως καθορίζεται στην παράγραφο 3, ή άλλοι λόγοι που αναγνωρίζονται παγκοσμίως όπως απαγορευμένοι βάσει του διεθνούς δικαίου, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη που αναφέρεται σε αυτήν την παράγραφο ή οποιοδήποτε έγκλημα μέσα στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου (ι) βίαια εξαφάνιση ατόμων (ι) το έγκλημα του απαρτχάιντ (κ) άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα που προκαλεί σκόπιμα μεγάλα βάσανα, ή σοβαρή ζημία στο ανθρώπινο σώμα ή στη διανοητική ή φυσική υγεία. Το καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, 17 Ιουλίου 1998, αρθ. 7 (1), 2187, U.N.T.S. 90, τέθηκε σε ισχύ 1 Ιουλίου 2002.
35) Ψήφισμα Γενικής Συνέλευσης 47/121 της 18 Δεκεμβρίου 1992, υιοθετήθηκε με συντριπτική πλειοψηφία 102 υπέρ, 0 κατά και 57 απουσίες.
36) Υιοθετήθηκε 22 Δεκεμβρίου 1995.
37) Με το ψήφισμα 95(1) της 11 Δεκεμβρίου 1946, η Γενική Συνέλευση «βεβαιώνει τις αρχές του διεθνούς δικαίου που αναγνωρίστηκε από τον Κανονισμό του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου», και στο Ψήφισμα 96(1) με ίδια ημερομηνία, επιβεβαιώνει «ότι η Γενοκτονία είναι έγκλημα κατά το διεθνές δίκαιο, που ο πολιτισμένος κόσμος το καταδικάζει, και για την διάπραξη του οποίου οι κύριοι υπαίτιοι ή αυτοί που συνδράμουν- είτε είναι ιδιώτες, ή επίσημοι ή κρατικοί λειτουργοί, και είτε το έγκλημα εκτελείται για λόγους θρησκευτικής, φυλετικής ή πολιτικής διαφοράς-πρέπει να τιμωρείται.
38) Υπάρχουν πολλές αναλογίες μεταξύ της Νύκτας των Σπασμένων Γυαλιών του 1938 και του Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης το 1955. Αμφότερα είχαν σκοπό να τρομοκρατήσουν τον στόχο πληθυσμό ώστε αυτός να φύγει. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε προσπάθεια να είναι περιορισμένος ο αριθμός των νεκρών, ώστε να αποφευχθεί η ανεπιθύμητη διεθνής κατακραυγή. Αμφότερα τα γεγονότα θα πρέπει να εξεταστούν σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Όμως ενώ η Νύκτα των Σπασμένων Γυαλιών μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του Ολοκαυτώματος, το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης εκτιμάται ότι είναι μια από τις τελευταίες φάσεις της «εθνοκάθαρσης» των Ελλήνων από τα εδάφη υπό Τουρκική διοίκηση. International Military Tribunal, Trial of the Major War Criminals, Nuremberg, Vol.1,pp. 248,271.
39) Στις 2 Αυγούστου 2001 ο Στρατηγός Kristic ήταν το πρώτο άτομο που καταδικάστηκε για γενοκτονία από το Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία.
40) Δες Akayesu Judgment, Case No. ICTR-96-4-T.
41) http://www.un.org/icty/foca/trialc2/judgement/index.htm See also Prosecutor v. Anto Furundzija, Case No. IT-95-17/1-T and Celebici Judgment: Prosecutor v. Delalic, Mucic, Delic, and Landzo, Case No. IT-96-21-T. See also “ICTY Prosecutor, Carla Del Ponte, Releases Background Paper on Sexual Violence Investigation and Prosecution,” Press Release, The Hague, 8 December 1999.
42) O Ahmet Hamdi Basar, ένα προηγούμενο μέλος και του Κοινοβουλίου και του Demokrat Parti έγραψε κατά τη διάρκεια των δικαστηρίων του 1960: «Από την πρώτη ημέρα είχε γίνει σαφές ότι τα γεγονότα του της 6ης έως τις 7 Σεπτεμβρίου ήταν οργανωμένα από εκείνους που κυβέρνησαν.» Ολοκληρωμένο κύκλωμα devrin Yasadigimiz yüzü, Άγκυρα, 1960, σελ. 90. Δείτε επίσης Vryonis, op.cit., σελ. 43
43) Ο Malcolm Shaw, Διεθνές Δίκαιο, σελ. 481 «Μια παραβίαση μιας διεθνούς υποχρέωσης δίνει αφορμή για μια απαίτηση για την επιδιόρθωση. » Wladyslaw Czaplinski, Κρατική Διαδοχή και Κρατική Ευθύνη, στην Καναδική Επετηρίδα του Διεθνούς Δικαίου 339 (1991): Η «κρατική ευθύνη είναι μια νομική σχέση που δημιουργείται μέσω της παραβίασης μιας διεθνούς νομικής υποχρέωσης από ένα κράτος , εκείνη η παραβίαση δίνει αφορμή για το καθήκον να αντισταθμιστεί οποιαδήποτε προκύπτουσα ζημία, μια από τις παλαιότερες αρχές του διεθνούς δικαίου και παγκοσμίως αναγνωρισμένος στη διεθνή πρακτική.» Karl Zemanek, «Ευθύνη των Κρατών: Γενικές αρχές» σε Ρ. Bernhardt (ed.), εγκυκλοπαίδεια του δημόσιου διεθνούς δικαίου, τόμος 4, 2000, Σ. 219-229 Mohammed Bedjaoui, «Ευθύνη των Κρατών: Ελάττωμα και ρητή υπαιτιότητα», σε Bernhardt (ed.), Σ. 212-216. Irwin Cotler, «Δημευμένη Εβραϊκή Ιδιοκτησία: Το Ολοκαύτωμα, Κατάσχεση και Αποκατάσταση: Μια νομική προοπτική» σε: 20 αναθεώρηση νόμου Cardozo, Δεκεμβρίου 1998, Σ. 601-624, σελ. 610.
44) Chorzow Factory Case (Germany v. Poland) , 1928 P.C.I.J. (ser.A) No. 17. p. 29. Ignaz Seidl-Hohenveldern, “German Interests in Polish Upper Silesia Cases”, in R. Bernhardt (ed.), Encyclopedia of Public International Law , vol. II, 1995, pp, 550-553.
45) Karl Zemanek, (op.cit. footnote 43), p. 226
46) Fédération nationale des deportés et internés et patriots et al v. Barbie , 78 International Law Reports 125, p. 135. See Doman, “Aftermath of Nuremberg: The Trial of Klaus Barbie”, 60 Colorado Law Review 449 (1989).
47) Nouveau Code penal de 1994, Arts. 211-1 to 213-5. Jacques Francillon, “Aspects juridiques des crimes contre l’humanité”, in L’actualité du Génocide des Arméniens , Edipol. 1999, pp. 397-404 at 398.
48) Inter-American Court, Barrios Altos Case, Judgment of 14 March 2001, p. 41. See also 31. General Assembly Resolutions 2338(XXII) of 18 December 1967, 2583 (XXIV) of 15 December 1969, 2712 (XXV) of 15 December 1970: 2840 (XXVI) of 18 December 1971, 3029 (XXVII) of 18 December 1972; 3074 (XXVIII) of 3 December 1973, etc.
49) Ένας κορυφαίος διεθνής εμπειρογνώμονας της νομικής στην Ευρώπη, ο αείμνηστος Felix Ermacora καθηγητής, και το μέλος της Επιτροπής Ο Η.Ε των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα ανθρώπινα δικαιώματα, και το ειδικός εισηγητής της Επιτροπής των Η.Ε στα ανθρώπινα δικαιώματα για το Αφγανιστάν και τη Χιλή, διατήρησε αυτήν την άποψη. Κατά την διατύπωση νομικής άποψης σχετικά με τη συνεχιζόμενη υποχρέωση να χορηγήσουν την αποκατάσταση στους περίπου 250.000 Γερμανούς από την Τσεχοσλοβακία που εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια της φυλετικής κάθαρσής τους το 1945-46, ο Ermacora έγραψε: : “Ist die Konfiskation von Privatvermögen Teil eines Völkermordes, so ist auch ihre Rechtsnatur Teil eines Rechtsganzen. D.h. der Vermögensentzug hatte für sich selbst im vorliegenden Gesamtzusammenhang Völkermordcharakter . Er unterliegt auch der Beurteilung aufgrund der Völkeremordkonvention, deren Partner sowohl die BRD als auch die Tschechoslowakei ist. Entsprechend den Regeln internationalen Rechts sind die Akte des Völkermordes – so auch die Vernichtung von Lebensbedingungen, wie sie durch einen totalen Vermögensentzug stattgefunden haben und mit der Vertreibung kombiniert waren, zumindest nach der Konvention über die Nichtverjährbarkeit von Verbrechen gegen die Menschlichkeit nicht verjährbar.“ Ermacora, Die Sudetendeutschen Fragen, Munich, 1992, p. 178.
50) Irwin Cotler, op. cit. , p. 609. Sabine Thomsen, “Restitution” in R. Bernhardt (ed.), Encyclopedia of Public International Law , vol. 4, 2000, pp. 229-32. “Nuremberg 50 years later: The restitution of Jewish Property and Norwegian Justice”, Nordic Journal of International Law , 1998, No. 3, pp. 275-287.
51) Commission on Human Rights, fifty-third session, Doc. E/CN.4/1997/104. Compare with the first report by Professor Theo van Boven E/CN.4/Sub.2/1993/8 of 2 July 1993, section IX, and the second report C/CN.4/Sub.2/1996/7 of 24 May 1996.
52) Special Rapporteur Louis Joinet, Principle 36 in document E/CN.4/Sub.23/1997/20 of 26 June 1997 and Principle 33 in Document E/CN.4/Sub.2/1997/20/Rev.1 of 2 October 1997.
53) UN Doc. A/RES/60/147, 21 March 2006.
54) Peter D. Maddaugh καιJohn D. McCamus, Law of Restitution (Nόμος τηςAποκατάστασης), Aurora, Ontario , 1990, Σ. 484-493. Ακόμη και στην παλαιά διαθήκη βρίσκουμε μια προειδοποίηση ενάντια στον άδικο εμπλουτισμό, βασιλιάς James Version, 1 Βασιλείς , κεφάλαιο 21, στίχος 19: «Έτσι είπε ο Κύριος, Κρίμα που σκοτώσατε, και πήρατε υπάρχοντα» Η ιστορία είναι ότι Ναμπόθ , ένα άτομο από Jezreel, είχε έναν αμπελώνα στα περίχωρα της πόλης κοντά στο παλάτι των βασιλιά Αχάμπ. Ο βασιλιάς επειδή ήταν κατάλληλο στο παλάτι του ζήτησε τον αμπελώνα , αλλά Ναμπόθ δεν θέλησε να πωλήσει, επειδή ο αμπελώνας ήταν στην οικογένειά του για γενεές. Η Τζεσεμπελ , σύζυγος Αχαμπ, έπεισε το βασιλιά να εκτελέσει τον Ναμπόθ με την ψευδή κατηγορία βλασφημίας. Όταν ο βασιλιάς Αχάμπ πήγε να πάρει την κατοχή του αμπελώνα, ο Ηλίας ήρθε και προειδοποίησε το βασιλιά: «Δεν είναι η δολοφονία του Ναμπόθ αρκετά κακή; Πρέπει να τον ληστέψετε, επίσης; Επειδή έχετε κάνει αυτό, τα σκυλιά θα γλύψουν το αίμα σας έξω από την πόλη, ακριβώς όπως έγλυψαν το αίμα του Ναμπόθ !» , Η Ζώσα Βίβλος (νέα μετάφραση), Εκδοτικός Οίκος Tyndale, Wheaton, Illinois.1971.
54) .W. Wade, «Απόκτηση ιδιοκτησίας με εκούσια θανάτωση άλλου – μια νομική λύση «, αναθεώρηση νόμου 49 Harvard Law Review, Σ. 715 et.seq. (1936) W.M. McGovern, «Ανθρωποκτονία και Διαδοχή στην Ιδιοκτησία» (1969) 68 Mıchıgan , σελ. 65 et.seq.. Υπάρχει άφθονη νομολογία δηλώνοντας ότι «είναι ενάντια στη δημόσια πολιτική για ένα πρόσωπο που είναι ένοχο να σκοτώσει άλλον για να πάρει οποιοδήποτε όφελος από την ιδιοκτησία του άλλου προσώπου» σχετικά με Johnson, (1950) 2d.L.R. 69, στα Σ. 75-6 D.L.R., 1 W.W.R. 263
55) J.W. Wade, “Acquisition of Property by willfully killing another – A Statutory Solution “, 49 Harvard Law Review, pp. 715 et seq. (1936); W.M. McGovern, “Homicide and Succession to Property” (1969) 68 Michigan Law Review, p. 65 et seq. There is ample case-law stating that “it is against public policy for a person who is guilty of feloniously killing another to take any benefit in that other person’s estate” Re Johnson, (1950) 2 D.L.R. 69, at pp. 75-6 D.L.R., 1 W.W.R. 263
56) (sic) imprescriptible
57) Irwin Cotler, op.cit., p. 621
58) H. Lauterpacht. Recognition in International Law. Cambridge, University Press, 1947 p. 420.
59) GA Res.2625 of 24 October 1970. See also the Report of the United Nations International Law Commission ,53rd session 2001, commentary to Article 41 of the Draft Report on Responsibility of States, GAOR, 56th Session, Supp. No. 10 (A/56/10), 2001, pp. 289-290. para. 9. See also Arts. 26 and 20 of the ILC Articles on State Responsibility.
60) Al Khasawneh Report, UN Doc. E/CN.4/Sub.2/1997/23.
61) Para. 159. http://www.icj-cij.org/icjwww/idocket/imwp/imwpframe.htm
62) Dickran Kouymjian, « La confiscation des bien et la destruction des monuments historiques comme manifestations du processus génocidaire » in L’actualité du Génocide des Arméniens , op cit., p. 227.
63) Δείτε την έκθεση σχετικά με την επίσκεψή του πρότυπα στην Τουρκία από του ειδικού εισηγητή Abdelfattah Amor «Εξάλειψη όλων των μορφών θρησκευτικής αδιαλλαξίας» στη Γενική Συνέλευση των Η.Ε, A/55/280/Add.1, και τη σύστασή του « η κυβέρνηση πρέπει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με τα διεθνή ισχύοντα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, για να καταπολεμήσει την έχθρα, την αδιαλλαξία και τις πράξεις της βίας, του εκφοβισμού και του εξαναγκασμού που παρακινούνται από τη θρησκευτική αδιαλλαξία.»
64) On 20 April 2005 the United Nations Commission on Human Rights adopted a relevant resolution entitled “The Right to Truth”, UN Doc. E/CN.4/2005/66.
65) Η ανησυχία της επικρατούσας κατάστασης γίνεται πιο εντυπωσιακή στην ακόλουθη υποθετική κατάσταση: Πώς η διεθνής κοινότητα θα αντιδρούσε, εάν η μεταπολεμική γερμανική κυβέρνηση θα ονόμαζε οδούς μετά από το Josef Goebbels και το Reinhard Heydrich, οι αρχιτέκτονες Kristallnacht; Ποια θα ήταν η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, εάν, αντί της παροχής ηθικής και υλικής επιδιόρθωσης, η γερμανική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να δώσει την αποκατάσταση και την αποζημίωση στα θύματα και τους επιζώντες τους;
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Alexandros Alavanos, The Greeks of Constantinople, Athens 1994.
Alexis Alexandris, The Greek minority of Istanbul and Greek-Turkish relations 1918-1974. Athens 1983
Cherif Bassiouni, Crimes Against Humanity in International Criminal Law, Martinus Nijhoff, Dordrecht, 1992.
Dimitrios Kaloumenos, The Crucifixion of Christianity, 4th Edition, Athens 2001.
Roger Clark, “Crimes Against Humanity at Nuremberg”, in George Ginsburgs and Vladimir Kudriaytsev (eds.), The Nuremberg Trials and International Law, pp. 179 et seq.
Αλέξανδρος Alavanos, οι Έλληνες Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 1994.
Αλέξης Alexandris, η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και ελληνικός-τουρκικές σχέσεις 1918-1974. Αθήνα 1983
Cherif Bassiouni, εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα στο διεθνές ποινικό δίκαιο, Martinus Nijhoff, Dordrecht, 1992.
Δημήτριος Kaloumenos, η σταύρωση του χριστιανισμού, 4$η έκδοση, Αθήνα 2001. Ρότζερ Clark, «εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα στη Νυρεμβέργη», σε George Ginsburgs και Vladimir Kudriaytsev (EDS.), τις δοκιμές της Νυρεμβέργης και το διεθνές δίκαιο, Σ. 179 και τα ακόλουθα.
Vahakn Dadrian, The History of the Armenian Genocide. Ethnic conflict from the Balkans to Anatolia to the Caucasus. Providence, Rhode Island, 1995.
Vahakn Dadrian, “The Documentation of the World War I Armenian Massacres in the Proceedings of the Turkish Military Tribunal”, International Journal of Middle East Studies, 1991, Vol. 23, pp. 549-576..
George Ginsburgs and Vladimir Kudriavtsev (eds.), The Nuremberg Trials and International Law, Martinus Nijhoff, Dordrecht 1990.
Israel Gutman (ed-), Encyclopedia of the Holocaust, Macmillan, New York 1990.
Dilek Güven, Cumhuriyet Dönemi Azinlik Politikalan ve Stratejileri Baglaminda 6-7 Eylül Olaylari, (Nationalismus, sozialer Wanbdel und Minderheiten in der Türkei: die anti-griechischen Ausschreitungen vom 6-7. September 1955), Dissertation, Universität Bochum, unter Leitung von Professor Dr. Fikret Adanir, Historisches Institut Lehrstuhl Südosteuropäische Geshichte..
Helsinki Watch (Human Rights Watch), Denying Human Rights and Ethnic Identity. The Greeks of Turkey, New York 1992.
Donald Horowitz, Deadly Ethnic Riot, University of California Press, Berkeley, 2000.
Bernard Lewis, The Emergence of Modern Turkey, third edition , Oxford University Press, 2002.
William A. Schabas, Genocide in International Law, Cambridge University Press, 2000.
Jacques Semelin, “Massacres” in Dinah Sehlton (ed.) Encyclopedia of Genocide, vol. 2, pp. 661-666.
Dinah Shelton (ed.) Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity, Macmillan Reference, 2004.
Carl Skutsch (ed.) Encyclopedia of the World’s Minorities, Routledge, London, 2005.
Telford Taylor, Anatomy of the Nuremberg Trials, Alfred Knopf, New York 1992.
Speros Vryonis, The Mechanism of Catastrophe, New York 2005
— “American Foreign Policy in the Ongoing Greco-Turkish Crisis as Contributing Factor to Destabilization” in: UCLA Journal of International Law and Foreign Affairs 2:1997:1. pp. 69-89.
Nicole van Wees. Ta Septemvriana. Groningen 1996.
Leni Yahl, “Kristallnacht” in Israel Gutman (ed.), Encyclopedia of the Holocaust, Volume 2, New York 1990, pp. 836-840.
Alfred de Zayas, The Genocide Against the Armenians 1915-1923 and the Relevance of the 1948 Genocide Convention, Brussels, 2005
Erik Zürcher, Turkey: A modern history, 3rd edition, London 2004.
Geneva, 4 November 2006