Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας 

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σφράγισε τους πρώτους μήνες της θητείας του, μέχρι το δημοψήφισμα και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου, με μια ιδιότυπη τακτική καθυστερήσεων έναντι των ξένων δανειστών, θεωρώντας ότι η σπατάλη χρόνου ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας.

 Διαψεύστηκε οικτρά και χρειάστηκε μια πολιτική στροφή 180 μοιρών, ώστε, όπως ο ίδιος υπογράμμισε, να αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση των δομών του ελληνικού κράτους.

Σήμερα, στις πρώτες εβδομάδες της δεύτερης θητείας του, ο πρωθυπουργός υιοθετεί την άκρως αντίθετη τακτική και εμφανίζεται ως επισπεύδων τόσο με τους δανειστές όσο και με τη γειτονική Τουρκία. Η επιτάχυνση των επαφών με την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ έχει πολιτική λογική, αφενός, για την εξασφάλιση χρηματοδότησης και, αφετέρου, για την έγκριση των σκληρών μέτρων όσο ακόμα η λαϊκή εντολή του Σεπτεμβρίου είναι νωπή και η κοινωνική ανοχή προς το Μαξίμου μεγάλη.

Αντίθετα, η βιασύνη του κ. Τσίπρα να επισκεφθεί την Τουρκία, τις επόμενες λίγες εβδομάδες, είναι εξόφθαλμα λανθασμένη ή, σε κάθε περίπτωση, το -ήδη ορατό- ρίσκο είναι πολλαπλάσιο του πιθανού οφέλους των εσπευσμένων συνομιλιών. Η Αθήνα ασφαλώς και έχει να κερδίσει διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με την Αγκυρα, αλλά μια επίσημη επίσκεψη, για να αποδειχθεί επιτυχημένη (και για να μην οδηγήσει στα αντίθετα, από τα προσδοκώμενα, αποτελέσματα), απαιτεί ουσιαστική προετοιμασία και κατάλληλες συγκυρίες που δεν υφίστανται σήμερα για τρεις, κυρίως, λόγους:

  • Πρώτον, η πλημμυρίδα προσφύγων και μεταναστών δεν αποτελεί μόνο διμερές πρόβλημα, αλλά πολυμερές, καθώς η Τουρκία έχει απέναντί της το σύνολο σχεδόν των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν έχει κανέναν λόγο να διαγράψει ή να υποβαθμίσει την ευρω-τουρκική πτυχή της μεταναστευτικής κρίσης και να συνομιλήσει μόνος στην Αγκυρα με τον ομόλογό του Α. Νταβούτογλου και τον πρόεδρο Τ. Ερντογάν, χωρίς στήριξη από τους άλλους εταίρους. Η ανησυχία των ισχυρών της Ε.Ε. για το Μεταναστευτικό είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ξεχνούν τα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντά τους στην αχανή τουρκική αγορά, και η Αθήνα δεν θα την αξιοποιήσει;
  • Δεύτερον, με το δεδομένο των πιέσεων για κοινές ελληνοτουρκικές περιπολίες (ταφόπλακα για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και την ελληνική ευθύνη έρευνας – διάσωσης), ο κ. Τσίπρας κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μια ομιχλώδη συζήτηση «διευθετήσεων» για το Αιγαίο. Χάρη στην ξεκάθαρη στάση του υπουργείου Εξωτερικών, θέμα «περιπολιών» δεν υφίσταται για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά η επαναφορά του από την τουρκική πλευρά θα δυναμιτίσει την επίσκεψη Τσίπρα και θα προκαλέσει ένταση. Η -ορθότατη- εναλλακτική πρόταση της κυβέρνησης για καλύτερο συντονισμό των δύο πλευρών, με περιπολίες και ευθύνη κάθε χώρας στα δικά της χωρικά ύδατα και στη δική της εδαφική επικράτεια, είναι αμφίβολο ότι μπορεί να γίνει δεκτή από την Τουρκία, χωρίς προηγούμενη ευρωπαϊκή πίεση.
  • Τρίτον, αν και το Κυπριακό δεν είναι διμερές πρόβλημα, η εξέλιξή του είναι φυσικό να επηρεάζει τις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας. Και σε αυτό το σημείο, όσο τουλάχιστον προχωρούν οι συνομιλίες Αναστασιάδη – Ακιντζί στη Μεγαλόνησο, δεν υπάρχει κέρδος από άμεση εμπλοκή της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, όταν μάλιστα η Αγκυρα δεν έχει εγκαταλείψει τις ιδέες περί πολυμερούς διάσκεψης για το Κυπριακό. Επίσης, οι κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου θα ζητήσουν τη συναίνεση της Αθήνας και της Λευκωσίας στο άνοιγμα ορισμένων διαπραγματευτικών κεφαλαίων της Ε.Ε. με την Τουρκία. Ούτε σε αυτό το σημείο οι συνθήκες είναι ώριμες.

Αν ο πρωθυπουργός παγιδευτεί στην Αγκυρα, ούτε ο ίδιος ούτε η χώρα διαθέτουν την πολυτέλεια μιας νέας πολιτικής στροφής 180 μοιρών. Οχι μόνο επειδή η όποια ένταση με την Τουρκία θα έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα, αλλά κι επειδή ο συνδυασμός οικονομικής και εξωτερικής κρίσης θα είναι εκρηκτικός.

Πηγή εφημ. “Δημοκρατία”